Συν & Πλην: «Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν» στο Μέγαρο Μουσικής
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Γιον Γραβριήλ Μπόρκμαν» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά που παρουσιάζεται στο Υποσκήνιο του Μεγάρου Μουσικής.
O Νορβηγός ζωγράφος ‘Εντβαρντ Μουνκ – διάσημος για τον πίνακα της «Κραυγής» – έχει χαρακτηρίσει το έργο του σύγχρονου του, Χένρικ Ιψεν, τον «Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν» ως «το πιο δυναμικό χειμερινό τοπίο της Σκανδιναβικής τέχνης».
Πράγματι, ο ‘Ιψεν στα 1896 (πρόκειται για το προτελευταίο έργο του) υπογράφει μια δραματουργία για την ψυχρή, αμείλικτη, αδίστακτη φύση του ανθρώπου – και δη του Βορειοευρωπαίου ανθρωπότυπου – που είναι αποφασισμένος να συνθλίψει κάθε αγνό συναίσθημα, προκειμένου να αναχαιτίσει οποιοδήποτε εμπόδιο στην ανέλιξη του στην κλίμακα της εξουσίας.Ο ήρωας του είναι ένας πτωχευμένος τραπεζίτης – γιος μεταλλωρύχου – που έμεινε υπόδικος τρία χρόνια, φυλακίστηκε για άλλα πέντε ενώ τα επόμενα οχτώ απομονώθηκε ιδία θέληση στο δωμάτιο του, αρνούμενος κάθε είδους ανθρώπινης επικοινωνίας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Αιτία των παραπάνω το σκάνδαλο υπεξαίρεσης χρημάτων που σκόπευε να αξιοποιήσει – ερήμην των ανυποψιάστων καταθετών φυσικά – ακολουθώντας την άσβεστη επιθυμία του ν’ ανέβει στο άρμα της βιομηχανικής τεχνολογικής ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτό, να γίνει, δηλαδή, «κυρίαρχος όλων των πτυχών της εξουσίας» (νέα μετάφραση από την Έρι Κύργια) δεν δίστασε να θυσιάσει την προσωπική του ευτυχία και να καταστρέψει την ζωή μιας σειράς ανθρώπων γύρω του: Δεν δίστασε να εκτοπίσει την αγαπημένη του Έλα και να παντρευτεί την δίδυμη αδελφή της Γκούντχιλντ αφού η πρώτη ήταν αντικείμενο του πόθου του ανθρώπου που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να κατακτήσει τον στόχο του.
Το ψύχος, λοιπόν, δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό εντοπιότητας αλλά μια ψυχική, εσωτερική κατάσταση. Ο ‘Ιψεν, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, γράφει ένα έργο που, μαζί με τους «Βρυκόλακες», θεωρούνται από τα πληρέστερα των δραματουργιών του. «Ο πόθος για εξουσία μου, ήταν ακατανίκητος» παραδέχεται ανενδοίαστα ο Μπόρκμαν, εκθέτωντας την πτώση των ηθικών αξιών και τη θυσία των συναισθημάτων για χάρη του κέρδους· μια στάση ζωής με την οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη η νέα γενιά – ο γιος του Μπόρκμαν εν προκειμένω – και ευθαρσώς θα την απορρίψει. Μαζί της και κάθε άλλη προσπάθεια διεκδίκησης (με όρους ιδιοκτησίας) της ζωής του. Ο Γιον Γαβριήλ Μπόρκμαν διαπράττει, ξεκάθαρα, ύβρι.
Μετά από δέκα χρόνια κρίσης κοινωνικών και ανθρωπίνων αξιών, οικονομικής ύφεσης και οικολογικών καταστροφών, ο «Γιον Γραβριήλ Μπόρκμαν» φέρει τα χαρακτηριστικά της προφητείας και εξακολουθεί να διατηρεί τη δυναμική του σχολίου του – αφού οι ανθρώπινες ανησυχίες, τα πάθη και λάθη του σύγχρονου ανθρώπου ελάχιστα μετασχηματίζονται στο πέρασμα του χρόνου.
