Γιώργης Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη
Καθώς τα ελληνικά μουσεία ετοιμάζονται για να υποδεχθούν ξανά το κοινό τους μετά από τη μακρά υποχρεωτική αργία που ξεκίνησε τη 13η Μαρτίου 2020, αντιμετωπίζουν μια σειρά από προκλήσεις. Όπως και όλοι οι πολιτιστικοί οργανισμοί που στηρίζονται στην εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία τους, έτσι και το Μουσείο Μπενάκη έχει πληγεί από την αποστέρηση των τακτικών ροών εσόδων. Mάλιστα θα συνεχίσει να πλήττεται από τη ελεγχόμενη προσέλευση στους χώρους του και από την διστακτικότερη χρήση των υπηρεσιών του. Επιπλέον, η εστίαση των σταθερών υποστηρικτών του έχει μετατοπισθεί προς την αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών επιπτώσεων του κλεισμού και της συνακόλουθης ύφεσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη αναπροσαρμογής του προγραμματισμού των εκθέσεων και εκδηλώσεων των επόμενων μηνών, ακόμα και χρόνων, είναι το ελάχιστο πρόβλημα – άλλωστε έχουμε μπροστά μας δύο χρονιές – ορόσημα, τον εορτασμό των διακοσίων ετών από την κήρυξη της Επανάστασης και την εκατονταετία από την μικρασιατική καταστροφή, κατά τις οποίες θα παρουσιαστούν σχετικές εκθέσεις οι οποίες ήδη ετοιμάζονται.
Τα μουσεία είναι τα όμορφα σπίτια όλων μας, ανοικτά, περιποιημένα και γεμάτα θησαυρούς που μπορούμε κάθε στιγμή να χαρούμε
Το κόστος της διακοπής και της επερχόμενης, υπό όρους, λειτουργίας του Μουσείου είναι τόσο υψηλό και η αβεβαιότητα για τον χρονικό ορίζοντα των όρων αυτών είναι τόσο εξοντωτική ώστε να θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά μας – μια βιωσιμότητα που κατακτήθηκε με σκληρή προσπάθεια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και που βασίστηκε στην υψηλή ποιότητα του πολιτιστικού έργου και την συνακόλουθη στήριξη του κοινού και των χορηγών. Αυτό το μοντέλο υγιούς βιωσιμότητας, πρωτοποριακό στην Ελλάδα, απέδιδε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα έως ότου ενέσκηψε η πανδημία.
Η απειλή είναι υπαρκτή και εξαιρετικά σοβαρή αλλά και η προσπάθεια συνεχίζεται. Από την 14η Μαρτίου το ανθρώπινο δυναμικό μας εργάζεται, όχι μόνο για την «επόμενη μέρα», αλλά και για την διαρκή και ποιοτική επαφή με το κοινό. Η εβδομαδιαία αποστολή ενημερωτικών δελτίων (newsletter) με προτάσεις για μικρούς και μεγάλους, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και οι διαλέξεις, η δημιουργία σειράς ολιγόλεπτων βίντεο με θέμα αντικείμενα των συλλογών («Close Ups»), η λειτουργία του Πωλητηρίου που δεν έπαψε να στολίζει τα σπίτια μας με όμορφα και χρήσιμα αντικείμενα, το επιτυχημένο bazaar εκδόσεων του Μουσείου που παρατάθηκε λόγω μεγάλης ζήτησης, όλες τούτες οι δράσεις στηρίχθηκαν στις διαδικτυακές μας πλατφόρμες ατελώς και δίχως χρονικούς περιορισμούς (κι εάν όλα πάνε καλά θα θέλαμε να συνεχίσει αυτό). Ταυτόχρονα, η άμεση και οικονομική αποστολή πραγμάτων και βιβλίων προσέδωσε μια υλική διάσταση στην επαφή αυτή, κάτι απαραίτητο στην εποχή της άχαρης «άυλης» επικοινωνίας.
Και εδώ βρίσκεται μια σπάνια αχτίδα αισιοδοξίας. Εχθές επισκέφθηκα το κατάστημα μιας παιδικής φίλης που ετοιμαζόταν για το άνοιγμα της 18ης Μαΐου (αλίμονο, το άνοιγμα των μουσείων αργεί ακόμα) και η λαχτάρα της επανασύνδεσης νίκησε τις επιταγές της σωματικής αποστασιοποίησης: Aγκαλιαστήκαμε στιγμιαία.
Παρόμοια, πιστεύω ότι η (ομολογουμένως ασφαλέστερη) «ενσώματη» επαφή με τα εκθέματα και τους χώρους των μουσείων θα νικήσει οποιονδήποτε δισταγμό – η επίσκεψη στο μουσείο δεν είναι απλώς θέαση, δεν είναι μόνο μάθηση, είναι κυρίως εμπειρία. Τα μουσεία είναι τα όμορφα σπίτια όλων μας, ανοικτά, περιποιημένα και γεμάτα θησαυρούς που μπορούμε κάθε στιγμή να χαρούμε, όλοι μαζί και ένας-ένας χωριστά. Και αυτή την αίσθηση οικειότητας και καλωσορίσματος καλλιεργεί το Μουσείο Μπενάκη εδώ και χρόνια. Ας μην λησμονούμε πως η συλλογή του αποτελεί κοινό κτήμα καθόσον δεν είναι ιδιωτική, όπως συχνά λέγεται, αλλά εθνική, δηλαδή ανήκει σε όλους – και η φροντίδα της αποτελεί χαρά και ευθύνη όλων.