Πετούσε για το Πεκίνο το ίδιο απόγευμα. Θα έφτανε στην πατρίδα της αποκαμωμένη 24 ώρες μετά, ακολουθώντας τα εξαντλητικά μέτρα του κινεζικού κράτους για την προστασία του πληθυσμού από τον κορονοϊό. Καταφέραμε να επικοινωνήσουμε ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η καραντίνα των 14 ημερών. Δεν είχε και πολλά να κάνει, είπε.
Η Τόνια Λούο είναι Κινέζα. Είναι, όμως, και μια κορυφαία ελληνίστρια. Αυτοχαρακτηρίζεται «Κινέζα με ελληνική νοοτροπία». Ζει στην Αθήνα εδώ και 27 χρόνια, σπρωγμένη από την αγάπη της για τον ελληνικό πολιτισμό και την ανάγκη της χτίσει γέφυρες με το κινεζικό πνεύμα. Οι δεσμοί με την πατρίδα της παραμένουν στενοί, εξ ου και το ταξίδι επιστροφής στη γεννέτειρα της, όπου ζουν οι γονείς· τις τελευταίες εβδομάδες κάπως ανακουφισμένοι από την βίαιη επίθεση του κορονοϊού.
Ελληνίστρια από τζάκιΗ Τόνια Λουό, βεβαίως, ανατράφηκε από μικρό κορίτσι επωφελούμενη από αυτό το δίπολο (Κίνας – Ελλάδας και πάλι πίσω), ως κληρονομιά που της μετάγγισε ο παππούς της, ο καθηγητής Λουό Νιανσάγκ, ο πρώτος Κινέζος που σπούδασε επί ελληνικού εδάφους. ‘Ηρθε στην Αθήνα το 1934, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, για να σπουδάσει ελληνική λογοτεχνία και αθηναϊκή ιστορία. Η Τόνια Λουό μοιράζεται, συγκινημένη αναμνήσεις από εκείνον: «Ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, ώστε η μόνη εικόνα που κρατώ στη μνήμη μου είναι εκείνη καθισμένος στο γραφείο του, νύχτες ολόκληρες, με σκυμμένο κεφάλι μέσα στα βιβλία. Είχε γράψει σ’ ένα κείμενο ότι “κάθε μέρα που ανοίγω τις σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας, ξεχνώ όλα τα προβλήματα της καθημερινότητας. Το μόνο που βλέπω είναι το μοβ στεφάνι από σύννεφα πάνω στον Παρθενώνα”. Πέρασε δύσκολες εποχές, εποχές πολέμου, πολιτιστικής επανάστασης, αλλά πάντοτε στο πλάι του βρισκόταν η γοητεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που του έδινε κουράγιο και πίστη για τη ζωή».
Κάπως έτσι, η σπουδή της Τόνια στην ελληνική φιλοσοφία και σκέψη ξεκίνησε κατ’ οίκον. Κι αντί να της αφηγούνται κινέζικα παραμύθια από την πλούσια και, χαμένη στους αιώνες, παράδοση της χώρας εκείνη μάθαινε για τον Αίσωπο. «‘Οταν ήμουν παιδί ο παππούς μου, μου είχε αναθέσει μια “δουλειά”: Να καθαρογράφω τις μεταφράσεις του από τα πρόχειρα χειρόγραφα του. Έτσι διάβασα για πρώτη φορά την ελληνική μυθολογία και τα έργα του Αισώπου».
Εκείνη την εποχή, συνδέθηκε λιγότερο με την αρχαία ελληνική γραμματεία αφού ο παππούς Λουό Νιανσάγκ «δεν μου μίλησε πάρα πολύ για τραγωδίες – ούτε βέβαια για κωμωδίες γιατί θεώρησε (τότε) ήμουν μικρή για να καταλάβω. Το ότι δεν είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του για τραγωδίες εξελίχθηκε σε μια μεγάλη έλλειψη για μένα και τον αναζητώ τώρα – μόνο στα όνειρά μου. Αλλά, διαβάζοντας τις μεταφράσεις του, τα κείμενά του και κυρίως χρησιμοποιώντας το λεξικό του (αρχαίων ελληνικών – κινεζικών), κάθε μέρα μάλιστα, αισθάνομαι ότι δεν έχει φύγει ποτέ και πάντα με προστατεύει σε ό,τι κι αν κάνω».
