MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Βαγγέλης Μουρίκης: Το σινεμά θέλει τσαμπουκά

Συναντηθήκαμε λίγες μόλις μέρες μετά από τα Όσκαρ και μιλήσαμε για όλα: για τον Γιάννη Οικονομίδη και τη νέα του ταινία «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» όπου πρωταγωνιστεί, για την Ελλάδα της κρίσης, για την ταυτότητα του ελληνικού σινεμά, για τα «Παράσιτα» και το επάγγελμα του ηθοποιού. Ας τον ακούσουμε…

KEIMENO: Κωνσταντίνος Καϊμάκης | 04.03.2020 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

Πριν από λίγες μέρες τα «Παράσιτα» έγραψαν ιστορία στα Όσκαρ. Την είδατε την ταινία;

Ναι και με τσάντισε. Έφυγα στη μέση.

Δεν σας άρεσε;

Όχι, το αντίθετο. Μου άρεσε πολύ αλλά νευρίασα με το πως αυτός ο σκηνοθέτης έκανε τέτοια σκηνοθετικά κόλπα με απίστευτη απλότητα και αποτελεσματικότητα. Αναρωτήθηκα γιατί εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ανάλογο αφού έχουμε τα φόντα. Η διαφορά είναι πως αν φτιάξει ένας Έλληνας σκηνοθέτης μια τέτοια ταινία θα τον κράξουν λέγοντας ότι αυτά δεν γίνονται. Ενώ στη Νότιο Κορέα όλα θεωρούνται δυνατά και ο κάθε σκηνοθέτης έχει το δικαίωμα και τον τσαμπουκά να κάνει ότι του κατέβει στο κεφάλι. Κάποια στιγμή βρέθηκα στη Νότια Κορέα και είδα ότι η καθημερινότητα και η βαθιά ταξική ανισότητα είναι όπως ακριβώς την δείχνει η ταινία.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις Ελλήνων σκηνοθετών που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια και δείχνουν πως κάτι αλλάζει στο ελληνικό σινεμά. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον Λάνθιμο αλλά και στον Οικονομίδη, τον Αλεξίου, τον Κούτρα κ.α.

Ναι σαφέστατα και το ελληνικό σινεμά έχει προχωρήσει αφού οι σκηνοθέτες αυτοί που προαναφέρατε – όπως και ο Γραμματικός που είναι επίσης πολύ σημαντικός δημιουργός κατά τη γνώμη μου- έχουν ακολουθήσει πιστά το όραμα τους και δεν έχουν κάνει συμβιβασμούς. Θα σας πω κάτι που έχω παρατηρήσει τελευταία με τους μικρομηκάδες που πάνε στο φεστιβάλ της Δράμας γιατί έχω συνεργαστεί με αρκετούς από αυτούς. Το μεγαλύτερο λάθος τους είναι ότι αυτολογοκρίνονται. Προσπαθούν να κάνουν ταινίες που θα είναι αρεστές σε όλους. Όχι ρε φίλε, κάνε το φιλμ που θες εσύ που γουστάρεις πραγματικά κι άσε τι θα πει ο ένας κι ο άλλος. Το σινεμά θέλει τσαμπουκά.

Για τον ρόλο του στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη “Το μικρό ψάρι” (2015) ο Βαγγέλης Μουρίκης έλαβε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου

Πώς γνωριστήκατε με τον Γιάννη Οικονομίδη;

Πρώτη φορά βρεθήκαμε όταν έκανα μια ταινία μικρού μήκους του Αχιλλέα Κυριακίδη. Στα γυρίσματα εκείνης της ταινίας σε ένα σπίτι στην Κηφισιά πέρασε ο Γιάννης και μετά κατεβήκαμε μαζί στο κέντρο. Θυμάμαι ήταν πριν από το «Σπιρτόκουτο» και είχε στο νου του να κάνει άλλη ταινία όπως μου είχε πει. Μιλάγαμε μετά κατά καιρούς αφού συχνάζαμε στα ίδια μέρη στα Εξάρχεια και όταν βγήκε το «Σπιρτόκουτο» στις αίθουσες πήγα και το είδα.

