MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ/ΠΟΛΗ

Τα περίπτερα, φάροι σε μιαν αγνώριστη Αθήνα

‘Ενας μεγάλος, βραδινός περίπατος στο έρημο ιστορικό κέντρο εμφανίζει τα περίπτερα σαν πυγολαμπίδες στον δημόσιο χώρο. Ως μοναδικός χώρος κοινωνικοποίησης αυτές τις δύσκολες νύχτες, αποκαλύπτουν την διαχρονική αξία τους αλλά και τις προκλήσεις στις οποίες πρέπει ν’ ανταποκριθούν στο μέλλον. Σχολιάζουν ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Γιώργος Τζιρτζιλάκης και ο συγγραφέας Θανάσης Κάππος.

| ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Monopoli Team

Φωνές – περίεργο. Δυο πρεζόνια έχουν στήσει καβγά στην πλατεία του Μοναστηρακίου και οι αστυνομικοί της ΔΙ.ΑΣ., που έχουν αράξει στην Ερμού, τους παρακολουθούν αμέτοχοι. Βήμα ταχύ. Κουλουριασμένος στο βρώμικο πάπλωμα, σε μια από τις στοές της Αθηνάς, ο άστεγος άνδρας είναι η μοναδική ανθρώπινη παρουσία που συναντάς μετά από εκατοντάδες μέτρα. Κι ύστερα, ανηφορίζοντας για την Ομόνοια, το μουρμουρητό δυο υπαλλήλων καθαριότητας στη Βαρβάκειο φτάνει σαν μουσική στ’ αυτιά σου.

Όσες φωτογραφίες της έρημης Αθήνας κι αν έχεις δει αυτές τις μέρες, το βίωμα του κενού είναι αλλιώτικο· περίπου τραυματικό. Κι έτσι, όταν ο Σωτήρης, ένας από τους περιπτεράδες της Ομόνοιας ρωτάει χαμογελαστός «να σας κεράσω κάτι;» ανακτάς κάτι από τη χαμένη κοινωνικότητα της πόλης.

Στα δύσκολα μαθαίνει ο Σωτήρης, νέος περιπτεράς στην Ομόνοια.

Αθηναϊκή ιδιαιτερότητα

Στο ανοίκειο αστικό τοπίο της καραντίνας, τα αθηναϊκά περίπτερα μοιάζουν με σταθμούς “αντίστασης”. Φωτισμένα, φορτωμένα με κάθε λογής καλούδια, εντός κι εκτός ψυγείου, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά να αιωρούνται σαν διακοσμητικά, σηματοδοτούν ένα φορτίο ζωής και κινητικότητας, από αυτά που τόσο έχεις νοσταλγήσει τις εβδομάδες του κατ’ οίκον περιορισμού.

«Τα περίπτερα – αυτή η αθηναϊκή ιδιαιτερότητα – είναι μεσικά εργαλεία στην πόλη. Είναι κοινωνικοί κι επικοινωνιακοί πυκνωτές στο δημόσιο χώρο. Και ήταν πάντα. Τον 19ο αιώνα ως σημεία πώλησης των εφημερίδων, τον 20ο αιώνα και ως σημεία επαφής με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του τηλεφώνου. Πόσω μάλλον τώρα που αυτά τα χαρακτηριστικά μεγεθύνονται καθώς η πόλη έχει ερημώσει» συνηγορεί ο καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων – Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γιώργος Τζιρτζιλάκης.

Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους, φως στο σκοτάδι.

Αστικοί φάροι

Πράγματι, στην πλατεία Ομονοίας, εκεί που λειτουργούν τα περισσότερα περίπτερα απ’ οπουδήποτε αλλού στο ιστορικό κέντρο (τρία στον αριθμό) οι λιγοστοί περαστικοί συσπειρώνονται γύρω τους. Τσιγάρα, χαρτάκια για τον καπνό, αναψυκτικά, σπανίως ενδιαφέρον για τον Τύπο. Ασφαλώς, η κίνηση έχει πέσει κατακόρυφα.

