Η φωνή του είναι βαθιά γνώριμη και στο άκουσμά της φέρνει στο νου τις παλιές καλές ραδιοφωνικές στιγμές. Καθόλου τυχαίο, αφού έκανε επί 22 συναπτά χρόνια ραδιόφωνο. Οι στίχοι του το ίδιο. Τους έχεις σιγοψιθυρίσει σίγουρα και τις περισσότερες φορές δεν ήξερες καν ποιος «κρύβεται» πίσω τους. Γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά από το 1986, είναι και ο ίδιος συγγραφέας αρκετών βιβλίων.
Ο λόγος για τον Οδυσσέα Ιωάννου που πέντε χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του εμβληματικού «9:05», σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη, επιστρέφει στο θέατρο ΔΙΑΝΑ και συναντιέται και πάλι επί σκηνής με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Αυτή τη φορά με την επιμέλεια της Ελένης Ράντου, που υπογράφει την πρώτη της σκηνοθεσία στο θέατρο, και με συνοδοιπόρους τους ηθοποιούς Σοφία Πανάγου και Μιχάλη Τιτόπουλο, το καινούριο ταξίδι αναζητάει τα χαμένα μας όνειρα, τις ματαιωμένες προσδοκίες μας και προτείνει «να αρχίσουμε ξανά να λέμε πιο όμορφα πράγματα», προσπαθώντας να ξεφύγουμε από την «Κοινή ησυχία».
Εμείς με αφορμή την νέα αυτή μουσική παράσταση είχαμε μία πολύ ωραία συζήτηση μαζί του.
Γεννήθηκα στο κέντρο της Αθήνας, στην Κεφαλληνίας, ανάμεσα σε Πατησίων και Αχαρνών. Έπαιζα στη Φυλής και στους γύρω δρόμους και στον Άγιο Παντελεήμονα. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα πως στον ίδιο δρόμο, στην Κεφαλληνίας, έμεναν τη χρονιά που γεννήθηκα ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μάνος Λοϊζος και λίγο πιο πάνω ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Εμεινα εκεί μέχρι τα δέκα τέσσερα, μετά μετακομίσαμε στην Ηλιούπολη όπου έμενα μέχρι και πριν έξι χρόνια.
Άκουγα πολύ ραδιόφωνο- Δεύτερο πρόγραμμα- και το πρώτο τραγούδι που έμαθα απ’έξω όλους τους στίχους και το τραγουδούσα μόνο μου στα διαλείμματα στην Πρώτη ή Δευτέρα Δημοτικού ήταν ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς” με την Χαρούλα. Ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα και του Πυθαγόρα που όταν το πρωτοάκουσα στο ραδιόφωνο αναστατώθηκα. Μια μαγική μελωδία που δεν είχα ξανακούσει παρόμοιά της. Και η υπέροχα “κοριτσίστικη¨φωνή της Χαρούλας με σημάδεψε από τότε. Οι πρώτες κασέτες που μπήκαν σπίτι μας όταν αγοράσαμε κασετόφωνο ήταν μία του Γιώργου Κοινούση και μία άλλη με Δημοτικά και λαϊκά τραγούδια που στη μία πλευρά τραγουδούσε ο Σκαφίδας και στην άλλη ο Ταλιούρης. Τις είχε αγοράσει ο πάτερας μου.
Πώς προέκυψαν οι πρώτοι στίχοι σας;Με προτροπή του Διονύση Τσακνή. Ετοίμαζε έναν δίσκο επιστροφής έπειτα από πολλά χρόνια απουσίας η Βούλα Σαββίδη και ανάμεσα στους συνθέτες που είχε ζητήσει να της γράψουν τραγούδια ήταν και ο Διονύσης. Γνωριζόμασταν με τον Διονύση, με άκουγε στο ραδιόφωνο και δεν ξέρω τι φλασιά του ήρθε πως θα μπορούσα να γράψω στίχο. Κάναμε ένα τραγούδι για εκείνον τον δίσκο και μετά ακολούθησαν άλλα δύο. Τα τρία πρώτα μου ήταν με τον Διονύση.
