Πέρασαν 20 χρόνια από την πρώτη φορά που θα καταπιανόταν με τις απαιτήσεις ενός μιούζικαλ. ‘Ηταν χειμώνας του 1999 όταν θα συνέθετε μουσική για το σκοτεινό σαιξπηρικό παραθύμι «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» που ανέβαινε στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Τάσου Χατζηπαπά και χορογραφία Κωνσταντίνου Ρήγου.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου – τότε δημιουργός βραβευμένων κινηματογραφικών και τηλεοπτικών σάουντρακ, με τεράστιες επιτυχίες στο χώρο του έντεχνου τραγουδιού – θα έκανε στροφή στον ελάχιστα προβεβλημένο χώρο του θεάτρου και δη με ποπ ύφος, με μιούζικαλ. Αλλά ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, δεν αποστρέφεται την έννοια του λαϊκού – αντιθέτως την επιζητά. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει, χωρίς φόβο και πάθος, το νέο του έργο «Μόμπι Ντικ» – ναι, τη μουσικο-θεατρική μεταφορά του κλασικού του Μέλβιλ Χέρμαν – ως «λαϊκό έργο».
Ασφαλώς, έχει μεσολαβήσει μια πυκνή και παραγωγική πορεία στην ελληνική σκηνή που έχει καταγράψει πλείστες πλευρές της μουσικής του φυσιογνωμίας, ώστε οι “ταμπέλες” λίγο να τον απασχολούν. Μαθητής κορυφαίων φυσιογνωμιών του ελληνικού πνεύματος όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Τζον Γουίλιαμς, στέκεται σήμερα κοντά σε νεότερους δημιουργούς – δεν είναι τυχαίο και το μπουκέτο καλλιτεχνών που συστήνουν το «Μόμπι Ντικ» στο Παλλάς – “τρέχει” παράλληλα ηχογραφήσεις, νέα έργα· κι έχει πάντα δίπλα ένα παλιό ραδιοφωνάκι να παίζει μουσική. Αλλά, πάλι, μπορεί να παίζει και στη φαντασία του.
H ιδέα συνελήφθη στο Nathaniel Hawthorne Cottage, το εξοχικό σπίτι του Αμερικανού συγγραφέα. Εκεί ο μαθητής του Hawthorne, ο Herman Melville του διάβασε ο ίδιος τον – αφιερωμένο σε αυτόν – Moby Dick. Στο σπίτι αυτό, βρέθηκα κάνοντας μαθήματα κοντά στον Jοhn Williams (τον κινηματογραφικό), τον Steve Reich, τον Henri Dutilleux κ.α. Κυοφορήθηκε η ιδέα επί αρκετά χρόνια (έψαχνα να συνεχίσω, τρόπον τινά, το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» που ως μιούζικαλ ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 2000). Η απόφαση ελήφθη από άγνωστα εγκεφαλικά μου κέντρα. Ωστόσο, η αληθινή σκανδάλη εν τέλει ήχησε από την Στέγη. Και επισφραγίσθηκε από το Παλλάς.
Το διάβασα δέκα ετών. Στα ελληνικά αλλά όχι στη σημερινή τρομερή του μετάφραση – αυτή του Θανάση Χριστοδούλου. Το βιβλίο έχει διπλό πάτο. (‘Ισως και δεκαπλό;) Ο πάνω-πάνω είναι μια συγκλονιστική περιπέτεια-θρίλερ. Χωρίς διόλου να είναι παιδική η περιπέτεια αυτή – και βέβαια κυρίως γι’ αυτό – ενδιαφέρει πολύ τις παιδικές ψυχές και τις συναδελφώνει με αυτές των ενηλίκων και ανάποδα. Θυμάμαι ότι είναι η πρώτη φορά που διάβασα τόσο μεγάλο βιβλίο τόσο γρήγορα. Απνευστί. Είναι ένα έργο που πρέπει, μεταξύ άλλων, να ξαναμπεί στην στοιχειώδη παιδεία μας.
Και τώρα, πως θα περιγράφατε το μουσικό υλικό που έχει προκύψει για την παράσταση;Πρέπει να πάψουμε να φερόμαστε στον λαό σαν να είναι καθυστερημένος. Σαν να έχει έλκος στον εγκέφαλο
Προέκυψε ένα μουσικό-θεατρικό έργο που με ενδιέφερε απ’ άκρου εις άκρον, με κράτησε σε εγρήγορση, με πήγε σε απάτητα, για μένα, μονοπάτια. Ένα νέο μουσικοθεατρικό είδος με αυξημένη την συνδυαστική χρήση της θεατρικής γλώσσας (που προϋποτίθεται από την ίδια την γραφή του λιμπρέτου και της παρτιτούρας) αλλά και της μουσικής γλώσσας και της, εντελώς κενοτόμου, τεχνολογίας του θεάματος. Κι έτσι νομίζω έγινε ένα σύγχρονο λαϊκό έργο – με την σοβαρή διάσταση της λέξης. Αυτό δεν θα γινόταν χωρίς ένα ιδιοφυή σκηνοθέτη, τον Γιάννη Κακλέα.
