MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Έλενα Μαρούτσου, «Θηριόμορφοι»: Τόση ομορφιά σε 211 σελίδες!

«Θηριόμορφοι»· ένα καλειδοσκοπικό βιβλίο με υποβλητικό τίτλο και ονειρική, ανησυχαστική φωτογραφία εξωφύλλου. Στις σελίδες του, καθρεφτίζονται άνθρωποι σε ζώα, λέξεις σε φωτογραφίες, και «σκοτεινά παραμύθια» μεταλλάσσονται σε μια λοξή ματιά της πραγματικότητας. Η συγγραφέας του, Έλενα Μαρούτσου μας ξεναγεί…

Αγγελική Βασιλάκου | 19.05.2020

4 Μαΐου άνοιξαν τα βιβλιοπωλεία. Με γάντια και με μάσκα. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Στον πρώτο πάγκο βιβλιοπωλείου μια γυναίκα κοιτάει κατάματα τον αναγνώστη μέσα από το μάτι ενός κορακιού. Περίεργη φωτογραφία με κόκκο, της Λάουρα Μακαμπρέσκου. Υποβλητικός ο τίτλος• «Θηριόμορφοι». Έλενα Μαρούτσου, η συγγραφέας. Το ανοίγεις και μένεις έκθαμβος. Έμφυλη λογοτεχνία με στοιχεία μαγικού, φανταστικού• ανοικτή πλοκή που μυεί στον αναγνώστη μέσα από αποσπάσματα βιβλίων, σκηνές από ταινίες, στίχους τραγουδιών, θραύσματα ονείρων• φωτογραφίες και λέξεις αντικριστές σ’ ένα κάτοπτρο που μεγεθύνει την επιθυμία, και του θυμίζει ότι η ζωή είναι εκεί Έξω. Και μέσα μας.

Πόση πραγματικότητα χωράει στο βιβλίο σας και τι θηρία κρύβουμε μέσα μας;

Το βιβλίο ξεκινάει από την πεποίθηση πως κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του ένα θηρίο που υπό κάποιες ακραίες συνθήκες μπορεί να εμφανιστεί. Η πραγματικότητα, ιστορική αλλά και ιδιωτική, βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, το ίδιο και το μυθιστόρημα.

«Κουρδίσατε» την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος στο κλειδί των 50 ένθετων φωτογραφιών της Πολωνής φωτογράφου. Πώς σας συγκινούν αυτές οι εικόνες;

Όλα ξεκίνησαν πράγματι από την σαγήνη που μου άσκησαν οι φωτογραφίες της Λάουρα Μακαμπρέσκου. Όταν –τυχαία– τις ανακάλυψα, μου έκαναν βαθιά εντύπωση και η θεματική τους ταίριαξε σε μια ιδέα που είχα από καιρό: να γράψω για τη σχέση ανθρώπου και ζώου. Τη διαδικασία την περιγράψατε με αρκετή ακρίβεια: οι φωτογραφίες ενέπνευσαν σε μεγάλο βαθμό την πλοκή του βιβλίου, η ατμόσφαιρα του οποίου «κουρδίστηκε» –με τη μουσική έννοια του όρου– στο κλειδί τους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το ρομαντικό, συμβολικό αλλά και μακάβριο ή ανοίκειο στοιχείο των φωτογραφιών μεταγγίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο κείμενο προσδίδοντάς του δραματική ένταση καθώς και ονειρικά ή ποιητικά στοιχεία.

