MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
25
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΒΙΒΛΙΟ

Παναγιώτης Παπαϊωάννου: Το ροκ σε μαθαίνει την αξία του να λες όχι και να ξέρεις το γιατί

Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος δικηγόρος Αθηνών και Δρ. Εγκληματολογίας, έχοντας τα τελευταία είκοσι χρόνια δημοσιεύσει βιβλία, έρευνες και άρθρα σχετικά με την Εγκληματολογία. Πριν όμως συμβούν όλα αυτά, είχε ήδη μεγαλώσει αγαπώντας, βιώνοντας και σπουδάζοντας εντατικά το ροκ, στις περισσότερες από τις εκφάνσεις του που συνδέονται με τη γενιά του, αυτήν των εφήβων της δεκαετίας του ’80.

Μάρη Τιγκαράκη | 17.03.2020

Αυτό το πάθος και τη βιωματική σχέση με τη ροκ μουσική και τους ήρωές της διαποτίζει κάθε σελίδα του βιβλίου «Dead Rockers Society» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Δίαυλος. Ένα βιβλίο αφιερωμένο σε 29 θρυλικούς ήρωες της ροκ που με διάφορους τρόπους «μπήκαν» στη ζωή του συγγραφέα και τον «συντρόφευσαν» σε ξεχωριστές στιγμές του από την εφηβεία του μέχρι σήμερα.

Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου μιλά με πάθος για το βιβλίο, τη ροκ μουσική αλλά και τους αγαπημένους του «ποιητές» τονίζοντας εμφατικά ότι «στο ροκ-εν-ρολ, οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ, απλώς σταματούν τις ζωντανές εμφανίσεις».

Θυμάσαι το πρώτο ροκ τραγούδι που σ’ εντυπωσίασε;

Το πρώτο κομμάτι που θυμάμαι να μου φάνηκε εντελώς διαφορετικό ανάμεσα σε κάτι Boney M και Depeche Mode που έβαζαν στο πικάπ κάτι συνομήλικοι κοντινοί συγγενείς ήταν το Another Brick In The Wall των Pink Floyd. Ήμουν Πέμπτη Δημοτικού. Τα πρώτα κομμάτια που μου κόλλησαν στο μυαλό ως φανερά διαφορετικά από τα «Παπάκια», το Felicita και τους Human League – την ποπ της εποχής- ήταν στα δώδεκα το Eye Of The Tiger των Survivor, το Heat Of The Moment των Asia και με λίγους μήνες διαφορά το I Love Rock N’ Roll της Joan Jett. Μάλιστα, το Eye Of The Tiger, επειδή ήταν στο σάουντρακ τη ταινίας Rocky III, το είχα αποκτήσει σε μια κασέτα πειρατική, απ’ αυτές που πουλούσαν στη λαϊκή αγορά κάθε Σάββατο – ήταν μάλιστα κόκκινη, θυμάμαι- όπου στη μία πλευρά ήταν γραμμένος ο δίσκος που είχε απ’ έξω το εξώφυλλο και στη δεύτερη κάτι άλλο, άγνωστο. Στην περίπτωσή μου, χωρίς να το ξέρω, το «άλλο» ήταν τα τέσσερα πρώτα κομμάτια από το “For Those About To Rock” των AC/DC!.

Πώς πέρασες από τις κασέτες στα βινύλια;

Το μοιραίο συναπάντημα, ήρθε κατά μυστήριο τρόπο, σαν επιφοίτηση, το καλοκαίρι πριν τη Β΄ Γυμνασίου, το ’83. Ξέμεινε στο πατρικό μια δισκοθήκη, 300 περίπου δίσκοι βινυλίου, εξαιτίας αιφνίδιου θέματος υγείας που υποχρέωσε τον έφηβο ιδιοκτήτη τους να μετακομίσει στο εξωτερικό, αφήνοντας τους δίσκους στο σπίτι μου «προσωρινά», καθ’ ότι οι γονείς του οικογενειακοί φίλοι. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα σε πολλούς από τους δίσκους κλασσικού ροκ που σήμερα μπορεί να βρει κανείς σε όλους τους καταλόγους και τα αφιερώματα για το ποιά είναι τα βασικά συστατικά μιας ροκ δισκοθήκης. Από Hendrix και Zeppelin μέχρι Motorhead, AC/DC και Rory Gallagher. Βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη με μια ολόκληρη δισκοθήκη, μιας μουσικής που είχε εντελώς διαφορετική χροιά, εικόνα και ήχο από ό,τι ακουγόταν τότε – Culture Club, Kajagoogoo, Eurythmics, Michael Jackson. Εκείνη ήταν, λοιπόν, η συγκυρία που προκάλεσε την καθοριστική ζημιά.

Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασες;

Έχοντας την απίστευτη τύχη να βρεθώ με τόσους δίσκους σα δικούς μου και να μπορώ ν’ ακούω χωρίς να χρειάζεται να αγοράσω, τα πρώτα μου αποκτήματα ήταν οι «καινούριες» κυκλοφορίες των συγκροτημάτων της παρακατατεθειμένης δισκοθήκης, σε κασέτα. Perfect Strangers των Deep Purple, Eliminator των ZZ Top και το Best Of Scorpions -η ελληνική έκδοση, σε επιλογή Γιάννη Κουτουβού, που είχε και τα 4 σλόου. Ήρθαν στα χέρια μου όλα μέσα σε δύο – τρεις μήνες. Ακολούθησαν το Unforgettable Fire των U2 και το Bothers In Arms των Dire Straits. Είχα όμως ήδη ακούσει τα περισσότερα τραγούδια τους σε συλλογές που έγραφαν φίλοι από δίσκους και τις ανταλλάσσαμε. Κρίσιμη στιγμή όμως ήταν, τελευταίες εβδομάδες της Α΄ Γυμνασίου όταν η καθηγήτρια Μουσικής ανέθεσε σ’ ένα συμμαθητή μας να κάνει αφιέρωμα στο heavy metal. Ο τύπος είχε φέρει κασέτες, περιοδικά, αφίσσες, μας έλεγε λίγα πράγματα για κάθε μπάντα και μας έβαζε μετά ένα κομμάτι. Ήταν συναρπαστικό. Λίγες μέρες μετά, πήρα την πρώτη κασέτα heavy metal: το “Powerslave” των Maiden.

Το να έχεις στη δισκοθήκη σου ένα πανάκριβο ερασιτεχνικό συγκρότημα από τη Νέα Ζηλανδία σε κάνει απλώς ένα βαρετό συλλέκτη με ψευδαισθήσεις εξειδίκευσης, όχι γνώστη ή καλύτερο ακροατή.

Πόσους δίσκους έχεις τώρα στη συλλογή σου;

Δεν έχω ιδιαίτερα μεγάλη δισκοθήκη, περίπου 6.000 κομμάτια, το ένα τρίτο περίπου βινύλια. Κάθε κομμάτι της όμως, κι εννοώ ακόμη και τα pop και η soul είναι πραγματικά ακουσμένο και μάλιστα όχι μία φορά. Ειδικά ο δίσκος βινυλίου δεν είναι περιδέραιο, είναι ο υλικός φορέας που περιέχει το πνευματικό έργο. Πολλές φορές έχει σημασία να είναι κάπως φθαρμένος και σε πρώτη εκτύπωση, δηλαδή να ανήκει στην εποχή του, παρά να είναι κάποιο remaster me παραπάνω κομμάτια.

Ποιον δίσκο της συλλογής σου θεωρείς «πολύτιμο»;

Ποτέ δεν ήμουν υπέρ του «σπάνιου» ή «ακριβού» δίσκου. Το να έχεις στη δισκοθήκη σου ένα πανάκριβο ερασιτεχνικό συγκρότημα από τη Νέα Ζηλανδία που ακούγεται να παίζει μέσα στο καθιστικό του σε κάνει απλώς ένα βαρετό συλλέκτη με ψευδαισθήσεις εξειδίκευσης, όχι γνώστη ή καλύτερο ακροατή, άσε που δεν συνεπάγεται ότι βιώνεις βαθύτερα τη μουσική. Όπως λέει και ο John Cusack στο High Fidelity, σημασία έχει να μπορείς να κατατάξεις τη δισκοθήκη σου με «αυτοβιογραφική σειρά».

Η γενιά μου, οι γεννημένοι μεταξύ του ’69 – ’72 ήμασταν η πρώτη γενιά που απόλαυσε τη μουσική και τη μόδα με τις λιγότερες δυνατές ενοχές

Πώς ανακαλείς τον εαυτό σου ως έφηβο στα ‘80s;

H αλήθεια είναι ότι ήταν εποχή αθώα και ως τέτοια μοιάζει πιο ωραία στο ενήλικο μνημονικό. Τότε, τα πράγματα ήταν απλά. Όταν λέμε τότε, μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μάλιστα στην Κόρινθο, μια πόλη πολύ κοντά στην Αθήνα. Τότε, λοιπόν, η πληροφόρηση για το τί συμβαίνει στον έξω κόσμο ερχόταν από το περιοδικό «ΠΟΠ & ΡΟΚ», την εκπομπή του Πετρίδη τα απογεύματα (αν δεν είχε φροντιστήριο, που συνήθως είχες) και το «Μουσικόραμα», με τον αλήστου μνήμης Νίκο Γκούτη, όπου βλέπαμε τα υποτιθέμενα καινούρια βίντεο-κλιπ. Ελληνικά άκουγαν ελάχιστοι μέχρι που τέλειωσα το σχολείο. Η επιλογή ήταν είτε πας με τη μόδα, οπότε είσαι ποπ – παλιότερα την έλεγαν «ντίσκο» – είτε είσαι χέβυ μέταλ, είτε είσαι στα «υπόλοιπα νομού Αττικής», όπως έλεγαν και στις βραδιές των εκλογικών αναμετρήσεων.