… ο οποίος το σκηνοθετεί για την σκηνή του «Παλλάς». Θα θέλατε, ενδεχομένως, να συναντήσει κι ένα λιγότερο ειδικό κοινό;Μα φυσικά αφού είναι το έκτο πιό πολυδιαβασμένο βιβλίο στην Ιστορία της ανθρωπότητας, αυταπόδεικτα ανήκει στο λαϊκό είδος. Πιο λαϊκό λες λ.χ. τον «Μόμπυ Ντικ» ως ένα παγκόσμιο και αιώνιο best seller, απ’ ότι ένα αποτυχημένο σκυλάδικο τραγούδι. Πρέπει να πάψουμε να φερόμαστε στον λαό σαν να είναι καθυστερημένος. Σαν να έχει έλκος στον εγκέφαλο. Ο Μόμπυ Ντικ είναι για όλους και για τον καθένα – χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση. Είναι σφαιρικά κατανοητός από παιδιά, εφήβους, ενηλίκους, φιλοσόφους. Και μια επίσκεψη στην Ακρόπολη δεν γίνεται κατανοητή με τον ίδιο τρόπο από όλους. Κάποιοι απλά γοητεύονται με το πασιφανές κάλλος και κάποιοι άλλοι, πιο υποψιασμένοι, αναγνωρίζουν τα υπερτρίγωνα και τους Πυθαγόρειους αριθμούς (Fibonacci) που κρύβονται στην αρχιτεκτονική του. ‘Ομως όλα δουλεύουν για να έχει δύναμη το πρώτο, απλό επίπεδο κατανόησης. ‘Ετσι είναι ο Μόμπυ Ντικ. Όσο ψάχνεις βρίσκεις. Αλλά και να μη ψάξεις σε βρίσκει αυτός μια χαρά!
Ο Μόμπι Ντικ ήταν το magnum opus για τον δημιουργό του. Εσείς, έχετε κάποιο έργο σας που, τρόπον τινά, τοποθετείτε στην ίδια θέση;Magnum ως προς το μέγεθος, το θέμα, την παραγωγή και το παράτολμο του εγχειρήματος, ναι. Δίπλα στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» ως μιούζικαλ. Στον «Καβάφη» μου ως παράτολμο, στα «Ζωγραφικά Soundtracks» και τους «Πλανόδιους των Ονείρων» σαν ωριμότητα γραφής. Στα «Τραγούδια για τους Μήνες» πάλι, ως λαϊκότητα.
Η φάλαινα είναι φυσικά το πρόσχημα. Το να ξεπεράσεις το όριο είναι σίγουρα αιτία για να ζει κανείς. Σε αυτό ταυτίζομαι με τον Αχαάβ. Ας φτάσω, όμως, πρώτα στο όριο αυτό. Το ξεπερνώ αμέσως μετά με άνεση! Ευτυχώς έχω μέλλον… πρώτα ο Θεός.
Τον καθένα μας τον ξεπερνά η φαντασία του, ο εαυτός του. Το όριο μας είμαστε εμείς. Η προφητεία μας, επίσης, είμαστε εμείς οι ίδιοι. ‘Ηδη η φάλαινα μας έφαγε το ένα πόδι. Τολμάς να ξεπεράσεις το όριο σου και να πεθάνεις γι’ αυτό; H προτιμάς να πεθάνεις εντός ορίων; Nαι, αλήθεια επιδιώκω διαρκώς την υπέρβαση. ‘Εχω ασκηθεί σ’ αυτό απο παιδί. Και πριν με φάει η φάλαινα λέω να της ρίξω πολλά καμάκια, να τα κουβαλάει πάνω της για πάντα. Να τα βρίσκουν οι επόμενοι φαλαινοθήρες. Αυτά τα καμάκια μου είναι τα έργα μου και οι άνθρωποι που αγάπησα και αγαπώ.
Η μυασθένεια – για την οποία έχετε μιλήσει ανοιχτά – τί μηχανισμούς έχει ενεργοποιήσει μέσα σας; Είναι κι αυτό ένα διαρκές και σιωπηρό κάλεσμα για υπέρβαση;Nαι, αλήθεια επιδιώκω διαρκώς την υπέρβαση. ‘Εχω ασκηθεί σ’ αυτό απο παιδί.