Μαθήματα ελληνικώνΜιλάει άπταιστα ελληνικά, χωρίς κομπιάσματα, ή ίχνος προφοράς “ξένου”. Κι όμως, πριν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, παρά την τριβή της με πλήθος ερεθισμάτων, δεν ήξερε τη γλώσσα. «Ξεκίνησα τα μαθήματά μου στο Πάντειο με την καθηγήτρια Παυλίνα Πάγια και έπειτα εντάχτηκα στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και δίδασκα ύστερα κινέζικα για 14 χρόνια. Η κ. Πάγια είναι μια θαυμάσια δασκάλα που, όχι μόνο μου έμαθε τα πρώτα ελληνικά μου, αλλά και την ελληνική φιλοξενία καθώς και την αγάπη και σεβασμό των Ελλήνων προς το κινέζικο λαό και πολιτισμό», εξηγεί, περιγράφοντας το πως, επί της ουσίας, ακολουθούσε τα βήματα του παππού της.
Η πρώτη αρχαία τραγωδία από ΚινέζουςΔεν ήταν, όμως, εκείνος το μοναδικό ερέθισμα. Ο πατέρας της, Λουό Τζιν Λιν, διακεκριμένος Κινέζος ακαδημαϊκός και σκηνοθέτης, ήταν ο πρώτος δημιουργός που ανέβασε τον «Οιδίποδα τύραννο» με κινεζικό θίασο στην Ελλάδα. ‘Ετος 1985. «Ήταν πρώτη μου εμπειρία στην ελληνική τραγωδία και ήμουν μόνο 16. Ήταν μια πολύ ισχυρή εντύπωση για μιαν έφηβη. Δεν ήθελα να κλάψω αλλά ένιωσα ένα “πνίξημο” στο στήθος, μια περίεργη δύναμη μέσα στο σώμα μου. Δεν ήξερα τί ήταν τότε· αργότερα συνειδοποίησα ότι ήταν η κάθαρσις!».
Είχε έρθει, δηλαδή, η στιγμή που η Τόνια θα έβλεπε το «μοβ στεφάνι του Παρθενώνα» με τα ίδια της, τα μάτια. «Τότε κατάλαβα το πάθος που είχε ο παππούς μου γι’ αυτήν την χώρα. Δεν είναι μόνο η φύση, δεν είναι μόνο το κλίμα, είναι και οι ιδέες που γεννήθηκαν κάτω από τα μάρμαρα και οι σκέψεις που φώτισαν τον κόσμο με την ασπίδα του Απόλλωνα, είναι και η θάλασσα που τρέφει τους ανθρώπους με ελευθερία στο πνεύμα. Η Ελλάδα είναι τα πάντα για μένα» λέει με θέρμη.
Πολιτιστικό κέντροΤην σπουδαία κληρονομιά (μεταφρασμένη και σε συναισθηματικό φορτίο) που έπαιρνε από τα χέρια και τα κείμενα του παππού και του πατέρα της, η Τόνια Λουό δεν μπορούσε παρά να την μετατρέψει σε παρόν. ‘Ετσι, το 2000 ίδρυσε το πολιτιστικό κέντρο Inter China με σκοπό την προβολή του κινεζικού πολιτισμού στην Ελλάδα. «Και γιατί θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μου και καθήκον μου να δώσω στους Έλληνες μια “σωστή” εικόνα της Κίνας, του χθες και του σήμερα». Είχε ήδη αποφασίσει να μείνει στην Ελλάδα· για ν’ ακολουθήσει μια μεγάλη και ολοένα ανανεούμενη λίστα δραστηριότητων στον ίδιο άξονα.
«Παιδί» το Θόδωρου ΑγγελόπουλουΣτην Ελλάδα, άλλωστε, βρήκε κι άλλον έναν φωτισμένο, «ένα φίλο και δάσκαλο για την τέχνη και την ζωή» όπως τον χαρακτηρίζει, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. «Τα έργα του, αν και δεν είναι τόσο “μπλε και γαλάζιο”, είναι έντονα χαρακτηριστικά της Ελλάδος. Είναι ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου με θεατρικό αποτύπωμα. Το βλέμμα του έργου του είναι ένας φακός που κοιτάζει απευθείας στη σκηνή, στο σανίδι της ζωής» λέει και δεν ξεχνά πόσο δημοφιλής ήταν ο Αγγελόπουλος στον χώρο του κινεζικού κινηματογράφου. «Υπάρχουν πολλοί νέοι που λατρεύουν τα έργα του» συμπληρώνει.
