ΕΜΣΤ: Ανοιχτό μετά από είκοσι χρόνια
Με μικρά προβλήματα και μεγάλες υποσχέσεις, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ανοίγει τις πύλες του στις 28 Φεβρουαρίου, για ένα μήνα δοκιμαστικής λειτουργίας με ελεύθερη είσοδο.
Μέρα γιορτής θα έπρεπε να είναι η 24η Φεβρουαρίου για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που έπειτα από 20 χρόνια άνοιξε τις πύλες του και τη μόνιμη συλλογή του, προκειμένου να υποδεχθεί το κοινό για μια δοκιμαστική, αλλά πλήρη, λειτουργία, διάρκειας ενός περίπου μήνα, μέχρι τα επίσημα εγκαίνιά του από τον πρωθυπουργό.
Όμως, παρά τις επιγραφές «ΕΜΣΤ Ανοιχτό», παρά τα «επιτέλους» που έμοιαζαν περισσότερο με αναστεναγμό ανακούφισης, κατά τη χθεσινή παρουσίαση του μουσείου εν λειτουργία γινόταν αισθητή μια κάποια αμηχανία, ένα απροσδιόριστο «κράτημα» να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Ίσως γιατί, όπως ειπώθηκε, συμμετείχαμε μάλλον στα «προεόρτια», μιας γιορτής που παραπέμπεται στο εγγύς μέλλον.
Ο γόρδιος δεσμόςΌλα αυτά τα χρόνια, με τα προβλήματα και τις παθογένειες που χαρακτήρισαν την έως τώρα πορεία του, το άνοιγμα του ΕΜΣΤ μεταβλήθηκε σταδιακά σε γόρδιο δεσμό. Αν σήμερα ανοίγει, έστω και χωρίς να έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα, αυτό οφείλεται σε έναν «εκβιασμό»: Η εκπνοή της προθεσμίας (έπειτα από εξάμηνη παράταση) για την απορρόφηση της δωρεάς των 3 εκατομμυρίων του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος τον Μάρτιο έθετε ένα ανυπέρβλητο όριο –μετά όλα θα έπρεπε να ξαναρχίσουν από την αρχή…
Εάν θα πρέπει να επαινούμε ή να αιτιώμεθα τον «εκβιαστή» γι’ αυτήν την επιτάχυνση είναι κάτι που θα διαπιστωθεί μετά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου λειτουργίας του μουσείου, όταν πλάι στα ήδη γνωστά προβλήματα προστεθούν και όσα, σήμερα άγνωστα, διαπιστωθούν κατά τη διάρκειά της –αυτό, άλλωστε, είναι και το σκεπτικό της υιοθέτησής της, κατά τη διεθνή πρακτική.
Αν «εμβρυουλκός» υπήρξε η δωρεά του ΙΣΝ, που αντιστοιχεί μόλις στο 7% της συνολικής δημόσιας δαπάνης για το ΕΜΣΤ, η οποία έφθασε τα 44.625.440 ευρώ, το μουσείο δεν θα είχε φτάσει έως τα θυρανοίξια χωρίς την τοποθέτηση του μεταβατικού διευθυντικού διδύμου Δημήτρη Αντωνακάκη και Συραγώς Τσιάρα, με απόφαση της πρώην υπουργού Μυρσίνης Ζορμπά, επιλογή την οποία, «πολύ συνειδητά» όπως είπε, αποφάσισε να συνεχίσει και η νυν υπουργός Λίνα Μενδώνη.
Οι μεταβατικοί διευθυντές ανέλαβαν τον άχαρο «υπηρεσιακό» ρόλο να εγκαταστήσουν τη συλλογή που δημιουργήθηκε κυρίως από την ιδρυτική διευθύντρια Άννα Καφέτση και να εφαρμόσουν τη μελέτη που εκπόνησε η διάδοχός της Κατερίνα Κοσκινά, ενώ, εκ μέρους του ΥΠΠΟ, ο γ.γ. Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης χρειάστηκε να αναλάβει, «εκών άκων», τον ρόλο του διοικητικού διευθυντή, ουσιαστικά του project manager της όλης επιχείρησης.