Τί σηματοδοτούσε τότε για σένα η ροκ μουσική;

Το ροκ, σε όλες τις μορφές του, από το new wave των Talking Heads μέχρι το punk των Ramones, το Α.Ο.R., λ.χ., των Mister Mister, το παραδοσιακό αμερικάνικο ροκ του Springsteen, ή το pop/rock του Phil Collins υπήρχε τριγύρω περισσότερο σα μια έντονη υπόσχεση, παρά σαν βίωμα. Δεν ήταν δύσκολο να το συναντήσεις, γιατί ήταν ακριβώς η εποχή της μεγάλης εμπορικοποίησης, αλλά σε οδηγούσε να ψάξεις, ν’ ακολουθήσεις αυτό που σου άρεσε πιο εντατικά. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μου, οι γεννημένοι μεταξύ του ’69 – ’72 ήμασταν η πρώτη γενιά που απόλαυσε τη μουσική και τη μόδα με τις λιγότερες δυνατές ενοχές. Οι προηγούμενοι είχαν απαγορεύσεις, χούντες, μην πάμε μακριά, μεγάλωσαν με γυμνάσια αρρένων και θηλέων, χωριστά! Στη δική μας γενιά ήταν που στην 6η Δημοτικού τα κορίτσια για πρώτη φορά επιτράπηκε να μην έρχονται στο σχολείο με ποδιά και έζησε την αποκάλυψη του πενθήμερου σχολείου -γιατί μέχρι το ’81 κάναμε και Σάββατο.

Σημερα οι «μικροί», έτσι μ’ αρέσει να τους λέω, οι μέχρι τα 30, διψούν για κάτι αυθεντικό και όταν το συναντούν εντυπωσιάζονται, ακριβώς γιατί τους λείπει το παράδειγμα.

Υπήρξες ο «κλασικός ροκάς» με όλα τα κλισέ που μας έρχονται στο μυαλό;

Ασφαλώς και «ήμουν ροκάς» από το σχολείο, με τις συνέπειες που είχε τότε κάτι τέτοιο: Τζην, κονκάρδες, μποτάκια, σε συναυλίες σκαστός, θαμώνας σε μέρη που όλοι απέφευγαν και τα λοιπά. Ήσουν κατηγοριοποιημένος, για να μην πω σεσημασμένος από τους συνομήλικους και τους μεγάλους, καθώς με την εμφάνιση και μόνο φώναζες από μακριά ότι «εμένα δε μ’ αρέσετε, έτσι που το πάτε το πράμα». Πάντως, δεν το βίωσα καθόλου τραυματικά. Πήγαινα σε ντισκοτέκ, αλλά περίμενα το δεκάλεπτο που θα έβαζε Europe, Clash και Queen για να σηκωθώ. Πήγαινα σε πάρτυ και με τον καιρό, δεν είχα θέμα, χόρευα μονοκόμματα, μετρώντας με το πόδι 4/4, όπως όλοι οι ροκάδες. Προσπέρασα εγκαίρως τις εριστικές ή και άγονες συζητήσεις με όσους υποτιμούσαν ή απαξίωναν τη μουσική που άκουγα και συνάντησα άλλους με τους οποίους μπορούσα να συνεννοηθώ – και ήταν πάρα πολλοί και πολύ ενδιαφέροντες. Aκούω ακόμη Iron Maiden, αλλά τώρα, πλέον, μπορώ να αποτιμήσω και τον Miles Davis, να αφήσω να με διαπεράσει η demented parade band του Tom Waits. Κάθε πράγμα στο καιρό του. Όπως είπε και ο Gary Moore, «έπρεπε πρώτα να ζήσω περισσότερα πράγματα για να μπορέσω να βγάλω ένα blues δίσκο».

Πώς «κατανάλωνες» τότε τη μουσική; Άλλαξε κάτι στην πορεία του χρόνου και ειδικά σήμερα που η πρόσβαση στην πληροφορία και τη μουσική είναι τόσο άμεση;

Αυτό είναι το ωραίο. Δεν την κατανάλωνες γιατί δεν ήταν ετοιμοπαράδοτη. Την αναζητούσες, την προσέμενες και γι’ αυτό την απολάμβανες όπως τη θάλασσα το καλοκαίρι. Τη σεβόσουν, την περιποιόσουν και την φρόντιζες, γιατί ήταν απαραίτητη προέκταση της πραγματικότητας, ήταν αυτό που σου έδινε ταυτότητα, σου έλεγε ιστορίες και σου έδινε παραδείγματα. Και σχεδόν πάντα, οι πρώτες φορές που τη συναντούσες περιλάμβαναν μαζί και φίλους. Φίλοι σε μάθαιναν, με φίλους άκουγες τους δίσκους, σε φίλους και φιλενάδες έγραφες κασσέτες – συλλογές ή δάνειζες κασσέττες δικές σου, με φίλους μοιραζόσουν τα περιοδικά, με φίλους πήγαινες σε συναυλίες. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά στο πώς οι σημερινοί μουσικόφιλοι κάτω των 30 ετών, παρ’ ότι έχουν μεγαλώσει με τη μουσική εύκολα προσβάσιμη, δεν την ανακαλύπτουν συμμετοχικά. «Αν κάτι μ’ αρέσει, θα μου το βγάλει το shazam από μόνο του», σου λέει.