Η μυασθένεια είναι πλέον παρελθόν και τελεί εν υπνώσει. ‘Ονειρα γλυκά! Η μυοπάθεια – που και αυτή με χτύπησε ταυτόχρονα λόγω υπερβολικής κορτιζόνης – έχει από χρόνια εξαφανισθεί. Η μυασθένεια gravis που μου υπαγορεύει ξεκούραση έφτιαξε έναν αξεπέραστο για μένα Μόμπυ Ντικ που μόνο ξεκούραση δεν ήταν. ‘Ετσι ξεκίνησα το ταξίδι να τον συναντήσω και – γιατί όχι – να τον νικήσω… ‘Ομως, όχι γενικότερα η (ευγενής μόνο) υπέρβαση και το κάλεσμα της, ανήκουν στην οικογένεια μου. Ειναι κληρονομιά και εκπαίδευση. Κάνουμε όλοι εσωτερικό πρωταθλητισμό.
Το μέλλον. Η αγάπη, το κάλλος, η πάσης φύσεως δημιουργία. Οι δάσκαλοι, εν οίς η οικογένεια μου. Η αγιοσύνη κάποιων – λίγων – ανθρώπων που γνώρισα. Οι σπάνιοι, υπαρκτοί όμως, ναι, αληθινοί φίλοι. Ο απλός κόσμος. Η αθωότητα των ζώων.
Πρέπει να σπείρεις χίλιους σπόρους, να τους καλλιεργήσεις να τους ποτίσεις, να τους ραντίσεις, να ρίξεις λίπασμα κλπ. Κι έτσι από τους χίλιους σπόρους που έσπειρες θα φυτρώσουν λίγα πολύτιμα νέα δέντρα. ‘Οχι ο τρυγητής, λοιπόν, αλλά ο καλλιεργητής είναι ο φιλότεχνος. Όποιος αγαπά την Τέχνη πρέπει πάνω από όλα να αγαπά τον καλλιτέχνη. Οι φιλότεχνοι συνήθως κάνουν το αντίθετο. Είναι αλήθεια, σε πρώτη ανάγνωση, οι καλλιτέχνες πολύ υπολείπονται από τα έργα τους, και είναι φυσικό – για χίλιους λόγους. ‘Ομως αυτοί τα φτιάχνουν τα αριστουργήματα, τι να κάνουμε; Oι λεγόμενοι φιλότεχνοι, λοιπόν, λατρεύουν το έτοιμο μεγάλο έργο τέχνης και φθονούν η περιφρονούν τον δημιουργό του. Χρειαζόμαστε τους αληθινούς φίλους των δημιουργών. ‘Οχι τους συλλέκτες-επενδυτές. Οι νέοι καλλιτέχνες, όπως και οι παλαιοί όμως, βιώνουν μια οικονομική κόλαση.
Ανακαλείτε την εποχή που ήσασταν στη θέση τους;Επειδή ήμουν πολύ “τυχερός” από μικρός, γλίτωσα μάλλον την εκδικητικότητα που φωλιάζει μέσα σου μετά, αν επιτύχεις αργά και δύσκολα. ‘Οχι δεν μπορώ να πω ότι πέρασα τα ίδια, αν και είχα κι εγώ τις δυσκολίες μου. Θα ήταν άδικο. Υπήρξα, μάλλον, απο νωρίς δικαιωμένος. ‘Ομως θέλω να αντιγυρίσω στους συναδέλφους μου, νεότερους και μη, την αγάπη και την γενναιοδωρία μιας μεγάλης γενιάς δασκάλων που προηγήθηκε εμού, μ’ έμαθε την τέχνη όσο και την θέση του καλλιτέχνη και κυρίως με υπέδειξε στο κοινό ανεπιφύλακτα και επαναληπτικά: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης Μαμαγκάκης, Κακογιάννης, Ελύτης, Γκάτσος και άλλοι κι άλλοι. Σ’ αυτούς αντιγυρίζω τώρα την όποια γενναιοδωρία – χρέος προς τους νεότερους.
Αλήθεια, πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς βρήκατε τον εαυτό σας μέσα στη μουσική;Όποιος αγαπά την Τέχνη πρέπει πάνω από όλα ν’ αγαπά τον καλλιτέχνη. Οι φιλότεχνοι συνήθως κάνουν το αντίθετο.