Το σινεμά που κάνει ο Γιάννης δεν είναι κάτι φτιαχτό ή ψεύτικο. Το έχουμε δει και στο εξωτερικό από παλιά ειδικά από την ανεξάρτητη σκηνή της Νέας Υόρκης.

Τι εντύπωση σας έκανε;

Τρομερή. Μου άρεσε πάρα πολύ. Το παίξιμο των νέων παιδιών ήταν ασύλληπτο, ο Ερρίκος (Λίτσης) κι ο Γιάννης είχαν φοβερή χημεία. Το κρεσέντο βωμολοχίας και έντασης ήταν τόσο αληθινά για μένα και είδα το φιλμ πολύ ευχάριστα. Ήταν πραγματικά τόσο καλά σκηνοθετημένο που κατάλαβα πόσο ξεχωριστή ταινία ήταν.

Κάποιοι όμως ενοχλούνται ακόμη από τα βρισίδια και τους χαρακτήρες στις ταινίες του Οικονομίδη με αποτέλεσμα να τις απορρίπτουν.

Ναι πολλοί στέκονται σε αυτά. Όμως ξεχνούν ότι αυτό που κάνει ο Γιάννης δεν είναι κάτι φτιαχτό ή ψεύτικο. Το σινεμά αυτό το έχουμε δει και στο εξωτερικό από παλιά ειδικά από την ανεξάρτητη σκηνή της Νέας Υόρκης. Στα 00ς δημιουργήθηκαν φιλμ που βρίσκονταν στο όριο: με τρομερή ένταση, καθημερινούς αντιήρωες σε απόγνωση και σκληρό σχολιασμό για ένα κόσμο που αλλάζει με ταχύτατο ρυθμό. Το «Σπιρτόκουτο» έπιασε καλά αυτή την κατάσταση καθώς ήταν μια κοινωνική ταινία σε μικρό χώρο.

Μετά συνεργαστήκατε με τον Οικονομίδη για πρώτη φορά στη «Ψυχή στο στόμα» κι έκτοτε δέσατε σαν ομάδα. Εδώ έχετε ένα μικρό ρόλο αλλά αρκετά σημαντικό. Η «Μπαλάντα» είναι μια ταινία που κινείται στο ίδιο πεδίο με τα προηγούμενα φιλμ του Οικονομίδη;

Ο Γιάννης δεν κάνει προσωπικές ταινίες αλλά κοινωνικές. Το κοινωνικό στοιχείο που είχαμε συνηθίσει να το βλέπουμε έξω, στο πεζοδρόμιο και αλλού με ξεκάθαρο πολιτικό υπόβαθρο όπως ήταν το σινεμά των 80ς, εκείνος το έκλεισε για πρώτη φορά στο σπίτι με το «Σπιρτόκουτο» φέρνοντας τον πόλεμο μέσα στην οικογένεια. Μετά το έβαλε στο εργασιακό περιβάλλον με την «Ψυχή», το έβγαλε στην ανοιχτή πόλη με τις επόμενες ταινίες και τώρα το άνοιξε ακόμη περισσότερο τοποθετώντας το στην ελληνική επαρχία.

Πώς χαρακτηρίζετε τους ήρωες του φιλμ;

Οι χαρακτήρες αυτοί έρχονται από το πουθενά και καταλήγουν στο τίποτα. Έχουν μια θολούρα στο μυαλό τους και δεν ξέρουν πραγματικά ποιοι είναι και τι θέλουν. Όμως είναι συνέχεια εκείνων των χαρακτήρων από τα πρώτα φιλμ του Οικονομίδη που ήταν σε διαρκή κρίση και φώναζαν «δεν αντέχω άλλο». Αλλά συνεχώς εξελίσσονται.

