Λουίς Σεπούλβεδα, ένας άνθρωπος απόλυτα δοσμένος στη Ζωή, με ένα διαβολεμένο κέφι και ένα περίεργο χιλιάνικο πείσμα πως πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να συμπέσει αυτή η πραγματικότητα με μια προοπτική που μοιάζει μεν με τον Παράδεισο αλλά λέγεται Επανάσταση κι έχει μπόλικη μουσική σάλσα.
Τα βιβλία του Λουίς ΣεπούλβεδαΤον ξέρουμε κυρίως από τα βιβλία του. Το πιο πολυδιαβασμένο, «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης», η ζωή του 6 μήνες με τους Ινδιάνους Σουάρ στον Αμαζόνιο, έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σ’ όλο τον κόσμο και θεωρείται το εθνικό μυθιστόρημα τριών χωρών: του Εκουαδόρ, της Κολομβίας και της Βραζιλίας.
Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για τα υπόλοιπα από τα 24 βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera (του πολύ καλού του φίλου Γιώργου Μυρεσιώτη) μεταφρασμένα όλα από τον εξίσου αγαπημένο του, Αχιλλέα Κυριακίδη, εκτός από το «Τέλος του Τέλους του Κόσμου» που έχει μεταφράσει η Ελένη Χαρατσή.
Αυτοί είναι ενδεικτικά κάποιοι τίτλοι των βιβλίων του: «Patagonia Express», «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου» (γραμμένο για τους συντρόφους του στη Greenpeace και το παράνομο κυνήγι της φάλαινας στα Στενά του Μαγγελάνου), «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» (που στη Γερμανία εντάχθηκε στο σχολικό πρόγραμμα), «Hot Line», «Αν δεν έχεις πού να κλάψεις», «Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ» (για τον μεγάλο του γιο και τους δίδυμους Μαξ και Λεόν στο Αμβούργο), «Το τέλος της ιστορίας» (για όλους εκείνους που εξακολουθούσαν να παλεύουν πεισματικά για καλύτερες μέρες) και η «Ιστορία μιας λευκής φάλαινας» & «Γιακαρέ» για όλους όσους αγωνίζονται για να σώσουμε αυτόν, το μοναδικό κόσμο που έχουμε…
Λουίς Σεπούλβεδα, ο παράξενα ζεστός αυτός άνθρωπος που στα δεκάξι του, γοητευμένος από τον «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ έζησε την περιπέτεια της αθωότητας με φαλαινοθηρικό στην Παταγονία, κι από κει πέρασε στο αντάρτικο της Βολιβίας για να γίνει στα είκοσι δύο του χρόνια η σκιά του Σαλβατόρ Αλιέντε, και να βρεθεί μετά το πραξικόπημα του ΄73 και δυόμισι χρόνια φυλάκισης, μετά από παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, ζωντανός αλλά εξόριστος στη Γερμανία• και μετά, στο πλευρό των Σαντινίστας και στη Διεθνή Ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ στη Νικαράγουα, πολεμικός ανταποκριτής στην Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη, το Πράσινο Ακρωτήριο, το Ελ Σαλβαδόρ, συνιδρυτής εναλλακτικού οικολογικού πρακτορείου ειδήσεων στο Αμβούργο, ένθερμος υποστηρικτής των Ζαπατίστας στο Μεξικό και προσωπικός φίλος του υποδιοικητή Μάρκος, ακτιβιστής της Greenpeace… είχε μια μυθιστορηματική ζωή, κλαίγοντας και γελώντας δυνατά την κάθε στιγμή μ’ ένα διαβολεμένο χιούμορ.
Λάτρης των ταξιδιών του Πουθενά, έγινε αυθεντία στην τέχνη του να επιβιώνεις, με τη σιγουριά ότι, η ζωή σου δίνει πάντα μια τρίτη πιθανότητα: να γίνεις καπνός!