Η ίδια αρχικά στράφηκε στο ντοκιμαντέρ με τις σειρές «Αναζητώντας την Ελλάδα» (σε συνεργασία με το CCTV της Κίνας) και την «Λάμψη του Αιγαίου» για να απορροφηθεί τελικά από το θέατρο: Σκηνοθέτησε – μαζί με τον πατέρα της μια νέα εκδοχή του «Οιδίποδα τυράννου» (2017, Guangzhou Dramatic Arts Center), σε δική της μετάφραση τις αριστοφανικές «Όρνιθες» (2018, National Centre for the Performing Arts of China), μετέφρασε «Ηλέκτρα» (2018) για το Shanghai Dramatic Arts Center σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού καθώς και τον «Αγαμέμνονα» (2019) για το Εθνικό Θέατρο της Κίνας (National Theater of China) όπως το σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός. Πρόσφατα, στράφηκε και στο νεοελληνικό έργο μεταφράζοντας στα κινεζικά τρία έργα Ιάκωβου Καμπανέλλη, την «Αυλή των Θαυμάτων», το «Γύρισε Σπίτι, Οδυσσέα» και την τριλογία του «Δείπνου»· μεταφράσεις που θα συμπεριληφθούν σε σχετική έκδοση που είχε προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει αυτό τον Μάρτιο. Μετά ήρθε η επέλαση του κορονοϊού.
Από το Πεκίνο της καραντίναςΕίναι η δεύτερη φορά που ταξιδεύει στο Πεκίνο εν μέσω της επιδημικής κρίσης. Η ανάγκη να βρεθεί κοντά στους γονείς της όσο και η απόλυτη εμπιστοσύνη στην οργανωτικότητα του κινεζικού κράτους την οδήγησαν εκεί. Βεβαίως, αυτή την φορά η κατάσταση είναι απείρως βελτιωμένη. Παρόλα αυτά, τα αυστηρά μέτρα καλά κρατούν. «Από το αεροδρόμιο κι αφού περάσαμε από διάφορους ελέγχους, μας μετέφεραν, έναν – έναν με ειδικό πούλμαν, στη γειτονιά μας. Μόλις έφτασα στο σπίτι μου, με περίμεναν οι υπεύθυνοι της κοινότητας. Τους έδωσα τα έγγραφα μου (με πλήρη στοιχεία) και με έφεραν «χέρι – χέρι» στην πόρτα μου. ‘Εκτοτε είμαι σε καραντίνα για 14 ημέρες στις οποίες οι υπάλληλοι της κοινότητας θα είναι υπεύθυνοι για την επικοινωνία μου με τον έξω κόσμο και ό,τι άλλο χρειαστώ. Για παράδειγμα, θα μου μεταφέρουν αυτοί τα take way μου· μέχρι και τα σκουπίδια μου θα πετάξουν, εφόσον δεν μπορώ να βγω καθόλου από την πόρτα μου. Ναι, δεν έχω καμία ελευθερία. Αλλά πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να χάσω μερικές ημέρες ελευθερίας για την ασφάλεια όλων μας».
Παρά την δυστοπική της περιγραφή η Τόνια Λουό είναι αισιόδοξη. Αισιόδοξη, βεβαίως, με προϋποθέσεις. Αφού «αν δεν διδασκόμαστε και δεν αναλογιζόμαστε τις πράξεις μας στο παρελθόν ως άνθρωποι, τότε όλα όσα περνάμε και όσα περάσουμε μέχρι να τελειώσει η επιδημία, δεν θα έχουν κανένα νόημα».
Κρίση κι άνθισηΔεν έχει ψευδαισθήσεις. Ξέρει πως η παγκοσμιοποίηση του κορονοϊού θα έχει τρομακτικές οικονομικές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων και στον πολιτισμό. Ωστόσο, δεν ξεχνά πως «κάθε φορά που ο κόσμος περνά κρίση, είτε οικονομική είτε κοινωνική ακόμα και πολιτική, ακολουθεί η άνθηση του πολιτισμού. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Αναγέννησης».
Η ίδια δρομολογεί τα εγχειρήματα που έμειναν στη μέση: Το Ντοκιμαντέρ «Η Αρμονία στη Διαφορετικότητα – Διάλογος μεταξύ Κίνας και Ελλάδας», μια σειρά τραγωδιών στην Κίνα (σε δική της μετάφραση και σκηνοθεσία), εισαγωγή συγχρόνων Ελλήνων θεατρικών στην Κίνα σε συνεργασία με το Shanghai Academy of Drama, καθώς και μαθήματα ελληνικού θεάτρου σε κινέζικα πανεπιστήμια.
‘Αλλωστε, πιστεύει πως οι καλλιτέχνες μόνο από τις μεγάλες δυσκολίες τροφοδοτούνται πραγματικά. «Γι’ αυτό κι έχουν το καθήλον ν’ αφυπνίσουν τον κόσμο με τον δικό τους τρόπο. Έναν τρόπο ομαλό όσο και οξύ, που λέγεται Τέχνη».