Με πάνω από 30 χρόνια μουσικής πορείας, το όνομα του Δημήτρη Μυστακίδη είναι πλέον “ταυτισμένο” με τη λαϊκή κιθάρα, αλλά και το ρεμπέτικο. Ίσως ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της ρεμπέτικης μουσικής σήμερα, ανέδειξε την παραδοσιακή μας κουλτούρα και μας έκανε να αγαπήσουμε ξανά το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Με αφορμή τη συναυλία του “Τα ρεμπέτικα της κιθάρας 2.0” στην Τεχνόπολη, ο Δημήτρης Μυστακίδης μας μιλά για το ρεμπέτικο, τη μουσική που ζητούν -και χρειάζονται- οι νέοι, αλλά και για την πραγματικότητα των καλλιτεχνών, όπως διαμορφώθηκε μετά την πανδημία.
Μαζί στην Τεχνόπολη, την Τρίτη 21 Ιουλίου, λοιπόν, “για να διώξουμε το γκρίζο” και να διασκεδάσουμε με τα αγαπημένα μας ρεμπέτικα τραγούδια όπως παλιά.
Ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Τα ρεμπέτικα ήταν η μουσική που άκουγαν οι γονείς μου στο σπίτι.
Επειδή αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα και σχεδόν κάθε φράση αυτής της διάλεξης θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο ανάλυσης θα πω μόνο τα έξης. Αναμφισβήτητα ήταν πολύ σημαντική. Η χρονική στιγμή που έγινε (στο τέλος δηλαδή ενός αιματηρού εμφυλίου), η τάση που επικρατούσε σε όλη την Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα για στροφή στον λαϊκό πολιτισμό, η ανάγκη που υπήρχε για την ανάδειξη των στοιχείων της ιστορικής συνέχειας με το βυζαντινό/ αρχαιοελληνικό πολιτισμό σε ένα λαό που προσπαθούσε να ανακτήσει ή να αποκτήσει εθνική ταυτότητα και κατά συνέπεια «εθνική» μουσική ήταν κάποιοι από τους λόγους που ώθησαν τον νεαρό τότε Μάνο Χατζιδάκι να δώσει αυτή τη διάλεξη. Ένα από τα πιο σοβαρά αποτελέσματα που είχε, ήταν η απενοχοποίηση του ρεμπέτικου από την αστική τάξη και την στροφή της προς το λαϊκό τραγούδι. Τάση βέβαια που είχε ξεκινήσει ήδη με το τέλος του πολέμου από τον Τσιτσάνη και τον Χιώτη.
Πιστεύετε ότι σήμερα μπορούν να γραφτούν «γνήσια» ρεμπέτικα τραγούδια, δεδομένου ότι η εποχή μας είναι τόσο διαφορετική από εκείνη των ρεμπέτηδων;Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Πριν από μερικά χρόνια θα απαντούσα σίγουρα όχι. Το ρεμπέτικο σαν γνήσια λαϊκή μουσική, είναι αποτέλεσμα των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή της δημιουργίας του. Βλέποντας όμως αυτό που συμβαίνει σε παρόμοιες μουσικές του κόσμου όπως τα blues και τα fados αλλά και την ομοιότητα των κοινωνικών προβλημάτων τηρουμένων πάντα των αναλογιών, νομίζω πως πρέπει να αναθεωρήσω. Ίσως θα έπρεπε καινούργιες δημιουργίες που ακολουθούν το οργανολόγιο και την αισθητική των παλιών τραγουδιών να μπορούσαν να ενταχθούν ειδολογικά στο ρεμπέτικο προκειμένου να είναι προφανής η συνέχεια και η εξέλιξη του είδους. Δεν είμαι όμως ακόμη απόλυτα σίγουρος.
Πώς εξηγείτε το ενδιαφέρον των νέων για τα ρεμπέτικα τραγούδια σήμερα; Βοηθούν οι διασκευές και το «πάντρεμα» ρεμπέτικων με πιο σύγχρονους ήχους, όπως το χιπ-χοπ;Οι αληθινές αξίες, όπως αυτές που κουβαλάει το ρεμπέτικο, είναι ένα στήριγμα για τα παιδιά.