Στα 24 χρόνια που τον ξέρω έχουμε κάνει άπειρες συζητήσεις (τηλεφωνικά, δια ζώσης, δια αλληλογραφίας), κι αυτή είναι η ζωή του…«Όνειρό μου ήταν οι περιπέτειες που θα μου εξασφάλιζαν τις βάσεις μιας ζωής μακριά από την πλήξη και την ανία. Σ’ αυτό το όνειρο δεν ήμουν μόνος. Είχα ένα Θείο, με κεφαλαίο το θ. Τον Θείο Πέπε. Μια φωτογραφία του πλάι στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν η μοναδική του κληρονομιά, για την οποία ένιωθε υπερήφανος και δε σταματούσε να μου επαναλαμβάνει πόσο αναγκαίο ήταν ν’ ανακαλύπτεις τον δρόμο σου και να τον τραβάς αποφασιστικά.
Πώς έγραψε το πρώτο του βιβλίο;«Μια μέρα στο Σαντιάγο είδα κάποιον να μετράει τις μπανανιές του πάρκου και μετά να σημειώνει αυτό το νούμερο σ’ ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο. Απορημένος τον ρώτησα τι εξαιρετικό έβρισκε σ’ αυτή την καχεκτική βλάστηση. «Δεν γνωρίζεις, φαίνεται τον Βορρά, γι’ αυτό δεν καταλαβαίνεις», μου είπε. Εκείνο το μεσημέρι με το που ανακάλυψα πως με τον Φρέντυ Ταμπέρνα είχαμε γεννηθεί ίδια μέρα και ίδια χρονιά, γίναμε φίλοι. Λίγους μήνες αργότερα μου έδειξε τον Βορρά. Την έρημο δηλαδή της Ατακάμα, της πιο ξερής γης στον κόσμο, όπου αν κοιμηθείς βράδυ λένε πως μπορείς να πεθάνεις από τρόμο, γιατί δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Το πρωί όμως που ξυπνήσαμε ο υπνόσακος ήταν μούσκεμα, τόσο που ρώτησα τον Φρέντυ αν έβρεξε. «Ναι, έβρεξε, όπως άλλωστε γίνεται πάντα τη νύχτα της 31ης Μαρτίου στην έρημο της Ατακάμα, της οποίας η επιφάνεια σκεπάζεται από ένα κόκκινο λουλούδι στο χρώμα του αίματος. Είναι τα ρόδα της ερήμου. Ανθίζουν μόνο για μια νύχτα μέχρι το μεσημέρι», μου εξήγησε ο Φρέντυ σημειώνοντας κάτι στο τετράδιό του.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Κάποιος κοινός γνωστός μου είπε, τρεις μέρες μετά το φασιστικό πραξικόπημα, πως πέθανε από τα βασανιστήρια με τη γροθιά σηκωμένη τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα. Από τότε, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ανοίξω ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο όπου θα απαριθμώ τα θαύματα του κόσμου.»
Η επιτυχία…Το 1998 μετά την κυκλοφορία του ένατου βιβλίου του, «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» και το βραβείο Juan Tigre ο Σεπούλβεδα βρίσκει μια απροσδόκητη ανταπόκριση από το κοινό, σε σημείο που οι πωλήσεις των βιβλίων του ξεπερνούν αυτές των Μαρκές και της Αλιέντε… Ύστερα από τόσα χρόνια περιθωριακής ζωής, είναι παράξενο συναίσθημα η επιτυχία;
«Ο Γέρος ήταν ένα βιβλίο που διαδόθηκε στόμα με στόμα. Νομίζω ήταν και θέμα στιγμής, βγήκε σε μια εποχή που τα μυθιστορήματα που γράφονταν στην Ευρώπη ήταν μάλλον παρατηρήσεις πάνω στη λογοτεχνία. Τη στιγμή, που ο μέσος αναγνώστης, και θεωρώ τον εαυτό μου μέσο αναγνώστη, έχει ανάγκη μια ιστορία ενδιαφέρουσα, αφηγημένη καλά, και πόσο μάλλον όταν αυτή διαδραματίζεται σ’ ένα μέρος όπως η Αμαζονία. Και ο ρόλος της λογοτεχνίας αυτός είναι• να εξηγεί τι ζούμε, την πιο κρίσιμη στιγμή.