Δεν είναι όλα μουσική, αλλά η μουσική έχει να πει ουσιαστικά πράγματα για πολλά, αν όχι για όλα.

Πιστεύεις οι σημερινοί ροκάδες έχουν διαφορετική σχέση με τη μουσική;

Προσωπικά βλέπω ότι οι «μικροί», έτσι μ’ αρέσει να τους λέω, οι μέχρι και τα 30, διψούν για κάτι αυθεντικό και όταν το συναντούν εντυπωσιάζονται, ακριβώς γιατί τους λείπει το παράδειγμα. Δεν έχουν κάποιον να μοιραστούν την απόλαυση της ακρόασης, η «παράδοση» της μουσικής δε γίνεται με την ανθρώπινη σχέση και ο χρόνος που έχουν στη διάθεσή τους, ασφυκτικά γεμάτος από εικονική πραγματικότητα δεν αφήνει αφήνει τη μουσική να αποκτήσει μέσα τους διαστάσεις. Γι’ αυτό και όταν σήμερα βλέπω νεαρό κοινό στις ροκ συναυλίες – δίπλα στους μεγαλύτερους – χαίρομαι ιδιαίτερα. Αυτό δείχνει ότι ο μουσικός των 25 ή των 30 χρόνων για να αποφασίσει να γίνει συμμέτοχος του ροκ έχει κάνει ρήξεις και επιλογές πιο δύσκολες απ’ ό,τι εμείς, έχει ήδη αναπτύξει την τάση να διακρίνει το αυθεντικό από το επίπλαστο που θεωρείται σήμερα καθεστώς.

Πόσο «χώρο» καταλαμβάνει η ροκ κουλτούρα στην πορεία της ζωής σου;

Η κουλούρα του ροκ έχει τροφοδοτήσει τη ζωή της γενιάς μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όσοι εξακολουθούμε να μετέχουμε αυτής, είναι πλέον αδύνατο να την απαρνηθούμε ή να την υποτιμήσουμε. Γιατί το ροκ σε μαθαίνει στη ζωή την αξία του να λες όχι και να ξέρεις το γιατί.

Ωστόσο η επαγγελματική σου κάρτα γράφει «Δικηγόρος Αθηνών και Δρ. Εγκληματολογίας» μπορείς να μας εξηγήσεις που συναντώνται οι δύο ιδιότητες;

Είμαι μαχόμενος δικηγόρος κοντά 25 χρόνια σε έναν πολύ σκληρό τομέα, στον οποίο, αν δεν μπεις με αρχές και σταθερές, δεν θα σου τις μάθει κανείς. Αντίθετα, όπως σε κάθε χώρο όπου συγκρούονται επιστήμη, ικανότητες, δικαιώματα και στυγνή εξουσία, οι συνθήκες αν μπαίνεις ανύποπτος, παραμυθιασμένος ή για λάθος λόγους σε κάνουν υποτελή, σε ομογενοποιούν βίαια, σε κάνουν να τα θεωρείς «όλα σχετικά» και να τα ανέχεσαι, να σκύβεις τη μέση και να πηγαίνεις με τη μεριά του ισχυρού, να πετάς στα σκουπίδια τις αρχές σου. Να λες, «δεν αξίζει τον κόπο». Το ροκ ως στάση ζωής, όλοι ξέρουμε ότι είναι το αντίθετο από όλα αυτά. Το ζητούμενο, όπως έχει πει και ο Bruce Springsteen, είναι να διατηρήσεις τον ιδεαλισμό σου, αφ’ ότου έχεις χάσει την αθωότητά σου. Η ροκ στάση ζωής έχει στον πυρήνα της έναν ιδεαλισμό, ακριβώς γιατί σε συναντά και εκτρέφεται όταν είσαι νέος. Όπως λέει κι ο Lemmy «όταν ήμουν νέος και αντιμετώπιζα ένα δίλημμα, για παράδειγμα, να κάνω μια υποχώρηση στα πιστεύω μου, σκεφτόμουν τί θα ήθελα να κάνει στη θέση μου ο Chuck Berry; Αν το να πει ναι σε κάτι θα τον έκανε να ντρέπεται, τότε το σωστό είναι το όχι».