Στην Τέχνη, καλή μου φίλη, συμβαίνει πολύ συχνά να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτήν. Αλλά το να βρει η τέχνη τον εαυτό της μέσα σου, αυτό είναι το θέμα… Και σε αυτή την περίπτωση το ξέρει αυτή πριν από σένα. Κάνει μπάμ, πώς να το πώ! Και τα πράγματα είναι δύσκολα τότε, και ανεπιστρεπτί. Οι αρχαίοι λέγαν «καλύτερα ο Θεός να μη σε ξέρει… Ξέρουμε δά τα καμώματα του Δία ή του Απόλλωνα με όποιον κάπως ξεχώριζε».
Πάντως, μετά από τόσα χρόνια, τι έχει αποκαλύψει η μουσική στον διάλογο με τον εαυτό σας;Σκόρπια κεφάλαια που επιγραμματικά μου έρχονται στον νου. Η έμπνευση είναι διαλογισμός και προσευχή. Είναι θέμα πίστης και άσκησης. To «έργο» είναι ομόρριζο της «εργασίας». Η έμπνευση είναι πάντα εκεί, αν δεν έχεις εκποιήσει την ψυχή σου. Η φλεγομένη και μη καιομένη βάτος είναι η ψυχή του δημιουργού. Τα μαθηματικά και η μουσική είναι παιδιά της ίδιας αντίληψης και καταγραφής του κόσμου.
Γενικά, σε ποια δημιουργική φάση βρίσκεστε τώρα;Κυνηγώ μια φάλαινα που θα εμφανισθεί περί την Καθαρά Δευτέρα. Δεν ανησυχώ πολύ. Είναι, ως ψάρι, νηστίσιμη. Κατά τα λοιπά ηχογραφώ παράλληλα τον «Μεγάλο Αιρετικό» (22 τραγούδια). Εκδόθηκαν οι «Μάσκες» και οι «Μετασχηματισμοί» από το Ελληνικό Σχέδιο.
Αναρωτιέμαι ποια κοινή γραμμή ενώνει τα έργα σας από το ξεκίνημα σας μέχρι σήμερα…To προσωπικό μου μουσικό ύφος. Μια ενιαία πρόθεση: Η λαϊκότητα των σοβαρών μου έργων και η σοβαρότητα των λαϊκών.
Σε ποιες περιπτώσεις δοκιμάζετε την καταφυγή σε μυθικούς κόσμους;Πάντα. Είναι πηγή και μάθημα ο κάθε μύθος. Χωρίς μύθο ο άνθρωπος πεθαίνει.
Η Αλεξάνδρεια ήταν ένας τέτοιος κόσμος ή έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις στη μνήμη σας;Η ταυτότητα αντιλήψεων όλων των επισκεπτών με κάνει να υποψιάζομαι ότι ήταν αληθινά μυθικός ο χώρος που την περιέβαλλε. Το ίδιο και η άποψη των μη Ελλήνων Αλεξανδρινών συγγραφέων που την περιέγραψαν. Αλλά, άλλο τόσο μυθικός μού είναι και ο Πειραιάς του ’70. Εκεί όπου έμαθα λαική μουσική. Το μυθικό μου σχολείο: Η Ιωνίδειος.
Τι σας λείπει από εκείνη την πόλη (και την εποχή) που δεν το έχετε βρει πουθενά αλλού;Η παιδική ανεμελιά. Χάθηκε πρόωρα με τον οιονεί διωγμό μας.
Μια προσωπικότητα – μύθος, ο Μάνος Χατζιδάκις, σας στήριξε στα πρώτα σας βήματα. Αναλογιζόμενος, σήμερα, τη σχέση σας, τι κρατάτε από αυτήν;Στην τέχνη συμβαίνει πολύ συχνά να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτήν. Αλλά το να βρει η τέχνη τον εαυτό της μέσα σου, αυτό είναι το θέμα…
Τα πάντα. ‘Ηταν καθ’ όλα αριστοκρατικός, αρχοντικός, φίλος και δάσκαλος. Αλλά και το πόσο επαναστατικός, διορατικός και πανέξυπνος ήταν. Κρατώ ακόμα και τους τεράστιους ανθρώπους που γνώρισα χάρις σε αυτόν.
Πως θα περιγράφατε την εμπειρία της θεσμικής θέσης στο Τρίτο Πρόγραμμα;Ήταν μεγάλη τιμή για μένα η θέση αυτή. Το Τρίτο Πρόγραμμα είναι μια σπάνια ζωντανή και διαρκώς εμπλουτιζόμενη κιβωτός υψηλής αίσθησης της ζωής. ‘Ομως και μετά ως Γενικός Διευθυντής Ραδιοφωνίας και τώρα ως μέλος του ΔΣ νιώθω ιδιαίτερη ευθύνη. Άλλοτε ως άμυνα και άλλοτε ως επίθεση.