Το ρεμπέτικο έχει αλήθεια. Και οι νέοι την αποζητούν. Ας μην ξεχνάμε ότι με την ανευθυνότητα των επιλογών μας εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε καταδικάσει τους νέους να ζουν μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Οι αληθινές αξίες όπως αυτές που κουβαλάει το ρεμπέτικο είναι ένα στήριγμα γι’ αυτά τα παιδιά. Αυτός είναι ο λόγος που τους ενδιαφέρει και γουστάρουν αυτή τη μουσική. Οι διασκευές σαφώς και μπορούν να λειτουργήσουν θετικά στο να προσελκύσουν νέους ακροατές φτάνει να γίνονται με σεβασμό και γνώση της αισθητικής κυρίως του πρωτότυπου.
Πώς προέκυψε η διασκευή του τραγουδιού «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» με τον Φοίβο Δεληβοριά;Αυτό το τραγούδι το είχα ετοιμάσει για να μπει στον τελευταίο μου δίσκο με τίτλο «Εδώ και εκεί». Σ αυτόν τον δίσκο προσέγγισα τα τραγούδια με πολύ διαφορετικό τρόπο. Στην ουσία ήταν σαν να τα έβλεπα μέσα από τα μάτια άλλων μουσικών, που προέρχονταν από άλλες μουσικές κουλτούρες. Φανταζόμουν τον τρόπο με τον οποίο θα προσέγγιζαν τον πυρήνα των τραγουδιών, που είναι ο λόγος αλλά και την αίσθηση που αυτά αφήνουν στην πρωτότυπη εκτέλεση. Στο συγκεκριμένο τραγούδι η προσέγγιση ήταν μέσα από τα μάτια ενός μουσικού με κλασική παιδεία. Μου έλειπε όμως η ευαισθησία στην ερμηνεία των συγκεκριμένων στίχων και γι αυτό δεν το έβαλα στον δίσκο. Αργότερα μου ήρθε η ιδέα ότι ο Φοίβος θα μπορούσε να το πει με τον τρόπο που ήθελα, και έτσι και έγινε.
Η συναυλία σας στην Τεχνόπολη, αλλά και στον Μύλο της Θεσσαλονίκης έχει τίτλο «Τα ρεμπέτικα της κιθάρας 2.0». Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τις συναυλίες αυτές; Ποια τραγούδια να περιμένουμε να ακούσουμε;Αποφασίσαμε αυτό το καλοκαίρι να κάνουμε ένα πρόγραμμα εξωστρεφές, με τραγούδια γνωστά που θα μπορεί να τα τραγουδήσει μαζί μας ο κόσμος
Ο τίτλος περιέχει το 2.0 για να διαχωριστεί η περίοδος που σηματοδοτήθηκε από το άδικο χαμό του αγαπημένου μας συνεργάτη, φίλου, μαθητή Γιώργου Τσαλαμπούνη. Συνηθίζουμε να λέμε «ουδείς αναντικατάστατος» σε μια προσπάθεια να απαλύνουμε τον πόνο από μια απώλεια. Είναι προφανώς ένας μηχανισμός αυτοσυντήρησης που ενεργοποιείται όταν βιώνουμε κάτι τέτοιο. Η αλήθεια όμως είναι ότι κανείς δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Αυτή η μαγική μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου που έτυχε να είναι δίπλα μας σε κάποια στιγμή της ζωής μας δεν μπορεί ποτέ να αντικατασταθεί από τίποτα άλλο.
Αποφασίσαμε λοιπόν αυτό το καλοκαίρι να κάνουμε ένα πρόγραμμα εξωστρεφές, με τραγούδια γνωστά που θα μπορεί να τα τραγουδήσει μαζί μας ο κόσμος και μέσα από την παρέα να αντλήσουμε όλοι δύναμη για να τα βγάλουμε πέρα σ’ αυτούς τους αλλοπρόσαλλους καιρούς.
Πώς είναι για έναν καλλιτέχνη να ανεβαίνει στη σκηνή μετά από τόσο καιρό;Καφέ φορά που ανεβαίνουμε στην σκηνή είναι ξεχωριστή στιγμή. Είναι σαφώς κάτι που μας έχει λείψει. Η επικοινωνία με το κοινό είναι αυτή που μας δίνει δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε.