Τι είναι αυτό που σας εμπνέει;Τα πάντα μπορούν να γίνουν τραγούδι ή κείμενο, ακόμη και μεταμφιεσμένα. Θα ήθελα να πάω με τα κείμενά μου και τα τραγούδια όπου πηγαίνει και το μυαλό μου δίχως αποκλεισμούς. Είπα “μεταμφιεσμένα” γιατί θυμήθηκα μια ιστορία που μου είχε πει κάποιος παλαιότερος, πολύ γνωστός στιχουργός. Όταν του εξέφρασα τον θαυμασμό μου για ένα τραγούδι του που θεωρούσα πως σκάβει βαθιά σε θέματα ύπαρξης και φόβου, μου απάντησε πως ήταν ένα τραγούδι για τον θυμό που ένιωσε όταν τράκαρε το αυτοκίνητό του. Παίρνεις κάτι, το κάνεις κάτι άλλο. Είναι πολύ γοητευτικό.
Πώς γράφετε; Πρώτα τους στίχους και μετά έρχεται η μουσική ή το αντίστροφο;Από τα διακόσια τραγούδια που έχω δισκογραφήσει ο στίχος προηγήθηκε στα 180 περίπου. Είναι πιο σωστή διαδικασία και αυτό επιδιώκω. Υπάρχουν και φορές που μία μελωδία σε ξεκλειδώνει, σου “ψιθυρίζει” η ίδια τα λόγια που της ταιριάζουν και σου προτείνει και κάποια μέτρα και τονισμούς που εσύ δεν τα είχες σκεφτεί. Με αυτήν την έννοια –παρά το γεγονός πως είναι απόλυτα δεσμευτική μία μελωδία- σε ξεβολεύει πολλές φορές από τις ευκολίες σου.
Τι θα ακούσουμε στην Κοινή Ησυχία;Μετά την κρίση έχουμε όλοι μας “ησυχάσει” όσον αφορά τις κουβέντες γύρω από το όνειρο. Δεν πολυμιλάμε για το μέλλον.
Πέρα από 30 σπουδαία τραγούδια από το προσωπικό ρεπερτόριο του Βασίλη, αλλά και από τον θησαυρό του ελληνικού τραγουδιού, θα ακούσουμε ένα νεαρό ζευγάρι να προσπαθεί να ξαναβρεί την πίστη στο όνειρο. Να του δώσει τη θέση που αξίζει στη ζωή μας.
Μετά την κρίση έχουμε όλοι μας “ησυχάσει” όσον αφορά τις κουβέντες γύρω από το όνειρο. Δεν πολυμιλάμε για το μέλλον. Σαν να έχουμε φάει μία χοντρή σφαλιάρα απογοήτευσης και πέσαμε με τα μούτρα στην πραγματικότητα θεωρώντας την ως έναν μονόδρομο που δεν αμφισβητείται. Η πραγματικότητα έχει ένα δίκιο –και μάλιστα μεγάλο- αλλά δεν το έχει όλο.