Θέλω να εξιστορήσω τη ζωή των ανθρώπων που δεν θα εμφανιστούν ποτέ σε κανένα βιβλίο Ιστορίας και που είναι πραγματικά σημαντικοί. Οι ήρωες των βιβλίων μου είναι περιθωριακοί, γιατί ανάμεσά τους αισθάνομαι κι εγώ καλά. Έτσι άλλωστε επιγραφόταν και η στήλη μου στην El País και την Corriere de la Serra γιατί κι εκεί μιλούσα για πρόσωπα που γνώρισα κάποτε και ακόμα θαύμαζα πολύ.»
«Όσοι δείχνουν τον κόσμο όπως είναι, και κεντρίζουν την προσοχή του αναγνώστη σε μια σειρά θέματα ακόμη και δυσάρεστα. Για μένα λογοτεχνία και φιλία είναι ένα και το αυτό, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θα τους καλούσα λοιπόν όλους στο αγαπημένο μου μπαρ στη Βαρκελώνη, εκεί που ο «δράκος» των Κρονόπιο και Φάμα ο Χούλιο Κορτάσαρ έγραψε: τον έρωτα καλύτερα να μην τον κάνεις, άφησέ τον να σε παρασύρει στη δίνη του, και θα ήταν αρκετοί. Ακόμη και ο Μανόλο που νοσταλγώ (Μονταλμπάν), ο Φαχάρντο, ο Λαντέρο, ο Πάκο Τάιμπο ΙΙ και ο Σαντιάγο Γκαμπόα… θα πίναμε Jack Daniels με πάγο και φυσικά, τζιν τόνικ για τον papa Hemingway.»
Ένα σχετικά άγνωστο projectΤο βιβλίο για την Παταγονία: «Δέκα χρονιά δουλειάς με τον φωτογράφο και φίλο Daniel Mordzinski. Εκεί που η γη είναι τόσο απάτητη ακόμα και άγρια, γαλοζοπράσινη κι όμορφη που θα ’πρεπε να ανακηρυχθεί σ’ ένα ακόμα θαύμα της ανθρωπότητας.»
Αν η ζωή ήταν μια στιγμή…«Θα ήταν μια ευτυχισμένη μέρα όπως τότε που η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε να εκδοθεί ο Πινοτσέτ από την Αγγλία για να δικαστεί σε ισπανικό δικαστήριο.»
Από τη Χιχόν της Ισπανίας όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια παντρεμένος ξανά με την πρώτη του γυναίκα, την ποιήτρια Carmen Yáñez (με την οποία έχουν ένα γιο μουσικό, τον Carlos) ο Λουίς Σεπούλβεδα είχε τότε γράψει:
«Ανοίγω ένα καλό μπουκάλι κρασί. Αγκαλιάζω τη γυναίκα μου Κάρμεν, που είναι ποιήτρια και κλαίει στο στήθος μου ψελλίζοντας τα ονόματα των δολοφονημένων και αγνοημένων συντρόφων μας. Έβρεχε και κείνη τη μέρα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 όταν ο Σαλβατόρ Αλιέντε δολοφονήθηκε, υπερασπιζόμενος μ’ ένα όπλο τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια της χώρας. Αυτή η βροχή όμως, η σημερινή είναι διαφορετική. Αυτή η βροχή είναι χαρούμενη και δεν αποτρέπει τους γείτονες από το να ‘ρθουν να μας συγχαρούν και να μας πουν πως είναι μαζί μας, στο πλευρό μας. Τρέμω και γράφω γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτε άλλο. Κλαίω σαν θυμάμαι τον πατέρα μου που στην κηδεία του δεν μπόρεσα να παραβρεθώ, τον Μπελαρμίνο Σεπούλβεδα, τον Βίκτορ Χάρα, όλους αυτούς που δεν επέτρεψαν στον πόνο να μπει πάνω από το καθήκον. Βρέχει στην Αστούριας και είναι μια απόλαυση να νιώθεις πως ακόμα και μια βροχή μπορεί να γιατρέψει τις παλιές πληγές.»
Hasta siempre, Lucho.