Με έκανε να δω πόσο σημαντικά είναι μερικά καθημερινά πράγματα που σε κανονικές συνθήκες δεν τα δίνουμε σημασία γιατί τα θεωρούμε αυτονόητα. Η ελευθερία της μετακίνησης είναι ένα απ’ αυτά. Η ελευθερία της ελεύθερης επιλογής γενικά. Κατανόησα επίσης πόσο σημαντικό έργο επιτελούν μερικοί άνθρωποι, έργο στο οποίο επίσης δεν δίνουμε την πρέπουσα σημασία όταν τα πράγματα ρέουν σε αυτό που αποκαλούμε κανονικότητα. Όπως για παράδειγμα οι εργάτες στην καθαριότητα ή στα σούπερ μάρκετ.
Πώς κρίνετε τα μέτρα στήριξης του ΥΠΠΟ προς τους καλλιτέχνες;Μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση φάνηκε πόσο άγνοια έχουν οι υπεύθυνοι για το εργασιακό και φορολογικό καθεστώς μέσα στο οποίο λειτουργούν οι μουσικοί. Δεν μπορώ να μιλήσω για τις άλλες καλλιτεχνικές ομάδες γατί δεν έχω γνώση. Σε ό,τι αφορά όμως τους μουσικούς η άγνοια ήταν προφανής. Τα μέτρα που πάρθηκαν είναι ελλιπέστατα και σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες. Βέβαια για να είμαστε και απόλυτα δίκαιοι σε αυτό φέρουμε και εμείς ευθύνη. Η ανοργανωσιά και η χαλαρότητα σε πράγματα που για άλλες εργασιακές ομάδες είναι εδώ και χρόνια αδιαπραγμάτευτα για τους μουσικούς είναι απλά κάτι με το οποίο δεν ασχολούνται. Φέρνω για παράδειγμα την διαπραγμάτευση των ενσήμων. Το μοναδικό επίσημο στοιχείο που αποδεικνύει την εργασιακή σου ταυτότητα είναι κάτι το οποίο αποτελεί σημείο διαπραγμάτευσης με τον εκάστοτε εργοδότη. Η απομάκρυνση επίσης από τους συνδικαλιστικούς φορείς. Μόνο τώρα που τα πράγματα ζόρισαν στράφηκαν προς αυτά και ζήτησαν βοήθεια.
Το κίνημα Support Art Workers ήταν μια σημαντική απόδειξη για το δίκαιο των αιτημάτων μας. Η όποια διεκδίκηση για να πετύχει θεωρώ ότι πρέπει να έχει στο πλευρό της αν όχι όλη την κοινωνία, τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος της. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν νομίζω ότι ένα τέτοιο κίνημα μπορεί και πρέπει να υποκαταστήσει τα επίσημα εργασιακά σωματεία.
Μέσα στην καραντίνα κυκλοφορήσατε και το πρώτο τραγούδι που υπογράφετε ως στιχουργός και συνθέτης, το «Μίλα». Πώς εμπνευστήκατε να γράψετε ένα τραγούδι για τα θύματα του φασισμού εν μέσω καραντίνας; Ήταν κάτι που θέλατε καιρό ή σας ώθησε κάτι συγκεκριμένο να το γράψετε;Αφορμή γι’ αυτό το τραγούδι στάθηκε μια κουβέντα που είχα με την δεκατετράχρονη κόρη μου. Σ’ αυτή την κουβέντα διαπίστωσα πως τα παιδιά της ηλικίας της δεν έχουν γνώση και κυρίως άποψη για όλα αυτά τα σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας για τα οποία μιλά αυτό το τραγούδι. Έγραψα λοιπόν σε μορφή στίχων όλα αυτά τα θέματα που θα ήθελα η κόρη μου και μαζί μ’ αυτήν και όλα τα παιδιά της ηλικίας της να έχει γνώση και άποψη. Και τα επένδυσα με μια μουσική που να μπορούν να ακούσουν.
Να έχεις σαν προτεραιότητα τον συνάνθρωπο και να αγωνίζεσαι γι’ αυτόν με κάθε μέσο.
H συναυλία του Δημήτρη Μυστακίδη, “Τα ρεμπέτικα της κιθάρας 2.0” θα γίνει στην Τεχνόπολη, την Τρίτη 21 Ιουλίου.
Τιμή εισιτηρίων: Προπώληση 12 ευρώ, την ημέρα της συναυλίας 14 ευρώ
Προπώληση εισιτηρίων στο δίκτυο της viva και στο https://www.viva.gr/tickets/…/tehnopoli/dimitris-mystakidis/