Ο Σωτήρης έπιασε δουλειά στο περίπτερο λίγο πριν την καραντίνα – μαθαίνει στα δύσκολα, λέει – και ο τζίρος έχει μειωθεί στο 50%. «Μια κανονική μέρα μπορεί να φέρνει πάνω από 1000 ευρώ στο ταμείο. Αυτόν τον καιρό, δεν βγάζουμε ούτε 500. Για την νύχτα δεν το συζητάω. Μαζεύεται, δεν μαζεύεται ένα 30άρι, 40άρι ευρώ». Το περίπτερο στο οποίο δουλεύει ανήκει σε γνωστή εταιρία, κι έτσι ήταν ένα από τα ελάχιστα που έμειναν ανοιχτά στο κέντρο στη διάρκεια του lockdown και μάλιστα με 24ωρη λειτουργία. Κατοχυρώνοντας για το περίπτερο το ρόλο ενός αστικού φάρου – περισσότερο κυριολεκτικά και λιγότερο μεταφορικά.

Παραδίπλα, ο Μπατσού ένας φιλήσυχος Μπαγκλαντεσιανός, ετοιμάζεται να κλείσει για το βράδυ «γιατί έχει πάει 21.00 και δεν έχει πια δουλειά. Αλλιώς, δεν φοβάμαι να μείνω μόνος την νύχτα. Πιο συχνά με κλέβουν όταν έξω είναι κανονικά παρά τώρα» λέει με τα συμπαθητικά ελληνικά που έχει μάθει στην 20ετία παραμονής του στην Ελλάδα.

Ο Μπατσού από το Μπαγκλαντές στην πλατεία Ομονοίας.

Αλλαγή φιλοσοφίας

Στο πέρασμα του χρόνου το ιδιοκτησιακό και λειτουργικό καθεστώς του περιπτέρου άλλαξε εντελώς. Από την ανάγκη να αποκατασταθούν οι τραυματίες και οι ανάπηροι πολέμου – αυτοί ήταν εξάλλου οι πρώτοι που εξασφάλισαν άδεια λειτουργίας του περιπτέρου στη χώρα – μέχρι την οργάνωση της αγοράς και πώλησης καπνού, τα περίπτερα έχουν περάσει σε νέα φάση. Οι περιπτερούχοι είναι ελάχιστοι, οι ιδιοκτήτριες εταιρίες λίγες και κραταιές που τροποποιούν ολοένα και δραστικά τη φιλοσοφία τους – ακόμα και το desing του περιπτέρου – προσλαμβάνοντας υπαλλήλους να τα λειτουργήσουν.

Το περίπτερο ως σημείο αναφοράς στην εξέλιξη της κοινωνίας.

Σημείο αναφοράς στην κοινωνία

Παρόλα αυτά, το περίπτερο παραμένει ένας κρίσιμος μάρτυρας στα καθημερινά μα και ιστορικά τεκταινόμενα της πόλης. «Τα νέα της ήττας των Ελλήνων στον πόλεμο του 1897 μαθεύτηκαν από τα περίπτερα. Στην Κατοχή, όταν οι δρόμοι της Αθήνας είχαν γεμίσει με πτώματα, τα περίπτερα παρέμεναν ανοιχτά. Δεν είναι η πρώτη φορά δηλαδή, που το περίπτερο λειτουργεί κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και πολιτικές αναταράξεις. ‘Ηταν και είναι ένα σημείο αναφοράς στην εξέλιξη της κοινωνίας, ένας φάρος για την πόλη, τόσο τη μέρα, όσο και τη νύχτα» παρατηρεί ο Θανάσης Κάππος, συγγραφέας (μεταξύ πολλών άλλων) του βιβλίου «Τα περίπτερα της Αθήνας» (εκδόσεις Αλήθεια).

Πτώση 85% στην κίνηση λόγω πανδημίας.

Σιωπηλά παρατηρητήρια

Στην συμβολή της Ακαδημίας με την Ιπποκράτους, μετά από τον μοναχικό περίπατο στην Κάνιγγος και στα νότια των Εξαρχείων – που οριακά σε έφερε κοντά σε εξοδούχους σκυλογονείς – ο κύριος Βασίλης κρατάει αναμμένο το φως. «’Οχι, επειδή έχω δουλειά, αλλά επειδή δεν μπορώ να μείνω στο σπίτι. Εδώ η πελατεία έχει μειωθεί κατά 85%, δεν πρόκειται καν για την επιβίωση, δουλεύω από αυτοματισμό. ‘Ασε που το να βλέπεις αυτή την έρημη εικόνα είναι τρομακτικό. Δεν φαντάζεσαι πόσο» λέει και μοιάζει να έχει στήσει ένα παρατηρητήριο στη σιωπή και το σκοτάδι.