Θα ήσασταν ανοιχτός να δοκιμαστείτε σε κάτι αντίστοιχο και στο μέλλον;Οι θεσμικές θέσεις θέλουν και προϋποθέσεις. Και οι μνημονιακές εποχές δεν παρέχουν ελπίδες για καλές προϋποθέσεις.
Νιώσατε περηφάνια επειδή ανανορφωτής του ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις;Φεύγοντας μαζί με τον Μάνο και δυό- τρεις άλλους για τελευταία φορά από την ΕΡΤ τότε, αναρωτήθηκα αν θα ξαναερχόμουν κάποτε. Γύρισα και κοίταξα το κτίριο ερευνητικά. Σαν να το έβλεπα γιά πρώτη φορά. Δεν ήταν ευχάριστο το προαίσθημα. ‘Ηταν κάπως… φοβιστικό. ‘Οταν επανήλθα μετά από χρόνια, το γραφείο και οι καρέκλες του ήταν ακόμα εκεί. Τα περιέσωσα γιατί λέγαν ότι ήταν… παλιά και για πέταμα. Κανείς δεν ήξερε τίνος ήταν, ότι τα αγόρασε ο Μάνος με δικά του, μάλιστα, χρήματα. Δεν έκατσα ποτέ στο γραφείο του. Ναι, ένιωθα μεγάλο βάρος. ‘Οχι όμως, ακόμα, περηφάνεια. ‘Ηταν ανεκδιήγητα κακή η κατάσταση στο Τρίτο όταν πρωτοπήγα. 0,5% και διάπλατη ερήμωση. Πάγος. Θα ένιωθα περήφανος με το σταθερό 5,5% δυό-τρία χρόνια μετά. Δεν χωνεύω ποσοστά και ακροαματικότητες όμως αυτό ήταν… κάτι! Πανευρωπαϊκό ρεκόρ για τα ανάλογα ραδιόφωνα. Δεν το έκανα μόνος μου. Βοήθησε τα μάλα ο Αντώνης Ανδρικάκης ως Γενικός Διευθυντής. Περήφανος ένιωθα και για το ανέμελο γέλιο που έρρεε και το κέφι, στον διάσημο διάδρομο του. ‘Ετσι ήταν και επί Χατζιδάκι! Κατέβαινα από τα “ελαφρότερα” ραδιόφωνα κάτω, στο “σοβαρό” Τρίτο για να φτιάξει το κέφι μου.
Ακούτε ραδιόφωνο τα ήσυχα βράδια;Ακούω επισήμως κλασική μουσική στο σπίτι, λαικά τραγούδια και ρεμπέτικα στο αυτοκίνητο. Σπανίως πλέον ροκ. Αλλά πια πολύ από όλα ακούω συνέχεια ένα ραδιοφωνάκι, στο βάθος του μυαλού μου, που δεν πιάνει πάντα καλά και παίζει κάτι ακαθόριστο πολύ σιγά. Σαν δυό – τρείς σταθμοί μαζί.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου υπογράφει τη μουσική και το λιμπρέτο στην θεατρική μεταφορά του «Moby Dick» του Χέρμαν Μέλβιλ. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στο Παλλάς στις 28 Φεβρουαρίου.
Σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας.
Παίζουν οι: Μπάμπης Βελισσάριος, Θοδωρής Βουτσικάκης, Αιμιλιανός Σταματάκης, Ivan Svitailo, Ορφέας Ζαφειρόπουλος, Δημήτρης Γεωργαλάς, Νικόλας Καραγκιαούρης, Jerome Kaluta, Βασίλης Κούρτης, Λίνος Μάνεσης, Θοδωρής Μπουζικάκος, Μάριος Πετκίδης, Γιάννης Στόλλας, Σαμουήλ Ακινόλα, Αντώνης Βλάχος, Κωνσταντίνος Ευστρατίου, Κώστας Μαγκλάρας, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Δημήτρης Σταματελόπουλος, Ορφέας Τσαρέκας, Πολύκαρπος Φιλιππίδης, Δημήτρης Φουρλής, Αλέξανδρος Ψυχράμης.
Τιμές Εισιτηρίων: 80€ – 15€
Διάρκεια Παραστάσεων: Από 28 Φεβρουαρίου 2020 έως 29 Μαρτίου 2020
Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή στις 19:00 | Πέμπτη έως Σάββατο στις 20:00
Προπώληση: viva.gr | Για ομαδικές κρατήσεις επικοινωνήστε στο 210-3639343 (εσωτ. 2).