Τιμή μας και καμάρι σε όσους μέσα στα χρόνια παραμείναμε ροκ, κατορθώνοντας να νοηματοδοτήσουμε αλλιώς μέσα απ’ αυτό τη στολή της δουλειάς μας

Όσον αφορά την επιστημονική μου ιδιότητα, ισχύει κάτι αντίστοιχο. Η εγκληματολογία της πράξης έχει να κάνει με το τί και γιατί δεν πάει σωστά στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και το ποιοί είναι οι δόκιμοι τρόποι να το εντοπίσουμε και να το αλλάξουμε. Για να τοποθετηθεί κανείς τεκμηριωμένα, δηλαδή, επιστημονικά, προϋποτίθεται ότι έχει απαρχές. Γνωστικές, προσωπικές, ηθικές και οπωσδήποτε πολιτισμικές. Για μένα προσωπικά, ουσιαστικό μέρος των τελευταίων είναι το ροκ. Για κάποιον άλλον είναι η κλασσική μουσική. Δεν μπορώ εύκολα να φανταστώ ότι για κάποιον τρίτο μπορεί να είναι το αγοραίο λαϊκοποπ συνονθύλευμα, αλλά θεωρητικά, είναι κι αυτό πιθανό.

Και πως “καλύπτεις” -αν το κάνεις- την ροκ πλευρά σου στην αίθουσα του δικαστηρίου;

Στην εποχή μας έχει αναχθεί ως υπέρτατη αξία η διαφορετικότητα, μάλιστα προστατεύεται και από το νόμο. Πλέον γίνεται και στην Ελλάδα αντιληπτό ότι το στερεότυπο «ροκάς ίσον αποτυχημένος ή κοινωνικά δυσλειτουργικός μακρυμάλλης» – κάτι για το οποίο έχει σοβαρό μερίδιο ευθύνης και ο κόσμος του ροκ – δεν υφίσταται. Αλλού είναι η ουσία και όχι στην επιφάνεια. Τιμή μας και καμάρι σε όσους μέσα στα χρόνια παρέμειναν ροκ μπορώντας να νοηματοδοτήσουν αλλιώς μέσα απ’ αυτό τη στολή της δουλειάς. Τιμή μας και καμάρι μας που επικοινωνούμε με κώδικες που διατρέχουν τις εποχές και φέρνουν κοντά όλες τις ηλικίες. Επίτευγμά μας ότι ενώ προερχόμαστε από διαφορετικές αφετηρίες, όταν ακούμε λ.χ. το Highway To Hell των AC/DC ή το Heroes του Bowie νιώθουμε ότι μοιραζόμαστε κάτι οικείο και είμαστε πρόθυμοι να το αναπτύξουμε. Στη συναυλία των Iron Maiden στη Μαλακάσσα τον Ιούλιο του 2018, ή στη συναυλία του Iggy Pop, ένα χρόνο μετά, στην Πλατεία Νερού, συνυπήρξαν χιλιάδες φίλοι όλων των ηλικιών, των επαγγελμάτων και των μουσικών προτιμήσεων, που βρέθηκαν να γιορτάσουν την ασίγαστη διάθεσή τους να μετέχουν σε κάτι κοινό, με αρχές που λένε πολλά και σημαντικά για τη ζωή. Δεν είναι όλα μουσική, αλλά η μουσική έχει να πει ουσιαστικά πράγματα για πολλά, αν όχι για όλα.

Αντιμετώπισα τους ήρωες του βιβλίου όχι ως ινδάλματα ή είδωλα, αλλά σαν τρωτούς θνητούς που πραγματοποίησαν μεγάλες υπερβάσεις, που άγγιξαν εκατομμύρια ζωές και που τσακίστηκαν από το παράλογο της ζωής

Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσεις τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Το να ταξινομήσω ορισμένα μαθήματα ζωής που προσφέρει η ροκ ιστορία, μέσα από τη ζωή, την άνοδο και την πτώση ορισμένων από τους πιο γνωστούς πρωταγωνιστές του. Συνειδητά αντιμετωπίζοντάς τους όχι ως ινδάλματα ή είδωλα, αλλά σαν τρωτούς θνητούς που πραγματοποίησαν μεγάλες υπερβάσεις, που άγγιξαν εκατομμύρια ζωές και που τσακίστηκαν από το παράλογο της ζωής, ή επειδή ορισμένοι δαίμονες που κατατρώνε λίγο πολύ όλους μας, τους είχαν στο κατόπι μια ζωή: για κάποιον ήταν ο μάνατζερ, για κάποιον η ερωμένη ή η σύζυγός του, για κάποιον η ανάγκη του να ξεφύγει από τη μιζέρια μιας ζωής χωρίς ελπίδα. Είναι μια μετακριτική ματιά σε επιλεγμένα σημεία της ζωής 29 προσωπικοτήτων. Βασικός μου στόχος ήταν να βγει ένα αποτέλεσμα που να διαβάζεται όπως μ’ άρεσε εμένα του ίδιου να το διαβάζω. Έντονο όπως οι μουσικές για τις οποίες μιλάει, με εικόνες και συναίσθημα αλλά και απολύτως διασταυρωμένες πληροφορίες και πηγές.