«Καλάθι» εξαγγελιών από την υπουργό ΠολιτισμούΗ υπουργός Πολιτισμού προσήλθε στην παρουσίαση του ΕΜΣΤ με ένα «καλάθι» εξαγγελιών που αφορούσαν την ομαλοποίηση και την εύρυθμη περαιτέρω λειτουργία του μουσείου. Πιο συγκεκριμένα, οι εξαγγελίες της αφορούσαν:
Διεύθυνση: Μέχρι τα εγκαίνια θα έχει διοριστεί νέος διευθυντής, με διετή θητεία, ο οποίος θα μπορεί να προβεί σε όποιες αλλαγές κρίνει ότι θα είναι προσφορότερες για να υποστηρίξουν το αφήγημα του μουσείου. Ταυτόχρονα, εντός του 2020 θα δημοσιοποιηθεί, έπειτα από νομοθετική ρύθμιση, προκήρυξη για τον επόμενο διευθυντή, με διεθνή διαγωνισμό, «όπως άλλωστε θα συμβεί και σε όλους τους άλλους εποπτευόμενους οργανισμούς του υπουργείου». Ουσιαστικά, η Λίνα Μενδώνη ακολουθεί εδώ την πολιτική της προκατόχου της, εμπλουτίζοντάς την με την απαραίτητη μεταβατική περίοδο προκειμένου να λειτουργήσει ο νέος τρόπος επιλογής διεύθυνσης. Ταυτόχρονα, θεσμοθετείται «άμεσα» θέση διοικητικού και οικονομικού προϊσταμένου.
Προϋπολογισμός: Το Υπουργείο Πολιτισμού θα αυξήσει τον προϋπολογισμό του μουσείου για λειτουργικά έξοδα, κυρίως ενόψει προσλήψεων προσωπικού, «οι οποίες πρέπει να γίνουν». Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός ενός νέου Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας «έχει μπει στο τραπέζι». Παράλληλα θα φροντίσει να «προικίσει» τη νέα διεύθυνση με ένα ποσό για τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων (η πρώτη ήδη ετοιμάζεται), καθώς και για ενδεχόμενη αγορά έργων τέχνης.
Κτίριο: Το πρώην εργοστάσιο Φιξ (όσο απέμεινε μετά την κατεδάφιση μεγάλου μέρους του αρχικού κτιρίου), που εξακολουθεί να ανήκει στην Αττικό Μετρό, θα μεταβιβαστεί οριστικά στο ΕΜΣΤ με νομοθετική ρύθμιση.
Με το άνοιγμα ΕΜΣΤ «έχουν ασχοληθεί 14 διαφορετικές πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Είμαστε η 15η», παρατήρησε η Λίνα Μενδώνη στην ομιλία της, κάνοντας ένα μικρό απολογισμό της πορείας του μουσείου μέχρι σήμερα –κατά τον οποίο υπέπεσε σε ένα, ίσως όχι αθέλητο, σφάλμα: Η κ. Κοσκινά δεν «απεπέμφθη» από τη διεύθυνση του Μουσείου, όπως ισχυρίστηκε, αλλά έληξε η θητεία της χωρίς να ανανεωθεί. Αυτή που απεπέμφθη, επί υπουργίας του νυν προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα, ήταν η κ. Καφέτση, κάτι που η υπουργός φρόντισε να μην αναφέρει στον απολογισμό της…
Εργαζόμενοι σε «οριακές» συνθήκεςΔύσκολα θα μπορέσει να θυμηθεί κανείς ανάλογη συνέντευξη τύπου όπου να έχουν επαινεθεί τόσο πολύ και με τόσο θερμές αναφορές οι εργαζόμενοι του οργανισμού. Πράγματι, κανείς από τους ομιλητές και τις ομιλήτριες δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τους εργαζόμενους του μουσείου για τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν για το άνοιγμά του.
Όχι άδικα, άλλωστε, αφού οι 60 σημερινοί εργαζόμενοι (52 μόνιμοι και 8 με συμβάσεις που λήγουν τον Μάιο), οι οποίοι αποτελούν μόλις το 68% των 88 οργανικών θέσεων που προβλέπει ο ισχύων Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας, ανταποκρίθηκαν στις «οριακές» συνθήκες που δημιούργησε ο αγώνας δρόμου για το άνοιγμα του μουσείου, επισήμαναν προβλήματα που έθεταν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία του, πίεσαν με κάθε τρόπο για την επίλυσή τους και, τελικά, υποδέχθηκαν με χαμόγελο τους πρώτους επισκέπτες.