Στο βιβλίο σας “Μεταξύ συρμού και αποβάθρας” (Καστανιώτης, 2008) υπήρχαν εικόνες του Μαγκρίτ και στο “Δύο” (Κίχλη, 2018) σχέδια της ζωγράφου Εύης Τσακνιά, εμπνευσμένα από την φωτογράφο Ντιάν Άρμπους. Μια συγγραφέας χωρίς αναστολές όπως εσείς, χρειάζεται άραγε την τέχνη να «μιλήσει», όπως η γιαγιά Λουτσία το θέατρο;

Η γιαγιά Λουτσία, όταν ήταν κοριτσάκι αποφάσισε να σφραγίσει το στόμα της. Στη συνέχεια, αποποιήθηκε την οικειοθελή σιωπή της και βρήκε τη «φωνή» της μέσα από το θέατρο. Γιατί κάθε τέχνη αποτελεί μια γλώσσα. Αν και η δική μου γλώσσα είναι κυρίως αυτή της λογοτεχνίας, έχω ασχοληθεί θεωρητικά αλλά και δημιουργικά και με τη γλώσσα των εικαστικών, που είναι πιο υπαινικτική, κεντρίζει τη φαντασία, προκαλεί άμεσα το συναίσθημα κι είναι πιο ανοιχτή στην ερμηνεία. Άλλωστε η εικόνα είναι και η βάση, πιστεύω, του γραπτού μου λόγου, ο οποίος στηρίζεται πολύ στη μεταφορά, την οπτικοποίηση δηλαδή του νοήματος.

Ή μήπως η αντίστιξη της εικόνας με τον λόγο είναι ένα οπτικό ποίημα, όπου ο αναγνώστης μαρμαρωμένος εύχεται να μην τελειώσει η ανάγνωση…, ενώ, στο μεταξύ, διαβάζει και βλέπει τρομερά πράγματα;

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η μεταφορά: ένα οπτικό ποίημα βασισμένο στο ζευγάρωμα εικόνας και λόγου… Και είναι επίσης πολύ κολακευτικό αν το αποτέλεσμα κάνει τον αναγνώστη να «μαρμαρώνει» ευχόμενος να μην τελειώσει η ανάγνωση.

“Ας αρχίσουμε διαφορετικά την ιστορία, προτείνει η Μάργκαρετ Άτγουντ: It was dark inside the wolf…” Κρίνοντας από τα θέματά σας, τον ερωτισμό και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, τη φύση της σεξουαλικής ορμής και τη διαπλοκή πόνου και ηδονής, τις ουλές που αφήνουν τα τραύματα και τη δημιουργική τους δύναμη, έχω την αίσθηση ότι όχι μόνο ξεκινάτε αλλά συνεχίζετε και να τη γράφετε διαφορετικά.

Δεν ξέρω αν τα θέματά μου ή ο τρόπος μου διαφέρουν ριζικά από των υπολοίπων, το σίγουρο είναι πάντως ότι δεν τα επέλεξα για να κάνω τη διαφορά. Ίσως μάλιστα να μην πρόκειται καν για «επιλογή». Νομίζω πως όταν γράφει κανείς δεν ακολουθεί ένα σχέδιο αλλά μια ανάγκη να μιλήσει για ό,τι τον αφορά άμεσα, ό,τι για τον ίδιο είναι ζωτικό, πιεστικό, φλέγον. Με άλλα λόγια γράφω έτσι, γιατί έτσι είμαι. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

«…έτσι είναι το μίσος: φλύαρο. Η αγάπη είναι λιγόλογη κι ο θάνατος ολότελα μουγκός» λέει κάποια στιγμή στο βιβλίο η Μαριάννα, αναφερόμενη στο «Μίσος» της Σιμπόρσκα. Γιατί;