Με ποιό κριτήριο επέλεξες τα 29 πρόσωπα που μπήκαν σ’ αυτή τη «Λέσχη»;

Με αρκετή δόση ιδιοσυγκρασίας – μερικές περιπτώσεις όπως του Rory Gallagher, του Gary Moore ή του Cliff Burton ήθελα οπωσδήποτε να τις συμπεριλάβω- ισόποση διάθεση ερευνητικής πρωτοτυπίας (όταν η υπόθεση περιλαμβάνει μια δίκη, νομικές προεκτάσεις ή μια αποκάλυψη κι έχουν γραφτεί τέσσερα – πέντε βιβλία σχετικά, είναι πρόκληση να την καταγράψεις για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία), συν μια δόση δοκιμιακής τάσης στη γραφή – είναι και το επάγγελμα. Απέκλεισα εξαρχής τους αυτόχειρες ρόκερ – αποτελούν αντιπαράδειγμα που στρέφει το κοινό προς τη λατρεία της ήττας, είναι μεγάλη κουβέντα- και είχα μόνο ένα όριο: το χρόνο. Σκοπός δεν ήταν να είμαι εξαντλητικός, αλλά καταδεικτικός σε όσα επέλεξα να ειπωθούν μέσα από τις ιστορίες. Οι εκδόσεις Δίαυλος και ο Μανόλης Δεληγιαννάκης ειδικά, υπήρξε πολύ υπομονετικός και υποστηρικτικός μαζί μου. Υπερέβη το σύνηθες μέγεθος των βιβλίων, φτάσαμε στις 415 σελίδες, ακριβώς γιατί διείδε τη σημασία ενός περιεχομένου που για να λειτουργήσει σωστά πρέπει σε πολλές περιπτώσεις να είναι uncut, σε άλλες σύντομο και συναισθηματικό σα μισή πλευρά ενός δίσκου.

Οι ιστορίες σου είναι «μπολιασμένες» με στοιχεία μυθοπλασίας;

Μυθοπλασίας, σε καμία περίπτωση. Η ιστορία του ροκ δεν την χρειάζεται, γιατί την έχει εμφανώς ξεπεράσει, για να μην πω ορίσει. Τώρα, ως προς το πώς προέκυψε το βιβλίο, έχει ενδιαφέρον, γιατί προέκυψε από την αγάπη διάφορων ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους για τη μουσική και όσα αυτή σημαίνει στη ζωή τους. Όταν το 2013 ο Φώτης Μελέτης, με τον οποίο είχαμε προϊστορία στον θρυλικό σταθμό ΗΧΩ FM είκοσι χρόνια πριν μου πρότεινε να γράφω στο site που είχε σχετικά με το κλασσικό ροκ, δέχτηκα πρόθυμα, χωρίς να έχω ιδέα τί θα ακολουθούσε. Γράφω έτσι κι αλλιώς πολύ για τη δουλειά μου καθημερινά, οπότε δε μου ήταν δύσκολο δίπλα στις καινούριες κυκλοφορίες που παρουσίαζα, να αρχίσω να γράφω και κάποια άρθρα. Εντελώς φυσικά και με σαφή διάθεση να διαφοροποιηθώ από το μέσο σύγχρονο μουσικό αρθρογράφο που είτε αναπαράγει 10-20 κλισαρισμένες φράσεις, είτε αποθεώνει μετριότητες, για λόγους όχι πάντα ανιδιοτελείς, άρχισα να εμπλουτίζω τα άρθρα με διασταυρωμένες πληροφορίες, με πηγές όσο και με προσωπικές μνήμες. Από τη φυσική αυτή ανάπτυξη του περιεχομένου προέκυψε ένα μικτό είδος γραφής που στην πορεία κατάλαβα ότι αφορούσε πολύ κόσμο, όχι απαραίτητα αυτό που λέμε «κόσμο του ροκ». Η γραφή μου, από το καλοκαίρι του 2014 και μετά, χάρις την απόλυτη ελευθερία που μου παρείχε ο Φώτης μέσα από το rocktime.gr εξελίχθηκε και αυτό θα του το αποδίδω πάντα. Γύρω στα τέλη του 2015 είχα ήδη την πρώτη ύλη για παραπάνω από ένα βιβλίο. Όμως δεν είναι βέβαια τόσο απλό, όταν σέβεσαι τον εαυτό σου και το μελλοντικό αναγνώστη σου. Για να συγγράψεις θέλει άλλη στόχευση και άλλο σμίλεμα της ιδέας. Είχα ήδη εκδώσει 4 βιβλία με εγκληματολογικό περιεχόμενο, οπότε η αναλυτική και συνθετική διαδικασία για να καταλήξω σε κάτι ολοκληρωμένο δεν μου ήταν καθόλου ξένη.