Το έργο παραστάθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1928 από τους μαθητές της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Πέντε χρόνια αργότερα ο ίδιος το σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο με πρωταγωνιστές τους Αιμίλιο Βεάκη, Κατίνα Παξινού, Ελένη Παπαδάκη, Βάσω Μανωλίδου.
H παράστασηΣτον τρίτο ‘Ιψεν της καριέρας του – δέκα χρόνια μετά τον «Αρχιμάστορα Σόλνες» – ο Γιάννης Χουβαρδάς κατανοεί ακόμα περισσότερο πως ο ρεαλισμός είναι μια επίφαση στα έργα του μεγάλου Νορβηγού. Χωρίς προσχήματα, λοιπόν, μπαίνει απευθείας στην περιοχή του ποιητικού χώρου, καθοδηγώντας τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών του σ’ έναν γκροτέσκο φορμαλισμό. Πιθανώς να είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση, λαμβάνοντας υπόψη και την ανάγνωση του στον Μπόρκμαν: Οι ήρωες του είναι κιόλας νεκροί – μολονότι οι ίδιοι πιστεύουν το αντίθετο – αφού έχουν αποκηρύξει την πραγματική ζωή, υπηρετώντας ο καθένας μια διαφορετική αντίληψη επί της ιδιοκτησίας και της εξουσίας. Υιοθετώντας μια αισθητική τρόμου – συχνά παραπέμπει σε πλάνα από τον «Δράκουλα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα – και τον ρυθμό ενός θρίλερ, ο Χουβαρδάς διαχειρίζεται με τόλμη (και κίνδυνο να ξενίσει ή να αποξενώσει κάποιους θεατές του) τον Ιψεν, αναδεικνύοντας με διαύγεια τα επείγοντα – και στις μέρες μας – θέματα του.
Τα Συν Η ανάγνωση του έργου και η σκηνοθεσίαΤη μισή σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά συνιστά η προσέγγιση του πάνω στο ιψενικό κλασικό: Ούτε ρεαλισμός, ούτε αστικό δράμα, παρά η αφήγηση μιας αρχαίας ιστορίας στην οποία κυριαρχούν πλάσματα θαμμένα στο χώμα που «νεκρανασταίνονται» για να δικαιωθούν μέσα από τα αιτήματα τους, την εξουσιαστική επικράτηση στον άλλο. Ο σκηνοθέτης παρακάμπτει τον κίνδυνο να γίνει η ανάγνωση του γραφική, επιλέγοντας την πολυδοκιμασμένη φόρμα ως γρανάζι που θα κινήσει τη νεκροφάνεια των χαρακτήρων. Τα καταφέρνει και χάρη στην εμπειρία των βασικών πρωταγωνιστών του – Χατζόπουλος, Φωτοπούλου, Πιττακή. Ο «Μπόρκμαν» γι’ αυτόν αποτελεί ένα μεταφυσικό θρίλερ – μεταφυσικό για την “αφύσικη” μακροβιότητα των θεμάτων του, θρίλερ για την ατμόσφαιρα, το ρυθμό, την αισθητική της παράστασης. Ως τέτοιο, πάντως, ο Ιψεν ακτινοβολεί μέσα στο ανατριχιαστικό σκοτάδι των τύμβων.
Οι ερμηνείεςΕπικίνδυνη η ακροβασία που επιφύλλασσε ο Γιάννης Χουβαρδάς για τους ηθοποιούς του να κινούνται, να μιλούν και να δρουν ως νεκραναστημένα ζόμπι της αστικής τάξης. Η ευελιξία, το ταλέντο, η εμπειρία των κεντρικών πρωταγωνιστών αποδεικνύονται σωτήριες για την σκηνοθετική ταυτότητα της παράστασης. Η Ρένη Πιττακή αρχοντική κι αμείλικτη, όπως ακριβώς χρειάζεται να είναι ο ρόλος της Γκούνχιλντ, πιο κοντά στα ανθρώπινα παρά τα φρικώδη ξεσπάσματά της η Λυδία Φωτοπούλου ως ‘Ελα ενώ ο Νίκος Χατζόπουλος φέρει εξ αρχής – παρά τις κάποιες υπερβολικές σωματικές εξάρσεις του φινάλε – την παγερή αποστασιοποίηση του Μπόρκμαν από καθετί το ανθρώπινο, ενσαρκώνοντας την φράση του έργου «από την αυτοκρατοτία πνέει παγωνιά». Την ίδια οσμή… σήψης – ενδεχομένως με περισσότερη φόρα από την αναγκαία – έχει και η παρουσία του Ιερώνυμου Καλετσάνου στο ρόλο του Φόλνταλ.