Και στην «Μπαλάντα» όμως οι βασικοί χαρακτήρες βγάζουν αυτό το συναίσθημα απόγνωσης και οργής. Από πού πηγάζει όμως αυτή η οργή;

Θεωρώ ότι η κρίση που βιώνουν οι αντιήρωες του Οικονομίδη εδώ κάπως αλλοιώνεται. Μετατοπίζεται καλύτερα. Στην «Ψυχή» ο ήρωας ξέσπασε απέναντι σε όλη την αδικία που τον καταπλάκωνε, στον «Μαχαιροβγάλτη» ο ήρωας μαντρώθηκε στη δική του φυλακή, βούτηξε στο δικό του τούνελ, στο «Ψάρι» υπήρχε ένας λόγος τιμής. Υπάρχει μια εξέλιξη σε όλα αυτά που στην «Μπαλάντα» αποκτά όμως νέα χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαία η μετατόπιση της δράσης στην επαρχία, όπως δεν είναι τυχαίο ότι οι χαρακτήρες στην ταινία αυτή δεν έχουν πολιτικά ή κοινωνικά στοιχεία. Είναι μια καθαρή προσωπική τους υπόθεση που επιχειρούν να τη διαχειριστούν με βάση τα δικά του προσωπικά κριτήρια ζωής, έξω από κάθε ηθικούς φραγμούς ή κώδικες τιμής.

Η ταινία παρουσιάζει το πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας με απόλυτη ευθύτητα και ειλικρίνεια.

Έχει και κωμικά στοιχεία όμως το φιλμ, ίσως τα περισσότερα από κάθε άλλο φιλμ του Οικονομίδη.

Φυσικά. Η ταινία καθώς είναι πιο ανοιχτή σε ερμηνείες, παρουσιάζει το πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας με απόλυτη ευθύτητα και ειλικρίνεια. Αυτό μοιραία οδηγεί και σε περισσότερες κωμικές καταστάσεις ενώ και οι τραβηγμένοι ήρωες που βρίσκονται συνεχώς στα άκρα βοηθάνε ως προς αυτό. Έχουν την πλάκα τους δηλαδή υπό μια έννοια. Σίγουρα είναι η πιο ενδεικτικά κωμική ταινία του Γιάννη.

Η κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια είναι στοιχείο έστω και δευτερεύον στις ταινίες του Οικονομίδη. Ποια είναι η πρώτη σας σκέψη για την κρίση και το πως φτάσαμε ως εδώ;

Μεγάλο θέμα που δεν εξαντλείται σε λίγες γραμμές, ούτε είναι εύκολο να πούμε ποιος ευθύνεται περισσότερο ή λιγότερο γιατί οι υπαίτιοι είναι πολλοί κι όχι ένας ή δύο. Ας πούμε ότι βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση όπου τίποτα δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες των ανθρώπων. Όταν φάνηκε η αλήθεια ότι τελικά είμαστε γυμνοί απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα τότε άρχισε η κρίση να αποκτά μορφή. Το θέμα είναι τι μάθαμε από αυτή την κρίση.

Τι κάνει καλό έναν ηθοποιό;

Η εξυπνάδα. Ίσως είναι ανώτερη του ταλέντου. Εννοώ πως αν σου κόβει και πάρεις γρήγορα μυρωδιά του τι παίζει εδώ θα τα καταφέρεις αν δουλέψεις καλά. Αν όμως δεν συνειδητοποιήσεις τι γίνεται, δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχεις. Δεν λέω ότι το σύστημα θα σε ζορίσει και θα πετάξει έξω αλλά εσύ ο ίδιος θα ζοριστείς και θα αναγκαστείς να τα παρατήσεις.

Τα μελλοντικά σας σχέδια τι περιλαμβάνουν;

Πρωταγωνιστώ στο ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη με τον τίτλο «Digger» και παραγωγή Αθηνάς Τσαγγάρη, που συμμετέχει στη φετινή 70ή Berlinale, στο τμήμα Πανοράμα – ένα χαμηλότονο φιλμ γύρω από τη σχέση ενός πατέρα και ενός γιου. Για τα επόμενα δεν μπορώ να ανακοινώσω τίποτα επίσημο ακόμη.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» θα προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΑΣΤΥ από την Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020.

Πρωταγωνιστούν επίσης οι: Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακάτος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιώργος Γιαννόπουλος.

Ευχαριστούμε το cafe-bar “Loser” (Βουλής 45-47, Αθήνα) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης

Περισσότερα από Πρόσωπα