Ποιες ήταν οι πηγές σου;

Βιβλιογραφία είχα ήδη στη βιβλιοθήκη μου. Από μονογραφίες και αυτοβιογραφίες, ως έναν τόνο από παλιά περιοδικά, ξένα και ελληνικά. Από τη στιγμή που προσανατολίστηκα στο κεντρικό θέμα, προμηθεύτηκα στοχευμένα βιβλία που μιλούσαν, λ.χ. για το πώς πέθανε ο Bon Scott ή ο Jimi Hendrix. Αυτό που με ενδιαφέρει -και απ’ ότι ακούω από ανθρώπους που έχουν γράψει πολλαπλάσια βιβλία, μάλλον το πέτυχα- είναι να δώσω έναυσμα να συνδεθούν με τη μουσική των 29, αναγνώστες που δεν τους γνώριζαν τόσο, άλλοι που δεν τους άκουγαν και τόσο, αλλά και οι αναγνώστες που τους άκουγαν και τους αγάπησαν.

Η αυτοαναφορά στον τρόπο γραφής μου αποτελεί τον κωδικό αυθεντικότητας ενός συναισθήματος, του πώς συνομίλησα σε δεδομένη στιγμή με τη μουσική των πρωταγωνιστών του βιβλίου.

Στις ιστορίες των «ηρώων» σου παρεμβάλεις περιστατικά από τη δική σου ζωή. Πώς οδηγήθηκες σ’ αυτή τη φόρμα γραφής;

Από έναν διάσημο ροκ δημοσιογράφο του Rolling Stone έχει γραφεί κάτι 40 χρόνια πριν, το οποίο με εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό: «Το μεγαλείο του ροκ συνίσταται στην συναισθηματική επίδραση που ασκεί σε κάθε ακροατή του ξεχωριστά». Τοσα χρόνια και τόσες γενιές μετά, εξακολουθώ να το πιστεύω. Όπως πιστεύω και σε κάτι καταλυτικό που είχε πει ο Leonard Cohen όταν βοηθούσε την Jennifer Warnes να κάνει το δίσκο “Famous Blue Raincoat”, ένα δίσκο με καινούριες εκτελέσεις σε δικά του τραγούδια: «Το πιο προσωπικό σου αποτύπωμα, θα γίνει το πιο οικουμενικό». Είναι μεγάλη μου τιμή που ο Θοδωρής Μανίκας που έχει γράψει τον πρόλογο για το βιβλίο, αναγνώρισε στη γραφή μου κάτι που ο ίδιος, δεκαετίες πριν είχε εισαγάγει στην ελληνική μουσική δημοσιογραφία. Η αυτοαναφορά επιλέγεται για να αποτελέσει τον κωδικό αυθεντικότητας ενός συναισθήματος, του πώς συνομίλησες σε δεδομένη στιγμή με τη μουσική συγκεκριμένων από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ο τρόπος αυτός γραφής εκθέτει κάθε συγγραφέα, όμως εν προκειμένω εκθέτει κάτι για το οποίο είμαι απολύτως κατασταλαγμένος και δεν το φοβάμαι, ούτε το έκρυψα ποτέ – το ότι είμαι με το ροκ από μικρός. Από την άλλη, έχουμε τόσο χορτάσει από την υποκρισία και τη σοβαροφάνεια των «ειδικών» και των ανειδίκευτων και τόσο παγιδευθεί στις κοινοτοπίες περί της ροκ ιστορίας, ώστε το προσωπικό βίωμα από μια συναυλία, ή από την ακρόαση ενός δίσκου θεωρώ ότι οπωσδήποτε μιλάει αμεσότερα στον αναγνώστη. Ιδίως – αλλά σε καμία περίπτωση αποκλειστικά – σε αυτόν που βρίσκεται σε ανάλογο μουσικό και ηλικιακό μήκος κύματος.

Γνώρισες τη ροκ σε μια εποχή «παντοδυναμίας» της έντυπης μουσικής δημοσιογραφίας. Πώς θα χαρακτήριζες το σημερινό τοπίο σ’ αυτό το χώρο; Υπάρχουν ακόμα τόσο διαβασμένοι γραφιάδες και τόσο ενημερωμένοι αναγνώστες;