Τι είναι αυτό που σας συνδέει με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου;Είκοσι πέντε χρόνια φιλίας και συνεργασίας. Είναι σαν τον μεγάλο μου αδερφό. Έχουμε κάνει μαζί πολλά πράγματα και είναι από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Δεν πολυκάνουμε παρέα εκτός δουλειάς γιατί τα ωράρια του Βασίλη δεν μπορεί να τα παρακολουθήσει εύκολα ένας “κανονικός” άνθρωπος. Όταν πρέπει να κουβεντιάσουμε κάτι, το ραντεβού που μου δίνει είναι γύρω στις εντεκάμισυ το βράδυ σε κάποιο μπαρ. Εγώ πρέπει να σηκωθώ στις επτά να πάω τα παιδιά σχολείο. Πώς να τον παρακολουθήσω;
Είναι πολύ καλή, δίχως να λείπουν και οι εντάσεις ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που είναι απρόβλεπτο με τι θα πεισμώσουμε. Είναι σχολείο για μένα όμως. Με μαθαίνει τη μεγάλη διαφορά που έχει ένα κείμενο από την δραματοποίησή του. Δίνει όλον τον ρυθμό προσπαθώντας να συνεργαστεί με ανθρώπους σαν κι εμάς που δεν μας λες και θεατράνθρωπους…
Πώς αισθάνεστε στη σκηνή; Άνετα;Παραδόξως ναι. Από την αρχή. Περνάω καλά στη σκηνή, γιατί περνάω καλά εκτός σκηνής με όλη αυτήν την ομάδα –τον Βασίλη, τους μουσικούς, του τεχνικούς- που είμαστε χρόνια μαζί, έχουμε κώδικες, γελάμε πολύ και προσπαθούμε να παίρνουμε σοβαρά μόνο ό,τι θεωρούμε πως αξίζει να πάρεις σοβαρά.
Είναι μια παράλληλη πραγματικότητα, δεν είναι κάποιο συννεφάκι. Το όνειρο έχει κι αυτό σώμα, όπως και η πραγματικότητα. Το να ονειρεύεσαι να πετάξεις – ενώ ξέρεις πως δε θα γίνει ποτέ- είναι ο μόνος δρόμος για να μην περπατάς κάποτε με τα τέσσερα.
Εσείς τι ονειρεύεστε; Έχετε κάποιο απωθημένο;Απωθημένο όχι, δε νομίζω. Ας πούμε πως έχω πάθη που προσπαθώ να ταϊσω. Ονειρεύομαι την κάθε μέρα μου, προσπαθώντας να αποκτήσει κάποιες μικρές στιγμές πληρότητας ή γαλήνης ή πάθους, δεν κάνω μακρόπνοα όνειρα.
Ποιες συγκαταλέγετε στις σημαντικότερες συναντήσεις της ζωής σας;Από το συγχρονο ραδιόφωνο λείπει κάπως η τόλμη της πρότασης
Φαντάζομαι πως αναφέρεστε μόνο στις επαγγελματικές. Τον Θάνο Μικρούτσικο, που στα χρόνια βέβαια γίναμε οικογένεια, έγινε πολύ πιο ισχυρός και ουσιαστικός ο δεσμός μας, από επαγγελματικός. Από εκεί και πέρα οι μεγάλες συζητήσεις που έχουμε κάνει με τον Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους της τέχνης που με έχουν γοητεύσει. Τον Βασίλη, τον Παντελή Βούλγαρη, την Ιωάννα Καρυστιάνη, την Μάρω Δούκα, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, και αρκετούς ακόμα.
Πώς βλέπετε σήμερα το σύγχρονο ραδιοφωνικό τοπίο; Έχει τον εμβληματικό ρόλο που είχε πριν από χρόνια, όταν ήσασταν στον Μελωδία;Όχι, δεν τον έχει πια, δε δημιουργεί τάσεις. Το διαδίκτυο έχει περιορίσει πολύ αυτόν τον ρόλο του. Υπάρχουν πολλά πράγματα με ιδιαίτερη αποδοχή που δεν θα τα ακούσεις στο ραδιόφωνο. Δεν αναφέρομαι μόνο σε είδη τραγουδιού, αλλά και για τραγούδια που ανήκουν στο είδος που πρεσβεύει κάθε σταθμός. Για παράδειγμα, ο Μελωδία και ο Δίεση παίζουν αντικειμενικά πολύ καλά τραγούδια, αλλά όχι όλα τα πολύ καλά του είδους. Λείπει κάπως η τόλμη της πρότασης, όχι μόνο ως προς το καινούργιο, αλλά και στο να εντάξουν κάποια άλλα σπουδαία τραγούδια που έχουν ξεχάσει και οι ίδιοι.