Οι ερμηνευτικές θερμοκρασίες ολότελα για την υπόλοιπη διανομή: Ο ‘Ερνχαρτ, ο γιος Μπόρκμαν και μήλον της έριδος για τα μέλη της οικογένειας του, αποδίδεται εύστοχα από τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο ως φορέας της νεανικής φλόγας που διαγράφει ότι τον συνδέει με το παρελθόν, επιβλητική, σέξι αλλά και σ’ ένα ρόλο στα μέτρα της η Θεοδώρα Τζήμου ως χήρα Ουίλτον ενώ η Σοφία Κόκκαλη κινείται με άνεση ανάμεσα στους δύο κόσμους: Παρότι η Φρίντα της αναλλώνεται – κατά σκηνοθετική οδηγία σε περιττά τρεχαλητά – βρίσκει το χώρο ν’ αναπτύξει την αίσθηση δροσιάς που την χαρακτηρίζει.
Η πορεία των θεατών στα έγκατα του Μεγάρου Μουσικής, στο Υποσκήνιο συγκεκριμένα, είναι μια πολύτιμη διαδικασία προκειμένου ν’ αντιληφθούν τον χώρο στον οποίο καταδύονται: ‘Ενα σκοτεινό τύμβο που περιφρουρείται μια από μια βαριά σιδερένια πόρτα. Και μετά σιωπή. Σ’ αυτό τον κατάλληλο χώρο, η Εύα Μανιδάκη δημιουργεί ένα σκανδιναβικά λιτό και ψυχρό τοπίο, μια ακολουθία από ογκώδη οικογενειακά μνήματα και καταπακτές που, κατά την εξέλιξη της παράστασης, καταλαβαίνει κανείς τι συμβολίζουν. ‘Ολα σε άψογη σχέση με τη φωτιστική μελέτη του Λευτέρη Παυλόπουλου, που συντηρεί προσεκτικά το υπόγειο σκοτάδι.
Φαντάσματα, βρυκόλακες, πλάσματα της αγγλοσαξωνικής παράδοσης; Με ποικίλες προσλαμβάνουσες (δεν θα ήταν άδικο αν συνδέαμε την εμφάνιση των ηθοποιών με ήρωες του «’Αρχοντα των δαχτυλιδιών» ή του «Δράκουλα») η Ιωάννα Τσάμη δίνει μια θαυμάσια φοβιστική μεγαλοπρέπεια ζωντανεύοντας τη φράση του έργου «κοιμωμένα πτώματα του χρυσού».
Η μουσικήΟρμώμενος από τον «Μακάβριο χορό» του Καμίλ Σεν Σανς – μια σύνθεση που ο Χένρικ Ιψεν ζητούσε να συνοδεύει τ’ ανεβάσματα του έργου του – ο Θοδωρής Οικονόμου επενδύει την παράσταση με σύντομα θέματα, πλήρως εναρμονισμένα με το πένθιμο τέμπο της.
Τα πλην Το υπερβάλλον γκροτέσκοΗ σκηνοθεσία της παράστασης κινείται υφολογικά σε επικίνδυνα εδάφη και κατά συνέπεια επιβάλλει πολλά ζητήματα προς υπέρβαση. Η ώθηση κάποιων σκηνών ή ερμηνειών προς το γκροτέσκο αποσυντονίζουν ,σε σημεία, την ροή της, εκδηλώνοντας μια περιττή αγωνία για μοντερνισμό.
Τολμηρός αλλά και καίριος, στην ανάγνωση του, Ιψεν κάτω από μια οξυδερκή σκηνοθετική προσέγγιση και την ερμηνεία ηθοποιών υψηλής κλάσης.