Έχω την έντονη αίσθηση ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που ζουν και ψάχνουν το ροκ ο μέσος όρος των διαβασμένων και των φιλομαθών είναι μάλλον υψηλός. Η γενιά μου μεγάλωσε με τη φλόγα ανθρώπων όπως ο μακαρίτης Γιάννης Κουτουβός, που έγραφε στο “Heavy Metal” δισκοκριτικές με απλά λόγια αλλά με πεποίθηση, με φλόγα. Άνθρωποι σαν κι αυτόν που ξεκίνησαν σχεδόν μόνοι τους και σχηματοποίησαν τη hard rock σκηνή στη χώρα είναι πολύ πιο σημαντικοί από άλλους πιο προβεβλημένους, γιατί έδωσαν την ευκαιρία στον 16άρη που βρισκόταν. Λ.χ. στο Βόλο ή το Αγρίνιο να έρθει σε επαφή με την επαγγελία του ροκ. Παρ’ ότι έφυγε πρόωρα και ξαφνικά, ήταν τιμή μου που τον γνώρισα και μεγάλη τύχη που κατάφερα να του το εκφράσω και προσωπικά. Πάντα έπαιζε πάντα ρόλο να διαβάζεις και να ακούς στο ραδιόφωνο στέρεες φωνές όπως ο Αλέξανδρος Ριχάρδος, ο Θοδωρής Μανίκας ή ο Γιάννης Πετρίδης. Από κει και πέρα, οι γενιές έχουν αλλάξει και εκεί που υπήρχε η άγνοια και η μεγάλη ανάγκη για ταύτιση εκ μέρους του κοινού, τώρα ο κίνδυνος είναι μάλλον η ημιμάθεια του συντάκτη και η μονομέρεια του κοινού. Γενικά πάντως το επίπεδο έχει ανέβει, κυρίως γιατί είναι εύκολα προσβάσιμα τα ξένα έντυπα και site, ενώ πολύς περισσότερος κόσμος διαβάζει πλέον και ενημερώνεται στα αγγλικά.

Ο καθένας που τρέφει ειλικρινή σχέση με το ροκ θα βρει μέσα στο βιβλίο κάτι από τον εαυτό του. Ως εν μέρει μαρτυρία, εν μέρει χρονογράφημα και εν μέρει δοκίμιο, απευθύνεται σε ποικίλο κοινό.

Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σου; Θεωρείς ότι γράφεις για μια «λέσχη μυημένων» αναγνωστών;

Το βιβλίο δεν είναι εγκυκλοπαιδικό, ένα λάθος που από κεκτημένη ταχύτητα μπορεί κανείς να κάνει, εντοπίζοντας «ελλείψεις», από τα περιεχόμενα του βιβλίου σε πρόσωπα, όπως ο Lennon, o Εlvis, ή ο Joe Strummer. Όπως όμως ήδη σημείωσα δεν πρόκειται για αλφαβητάρι ή για επιτύμβια στήλη. «Το ροκ είναι η δουλειά με το υψηλώτερο ποσοστό θνησιμότητας», κατά την περίφημη φράση του Δημήτρη Πουλικάκου, οπότε για όσους πεσόντες του και να μιλήσει κανείς, ελλιπής θα μοιάζει να είναι. Πρόχειρα σημειώνω – και αυτό εξηγείται τόσο στον πρόλογο του Θοδωρή Μανίκα, όσο και από το εισαγωγικό σημείωμα – ότι στις σελίδες του βρίσκονται ορισμένοι απ’ όσους η γενιά μου μεγάλωσε μαζί τους, όχι όλοι. Κάποιους τους προλάβαμε ζωντανούς, άλλους όχι, όμως μεγαλώσαμε ακούγοντάς τους ή και διαβάζοντας γι’ αυτούς, νιώθοντας την επιρροή τους σε ακούσματα, κοντινά ή επιγενόμενα.
Η ανάγνωση βιβλίων και η ακρόαση της μουσικής σε οποιαδήποτε φόρμα σήμερα πράγματι έχει γίνει πιο δύσκολη, γιατί μια σειρά από συνθήκες που πιέζουν να επιβάλουν τη διάσπαση της προσοχής μας: κρίση, ανεργία, αυτοματισμοί, δικαιωματισμοί, πολιτικά ορθοί ισοπεδωτές, ξερόλες, ατάλαντοι με άποψη, το αφεντικό που μπορεί να σε αντικαταστήσει ανά πάσα στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, στη σημερινή πραγματικότητα, το συγκεκριμένο βιβλίο διεκδικεί το ρόλο μιας τίμια συνθήκης. Βρίσκεται εκεί ολοκληρωμένο αλλά ανοιχτό για διάλογο. Πλήρες ως προς τις πηγές και το πληροφοριακό του υλικό, αλλά με τις βιωματικές του υποδοχές δεκτικές. Ο καθένας που τρέφει ειλικρινή σχέση με το ροκ θα βρει μέσα εκεί κάτι από τον εαυτό του. Ως εν μέρει μαρτυρία, εν μέρει χρονογράφημα και εν μέρει δοκίμιο, απευθύνεται σε ποικίλο κοινό. Από την ανάγνωσή του αυτοαποκλείονται μόνον οι περίκλειστοι αλαζόνες «γκάου» της οποιασδήποτε πολιτισμικής συνομοταξίας, αυτοί που είναι πεπεισμένοι ότι γνωρίζουν την απόλυτη αλήθεια, με μια λέξη, οι “ξενερόκ”.

Εάν σου ζητούσα να βάλεις meta-data* στο βιβλίο τι θα έγραφες;

Ήδη το βιβλίο έχει διαλέξει από μόνο του μια φράση που γράφεται ως επίλογος σε ένα από τα κεφάλαια και στον πρόλογο. «Στο ροκ-εν-ρολ, οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ, απλώς σταματούν τις ζωντανές εμφανίσεις».

Περισσότερα από Βιβλία