Το βλέμμα του φιλτράρεται από μια χειρόγραφη οδηγία για τήρηση της απόστασης των δύο μέτρων. Κάνεις ακαριαία κι άλλο πίσω. Το περίπτερο του, επιμένει παραδοσιακά – Τύπος, τσιγάρα, ψιλικά – χωρίς τις συνήθεις επεκτάσεις στα γύρω πεζοδρόμια. Επιμένει και πνευματικά, έχοντας τοποθετήσει στα παλιά, κίτρινα ράφια και βιβλία πολιτικής έρευνας. Προφανώς και ανήκει στη μειοψηφία. Τα περίπτερα νέας γενιάς έχουν γίνει ημιυπαίθρια μίνι μάρκετ.

Με διαστάσεις, πλέον, μίνι μάρκετ.

Επεκτατική διάθεση

«Υπάρχει μια ολοένα και αυξανόμενη λαιμαργία καταπάτησης του δημόσιου χώρου από το περίπτερο. Οι διαστάσεις 1.5×1.5μ. αποτελούν παρελθόν αλλοιώνοντας σε τελική ανάλυση και το χαρακτήρα τους. Τώρα τα περίπτερα διαθέτουν δύο και τρία ψυγεία, άλλα για παγωτά, άλλα για αναψυκτικά, stand για παιχνίδια, άλλο χώρο για τις εφημερίδες και τα περιοδικά, με λίγα λόγια υποδύονται τα καταστήματα. Παρατηρείται πια, ο υδροκεφαλισμός του περιπτέρου, μια τρομερή επεκτατικότητα στον πολύτιμο – ειδικά στη μετά covid εποχή- δημόσιο χώρο. Διαπιστώσαμε, αυτές τις εβδομάδες, τη μεγάλη ένταση με την οποία βιώθηκε ο δημόσιος χώρος. Και από τη στιγμή που η πανδημία θέτει καινούργια δεδομένα παγκοσμίως, ο δημόσιος χώρος πρέπει να προστατευθεί πάση θυσία. Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να δούμε και τον ανασχεδιασμό των περιπτέρων, να σκεφτούμε το ρόλο τους και το χώρο που πρέπει να καταλαμβάνουν» τονίζει ο κ. Τζιρτζιλάκης.

Περίπτερο, ο βασιλιάς του λιανοπωλείου.

Μίνι μάρκετ

Για την ώρα, η πόλη παραμένει ερμητικά κλειστή. Μαζί της και τα διαδοχικά κλειστά περίπτερα στους γύρω χώρους του Πανεπιστημίου και στην Σταδίου. Μέχρι ξαφνικά να εκτονωθούν – σαν σύνθεση σε πίνακα του Ντε Κίρικο – σε δύο ανοιχτά πολυ-περίπτερα στο Κολωνάκι. Ο Παναγιώτης εποπτεύει την κίνηση στην πλατεία μέσα από μια μοντέρνα, διάφανη κατασκευή που λίγο θυμίζει το περίπτερο όπως το ξέρεις. Την πρόσοψη του καταλαμβάνουν λίτρα αντισηπτικών υγρών, κουτιά από γάντια, χαρτιά κουζίνας σε συστάδες. Σωστό μίνι μάρκετ. Γι’ αυτό και, όπως εξηγεί, «η κίνηση όχι μόνο δεν έχει μειωθεί στην καραντίνα, αλλά έχει αυξηθεί κιόλας». Μια κυρία, με γάντια, μάσκα και πιστωτική ανά χείρας καταφθάνει και γεμίζει μια πολυχρηστική τσάντα με το «μισό» περίπτερο. «Αυτό που σου έλεγα» λέει με νόημα.

Ο Μιχάλης, έμπειρος περιπτεράς, στην Καραγιώργη Σερβίας.