Με τα πνευματικά δικαιώματα τι συμβαίνει; Πώς κρίνετε τη στάση της Πολιτείας;Για την ώρα προτιμώ το “ακατανόητη” από το “ύποπτη”. Σε όλη την Ευρώπη οι καλλιτέχνες έχουν φτιάξει αυτοδιαχειζόμενους οργανισμούς για τα πνευματικά τους δικαιώματα. Το να είμαστε δέκα πέντε χιλιάδες δημιουργοί και κληρονόμοι, όλοι ενωμένοι και να ακούμε νουθεσίες από την Υπουργό Πολιτισμού και πως προσπαθεί να διασφαλίσει για το καλό μας την βιωσιμότητα του οργανισμού μας πριν μας δώσει την άδεια λειτουργίας, είναι στα όρια του φαιδρού και της κατάχρησης εξουσίας.
Αν δεν ήσασταν στιχουργός και ραδιοφωνικός παραγωγός θα ήσασταν…Ζηλεύω πολύ τους σκιτσογράφους. Τα σκίτσα είναι τα πρώτα που κοιτάω ανοίγοντας μία εφημερίδα. Θα ήθελα να έχω αυτό το χάρισμα. Θα μου άρεσε να κάνω και ταξιδιωτικά κείμενα, μέσα από πιο προσωπικές ματιές. Αν δεν τσάκιζα το γόνατό μου στα δεκαπέντε μου μπορεί να γινόμουν και ένας καλός ποδοσφαιριστής…
Τι είναι αυτό που θα θέλατε να αλλάξετε σήμερα στο μουσικό τοπίο;Η κάθε εποχή παράγει αυτό που έχει ανάγκη. Δεν της λείπει τίποτα, καλύπτει τα κενά, όπως η φύση. Αυτό που υπάρχει είναι αυτό που χρειάζεται ο κόσμος, ανεξάρτητα από το πώς θα ήθελα εγώ να ήταν τα πράγματα. Δεν έχει νόημα να πέφτεις με φόρα και με τα μούτρα επάνω στην πραγματικότητα προσπαθώντας να τη σπάσεις ή να τη φέρεις στα μέτρα σου. Αυτή η προσπάθεια είναι πιο εσωτερική, πιο επίπονη και ο καθένας μας όσο αντέχει προσπαθεί να σταθεί με τους όρους του και σύμφωνα με αυτό που του λένε η καρδιά και το μυαλό του.
Ο μεγαλύτερος φόβος σας ποιος είναι;Η υγεία των παιδιών μου και τώρα πια και η δική μου υγεία όσο τα παιδιά είναι ακόμη μικρά. Όλα τα άλλα είναι πολυτελείς φόβοι.
Η παράσταση «Κοινή ησυχία» σε σκηοθεσία της Ελένης Ράντου με τους Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Οδυσσέα Ιωάννου κάνει πρεμιέρα στο θέατρο ΔΙΑΝΑ την Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020
Θέατρο ΔΙΑΝΑ, Ιπποκράτους 7 (εντός στοάς) , Αθήνα, (50 μ. από το μετρό Πανεπιστήμιο), τηλ 210 3626596
Πέμπτη : 20:30 / Παρασκευή : 20:30 / Σάββατο (απογευματινή): 18:00 / Σάββατο : 21:00 / Κυριακή : 19:30
Πέμπτη: Γενική είσοδος 17€/ Παρασκευή: Γενική είσοδος 18€ / Σάββατο απογευματινή: 16€ πλατεία – 14€ εξώστης / Σάββατο βραδινή – Κυριακή: 20€ πλατεία – 18€ εξώστης /Φοιτητικό, νεανικό, άνω των 65, ΑΜΕΑ : 14€/ Ανέργων: 12€ (μόνο από το ταμείο του θεάτρου / εκτός βράδυ Σαββάτου). Προσφορά στην προπώληση 2€ έκπτωση για κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή.
Link online προπώλησης: https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-diana/koini-isyhia/