Όπως είχαν επισημάνει σε συνέντευξή τους την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου, τα προβλήματα που οι ίδιοι εντοπίζουν αφορούν την υποστελέχωση του μουσείου (σύμφωνα με το σωματείο εργαζομένων, απαιτούνται 154 οργανικές θέσεις για την πλήρη κάλυψη των αναγκών), τη συνύπαρξη με εργαζόμενους ιδιωτικών εταιρειών που δεν διαθέτουν την κατάλληλη εκπαίδευση (κυρίως το προσωπικό φύλαξης), την αναθεώρηση του εσωτερικού κανονισμού και του οργανογράμματος, καθώς και την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας –το σημερινό «υβριδικό», όπως το χαρακτήρισαν, καθεστώς τους αποτρέπει την προσέλκυση εργαζομένων μέσω του προγράμματος κινητικότητας.
Μικρά προβλήματα σχηματίζουν ένα μεγάλο παζλΟι επισημάνσεις των εργαζομένων στο ΕΜΣΤ δεν είναι χωρίς σημασία, κάτι που το διαπιστώσαμε κατά τη σύντομη περιήγηση στους χώρους του μουσείου. Μια σειρά από μικρά προβλήματα συσσωρεύονται για να δημιουργήσουν ένα μεγάλο παζλ. Για παράδειγμα:
- Στο πωλητήριο εργάζονταν δύο μόνο υπάλληλοι, οι οποίες δεν επαρκούν για να καλύψουν το πλήρες ωράριο λειτουργίας του μουσείου.
- Στο εστιατόριο και το καφέ δεν έχει εγκατασταθεί ακόμη ο ανάδοχος που αναδείχθηκε από τον διαγωνισμό. Προσωρινά, το καφέ του ισογείου λειτουργεί εκ των ενόντων.
- Στη Βιβλιοθήκη τα βιβλία τοποθετούνται σιγά-σιγά στα ράφια, όμως το ΕΜΣΤ δεν έχει προμηθευθεί ακόμη αντικλεπτικό σύστημα που θα επέτρεπε τη χρήση της από το κοινό. Καθώς απασχολεί μία μόνο υπάλληλο, για την ώρα τη Βιβλιοθήκη μπορούν να χρησιμοποιούν μόνο οι επιμελητές του μουσείου.
- Το μουσείο διαθέτει μία μόνο συντηρήτρια για το εξαιρετικά σύνθετο έργο της συντήρησης των τόσο διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται στα έργα σύγχρονης τέχνης.
- Στα οπτικοακουστικά έργα δεν έχει εξασφαλιστεί ακόμη η αυτοματοποιημένη λειτουργία τους σύμφωνα με τη μελέτη, με αποτέλεσμα να γίνεται χειροκίνητα.
Αν τα προβλήματα εντοπίζονται στην περιφέρεια, η καρδιά του μουσείου χτυπά στους τρεις ορόφους του όπου ξεδιπλώνεται η μόνιμη έκθεσή του, στην οποία παρουσιάζεται ένα αντιπροσωπευτικό μέρος της συλλογής του, η οποία αποτελείται από 1.300 περίπου έργα, 151 ελλήνων και 105 ξένων καλλιτεχνών.
Για την έκθεση, η Κατερίνα Κοσκινά επέλεξε 172 έργα, 78 ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης διεθνώς, όπως η Μόνα Χατούμ ή ο Γιάννης Κουνέλλης.
Πρόκειται για εγκαταστάσεις –κάποιες από τις οποίες καταλαμβάνουν ολόκληρα δωμάτια– έργα ζωγραφικής, φωτογραφίας, βίντεο και νέων μέσων, τα οποία παρουσιάζονται κατανεμημένα βάσει τριών αφηγηματικών αξόνων: «Αναφορές μνήμης – Διεκδικήσεις – Πολιτικές αφηγήσεις», «Όρια και διελεύσεις» και «Ετεροτοπίες – Μυθολογίες του οικείου – Νέες προοπτικές».
Η μουσειολογική αφήγηση δεν είναι ιστορική, ο επισκέπτης όμως μπορεί να αποκτήσει μια εικόνα για την πορεία της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, καθώς τα έργα των ελλήνων καλλιτεχνών είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικά, από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τις μέρες μας –είναι συγκινητική η συνύπαρξη, γύρω από την εγκατάσταση του Βλάση Κανιάρη «Κουτσό», έργων του Νίκου Κεσσανλή, του Δημοσθένη Κοκκινίδη, του Χρόνη Μπότσογλου, του Γιάννη Ψυχοπαίδη, του Δημήτρη Αληθεινού κ.ά.
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θα είναι ανοιχτό για το κοινό από την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020. Κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής του λειτουργίας η είσοδος θα είναι ελεύθερη.