Η Εύη Σαουλίδου θέλει να γεράσει με την Μπέτα
‘Ανθρωποι που εκτιμούμε για το ταλέντο τους μας κάνουν να τους εκτιμήσουμε διπλά: Αφηγούμενοι πως έβαλαν στη ζωή τους σκύλους και γάτες, ζώα συντροφιάς, και τους επέτρεψαν να την αλλάξουν ολοκληρωτικά. Προς το καλύτερο, εννοείται. Γιατί ο πολιτισμός (κι) εκεί φαίνεται.
Ηταν καλοκαίρι του 2012. Ο «Αμφιτρύωνας» του Εθνικού Θεάτρου – η σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή που έμελλε να γίνει το κύκνειο άσμα του – είχε μόλις κάνει την πρεμιέρα της στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Και η Εύη Σαουλίδου χόρευε. Χόρευε και η τύχη της δούλευε.
Το θηλυκό κουταβάκι που πήρε μαζί της γυρίζοντας από εκείνο το βράδυ στο θρυλικό «Καπάκι» έχει επιφέρει τέτοια αλλαγή στη ζωή της, που η ίδια εύχεται να μπορούσε να την ξοδέψει ολόκληρη μαζί της.
Οκτώ χρόνια μετά, αφηγείται μια σειρά από περιπέτειες με την Μπέτα (από το Τρομπέτα) που όλοι της λένε ότι της μοιάζει.
Το Μπέτα βγαίνει απο το Τρομπέτα αλλά και από το Beta version, ως πρώτο σκυλί.Αλλιώς: Ρεμπέτα, Μπετίνι,μπιτόνι, Μπετόβεν, μπετούγια ή Μπέτογλου, από Ανατολή. Βρέθηκε στην Επίδαυρο τον Αύγουστο του 2012, μετά την πρεμιέρα του «Αμφιτρύωνα». Το άλλο φαβορί όνομα ήταν το ντίσκο, μιας και βρέθηκε έξω από το Καπάκι.
Το πρώτο της ταξίδι ήταν λίγες μέρες μετά, στη Σαμοθράκη· σκαρφάλωνε στα βράχια και έβρισκε το δρόμο για τη σκηνή.
Γίνεται δική σου με γιαούρτι και κοτόπουλο. ‘Οταν ήταν 1.5 χρόνων έφυγε κυνηγώντας μια γάτα. Μετά από πέντε μαρτυρικές μέρες -κατά τις οποίες γυρίζαμε την Αθήνα ρωτώντας σουβλατζίδικα, πάρκα και αδέσποτα – γύρισε μόνη της πεινασμένη, μετανιωμένη αλλά έμπειρη.
Όλο το πρώτο διάστημα που ζούσαμε μαζί, την έβλεπα στον ύπνο μου,να μου μιλάει και να κάνουμε ολόκληρες συζητήσεις στην ανθρώπινη γλώσσα.
Όταν πηγαίνουμε βόλτες και τρέχει, συχνά γελάει. Της αρέσει ακόμα να σκαρφαλώνει στα απόκρημνα μέρη.
Μαδάει πολύ και της αρέσει να τρίβει την πλάτη της στο έδαφος. Της αρέσουν τα ταξίδια. Αν υπάρχει στο χώρο τζάκι ή σόμπα, κάθεται τόσο κοντά που νομιζεις ότι θα αρπάξει. ‘Εξω, αν υπάρχει κάπου νερό θα βρέξει σίγουρα τα πόδια της, όμως έχει κολυμπήσει μόνο δυο φορές όταν η θάλασσα ήταν λάδι. Το μπανιο με σαπούνι το υπομένει σαν ταριχευμένη που ξαναζωντανεύει μετά το πέρας της διαδικασίας.
Σέβεται τα αδέσποτα και γίνεται αμέσως φίλη τους,κλαίει όταν τα βλέπει από το μπαλκόνι και νομίζω πως κατά βάθος θα ήθελε να είναι ένα από αυτά.Οι καλύτερες φίλες της είναι η Μάγια και η Λάικα και από αγόρια, ο Δίας.
Επίσης της άρεσε να μασάει μολύβια και μια μέρα που γύρισα σπίτι νόμισα αρχικά ότι ήταν μες τα αίματα αλλά τελικά είχε φάει ένα μολύβι χειλιών κόκκινο και ήταν απλως βαμμένη.
Αν έχει να σε δει καιρό, κλαίει και πηδάει στο ύψος σου για να σε φιλήσει στο στόμα.
‘Οταν είχα σπάσει ένα κοκκαλάκι στο μετατάρσιο, σταμάτησε να ανεβαίνει στο κρεβάτι μου με δική της πρωτοβουλία.
στο ντοκιμαντέρ του Robin Vanbesien, «Under these words».
Οι άνθρωποι λένε ότι μοιάζουμε με τη Μπέτα, όπως τα σκυλιά με τους ανθρώπους τους. Δεν το βλέπω η ίδια, μακάρι όμως να είναι έτσι, γιατί στα μάτια μου είναι τόσο καλή και όμορφη. Θα ήθελα αν καταφέρω να γεράσω να την είχα δίπλα μου.
είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι ο χρόνος στην αγάπη μπορεί να είναι μόνο πολύτιμος.