Το μίσος είναι σαν μια φωτιά που καίει τον άνθρωπο από μέσα και δεν τον αφήνει να ησυχάσει, πυροδοτώντας έναν καταιγισμό από λέξεις, που ουδέποτε όμως κατορθώνουν να κατευνάσουν την μανία του. Έχετε δει ανθρώπους που μιλούν μόνοι τους στο δρόμο… Τις περισσότερες φορές πρόκειται για έναν οργισμένο μονόλογο, ένα παραλήρημα λέξεων που κοχλάζουν μέσα στον άνθρωπο παλεύοντας να βρουν διέξοδο, να φτάσουν τον στόχο τους. Η αγάπη, αντίθετα, είναι ήσυχη, αυτάρκης, ακτινοβολεί. Δεν χρειάζεται τόσο τις λέξεις σαν οχήματα νοήματος. Το νόημα είναι η ίδια. (Μιλώ για την αγάπη, όχι για τον έρωτα, ο οποίος μπορεί να είναι εξίσου αμετροεπής και παραληρηματικός με το μίσος). Όσο για το θάνατο, αυτός σφραγίζει το στόμα όχι μόνο του ανθρώπου που πεθαίνει αλλά και όσων γύρω του βιώνουν έξαφνα, σαν μια τρομερή αλλά και απλή υπενθύμιση, τη ματαιότητα κάθε λέξης, την αδυναμία της να αναμετρηθεί με την θνητότητα.

Οι «Θηριόμορφοι» πλέκουν στις γραμμές τους τραγούδια με ταινίες, φωτογραφίες με μύθους και απτά περιστατικά της πραγματικής ζωής. Αυτή η σχέση πραγματικότητας με την τέχνη αποτελεί συγγραφική εμμονή;

Δεν έχετε άδικο. Σε όλα σχεδόν τα βιβλία μου τα τεκταινόμενα της πλοκής διαπλέκονται με τις αντανακλάσεις τους στην τέχνη. Με ενδιαφέρει πολύ όχι μόνο ο τρόπος που η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή –μέσα από τα τραγούδια, τις ταινίες, τα βιβλία, τους πίνακες, τις φωτογραφίες– αλλά και ο τρόπος που αλληλεπιδρά με αυτήν, ο τρόπος που την επηρεάζει. Για παράδειγμα, ο Βέρθερος του Γκαίτε οδήγησε σε ένα κύμα αυτοκτονιών, όταν δημοσιεύτηκε. Αυτό δείχνει, κατά τη γνώμη μου, πως τέχνη και ζωή είναι αξεδιάλυτα δεμένες, η μια τραβάει την άλλη από το χέρι κι από κοινού ορίζουν την πραγματικότητα.

Και μια εμμονή στην πραγματική ζωή τώρα που η πραγματικότητα διαγράφεται διαφορετική;

Τώρα που η πραγματικότητα διεκπεραιώνεται όλο και πιο άυλα κι ανέπαφα, είναι σημαντικό, πιστεύω, να εμμείνουμε στο σώμα, ας μην αφήσουμε τη ζωώδη μας πλευρά να ατονήσει, να ξεχαστεί. Ας διαφυλάξουμε τη μνήμη της εγγύτητας ώστε να την ξαναβρούμε. Ως μικρό δώρο γι αυτή τη συνέντευξη θα ήθελα να «κλείσω» με την πρώτη στροφή ενός ποιήματος της Mary Oliver: “You do not have to be good./ You do not have to walk on your knees/ for a hundred miles through the desert, repenting./ You only have to let the soft animal of your body/ love what it loves”.

Info

Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University της Αγγλίας.

Έχει γράψει τα βιβλία: Του ύψους και του βάθους (Αλεξάνδρεια, 1988), Οι προδοσίες των ονομάτων (Αλεξάνδρεια, 2004), Μεταξύ συρμού και αποβάθρας (Καστανιώτης, 2008, βραβείο μυθισστορήματος Athens Prize for Literature, 2009), Το Νόημα (Κέδρος, 210), Οι χυδαίες ορχιδέες (Κίχλη, 2015, υποψήφιο για το Βραβείο του περιοδικού Ο Αναγνώστης, για το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) και Δύο (Κίχλη, 2018).

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Έλενα Μαρούτσου, «Θηριόμορφοι». Images © Laura Makabresku

Μυθιστόρημα, Art Book… σε μια έκδοση – Έργο Τέχνης
Εκδ. «ΠΟΛΙΣ», δια χειρός Μαρίας Τσουμαχίδου

Περισσότερα από Βιβλία