Ο περιπτεράς της γειτονιάς

Στο Κολωνάκι όπου η κατοικία συνυπάρχει με την εμπορική δραστηριότητα, ο πελάτης συντηρεί μια σχεδόν προσωπική σχέση με τον περιπτερά. «Οι πιο πολλοί είχαν όρεξη για κουβέντα, μετά από τόσες μέρες κλείσιμο στο σπίτι. Αλλά πάντα λέμε και κάτι παραπάνω» εξηγεί ο Παναγιώτης. «‘Εχει σημασία ο περιπτεράς να διατηρεί ένα επίπεδο οικειότητας, να είναι το πρόσωπο της γειτονιάς. Να ξέρει τι καπνίζει ο καθένας ή τι εφημερίδα διαβάζει, τι καταναλώνει, τέλος πάντων, από το περίπτερο του» υπενθυμίζει ο Θανάσης Κάππος. Ξαφνικά, η εικόνα του περιπτερά που είχε ακουμπήσει στο τασάκι τα τσιγάρα του πατέρα σου πριν προλάβεις να βγάλεις λέξη, αναβιώνει στο μυαλό σου.

Στην πλατεία Συντάγματος, το χαρακτηριστικό περίπτερο, παραμένει κλειστό κατά τις εβδομάδες της πανδημίας.

Οδοδείκτες στην πόλη

Απόψε, στην πλατεία Συντάγματος, στην καρδιά της Αθήνας, μόλις τα δύο από τα έξι περίπτερα είναι ανοιχτά. Το ένα στα όρια του souvenir shop – με ομοιώματα από τσολιάδες και αθηναϊκές κουκουβάγιες πίσω από γυάλινες βιτρίνες (χωρίς να εξαιρεί όλα τα υπόλοιπα προϊόντα) – το άλλο, στην Καραγιώργη Σερβίας, σε πιο ήπια κλίμακα. Βασικοί πελάτες τους αυτό τον καιρό, όπως λέει ο Μιχάλης, είναι τα λιγοστά ανοιχτά γραφεία, οι τραπεζικοί υπάλληλοι και οι περαστικοί. Αυτό το βράδυ, η κίνηση τους συντηρείται από την πιάτσα των ταξί.

«’Οσο κι αν έχουν αλλάξει τα πράγματα στην αστική λειτουργία, τα περίπτερα εξακολουθούν να λειτουργούν σαν οδοδείκτες, σαν σημάνσεις στην πόλη. Και κυρίως σαν φωλιά των εργαζόμενων, των οδηγών, των περαστικών και των μοναχικών. Συχνά παραπέμπουν σε υπαίθρια καφενεία, κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο δημόσιο και τον ημι-δημόσιο χώρο. Τα περίπτερα συμπυκνώνουν μια σημαντική φόρτιση στη λειτουργία της πόλης» εξακολουθεί ο κ.Τζιρτζιλάκης.

Κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο δημόσιο και τον ημι-δημόσιο χώρο, σύμφωνα με τον καθηγητή αρχιτεκτονικής, Γιώργο Τζιρτζιλάκη.

Ένας κόσμος μινιατούρας

Καθώς το βράδυ προχωράει και οι λιγοστοί πεζοί χάνονται στα στενά του κέντρου, τα περίπτερα – όχι περισσότερα από δέκα σε πάνω 100 εγκαταστάσεις περιπτέρων στην ακτίνα του ιστορικού κέντρου – φέγγουν σαν πυγολαμπίδες. Γαληνεύουν, κατά κάποιο τρόπο, το κενό. Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης επιμένει πως τα περίπτερα φέρουν, έτσι κι αλλιώς, κάτι μαγικό «γιατί είναι ταυτισμένα με τις παιδικές μας αναμνήσεις για μικρές αγορές και δώρα, γιατί έχουν τα πάντα, γιατί είναι ένας κόσμος μινιατούρας σ’ ένα ανοιχτό περιβάλλον». Ίσως σ’ αυτή τη μαγεία να οφείλουν την ανθεκτικότητα τους στο χρόνο και στις αντίξοες συνθήκες.

Περισσότερα από Art & Culture