MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Δέκα αθηναϊκά μνημεία που θα επισκεφθούμε μέσα από παραστάσεις

Το πρόγραμμα εκδηλώσεων του ΥΠΠΟ «Όλη η Ελλάδα, ένας πολιτισμός» προτείνει 122 αρχαιολογικούς χώρους σε όλη την ελληνική επικράτεια. Εμείς διακρίνουμε τους δέκα λιγότερο προβεβλημένους εντός λεκανοπεδίου πριν τους επισκεφθούμε ως παραστασιακούς χώρους.

author-image Στέλλα Χαραμή

Μονή Καισαριανής


Στη δυτική καταπράσινη πλευρά του Υμηττού βρίσκεται το βυζαντινό μοναστήρι της Καισαριανής. Αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου υπολογίζεται πως ανεγέρθηκε τον 11ο αιώνα πάνω σε ερείπια αρχαίου ναού που λειτουργούσε και ως φιλοσοφική σχολή που έκλεισε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Πειρατές κι επιδρομείς που εντόπιζαν την αρχική θέση της μονής από τη θάλασσα, ανάγκασαν την μετακίνηση της, παρότι η κατάληψη της Αθήνας από τους Φράγκους και αργότερα από τους Τούρκους εξασφάλισε ένα πολυκύμαντο χρονικό λειτουργίας στο μοναστήρι.

Η μονή Καισαριανής υπήρξε, για πολλά χρόνια, οικονομικά εύρωστη και διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Τούρκους λειτουργούσε ως ορμητήριο των Ελλήνων αγωνιστών αλλά κατά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το 1833 διαλύθηκε με διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη και αναστήλωση της Ιεράς Μονής Καισαριανής ξεκίνησε μετεμφυλιακά με επιμέλεια και χρηματοδότηση της Φιλοδασικής Εταιρείας σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποκαθιστώντας στο πλαίσιο αυτής και τις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες της Μονής.

Αρχαιολογικός χώρος Βραυρώνας


Ο αρχαίος οικισμός της Βραυρώνας – στη νότια αττική ακτή – χαρακτηριζόταν από το ιερό της Βαυρωνίας Αρτέμιδος· ένα από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα ιερά του λεκανοπεδίου. Έλκοντας το όνομα της από τον επώνυμο ήρωα, η Βραυρώνα συγκαταλεγόταν στις δώδεκα αρχαίες πόλεις της Αττικής που κατοικήθηκε χάρη στον φυσικό όρμο ο οποίος εξασφάλιζε την επικοινωνία με τα νησιά των Κυκλάδων και τς παράλια της Ασίας.

Σύμφωνα με την παράδοση στο ιερό υπήρχε το άγαλμα της θεάς που είχαν μεταφέρει μετά από εντολή της θεάς Άρτεμης, ο Ορέστης και η Ιφιγένεια από την Ταυρίδα. Παρά τις μεταγενέστερες προσθήκες, κέντρο της λατρείας παρέμενε πάντοτε ο αρχικός πυρήνας του ιερού, γύρω από το ναό της Αρτέμιδας και τον τάφο της Ιφιγένειας, στη βόρεια βραχώδη πλαγιά του λόφου της ακρόπολης. Μια μεγάλη καταιγίδα φαίνεται πως το έθαψε τον 3ο π.Χ. αιώνα για να το αποκαλύψει μεταπολεμικά η σκαπάνη του τότε διευθυντή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Ιωάννη Παπαδημητρίου.
(με πληροφορίες από το κείμενο της αρχαιολόγου Βασιλικής Σκαράκη και το http://odysseus.culture.gr/index_gr.html)

Αρχαιολογικός χώρος Θορικού


Σε απόσταση περίπου 50 χιλ. από την Αθήνα βρίσκεται ο διπλός λόφος Βελατούρι, το, πάλαι ποτέ, κέντρο του μυκηναϊκού οικισμού και του αρχαίου δήμου Θορικού. Ο Θορικός αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους οικισμούς της Αττικής και μια από τις δώδεκα πόλεις που συνοικίστηκαν από το Θησέα.

Σύμφωνα με το μύθο ιδρύθηκε από τον Κέκροπα – τον πρώτο μυθικό βασιλιά της Αθήνας – ενώ, όπως αναφέρεται στον ομηρικό ύμνο, εδώ βρέθηκε η θεά Δήμητρα κατά το ταξίδι της από την Κρήτη στην Ελευσίνα. Ο οικισμός του Θορικού υπήρξε ένα ακμαίο κέντρο επεξεργασίας μετάλλων κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. καθώς βρισκόταν κοντά στα μεταλλεία του Λαυρίου αποκτώντας μεγάλη εμπορική αξία.

Η κατοίκηση στο λόφο Βελατούρι υπήρξε μακραίωνη και πυκνή. Στην κορυφή του σώζονται τα ερείπια της ακρόπολης με ίχνη εγκατάστασης από το τέλος της νεολιθικής εποχής, σπίτια της πρωτοελλαδικής και μεσοελλαδικής περιόδου και πέντε θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής περιόδου. Το 412 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Αθηναίοι οχύρωσαν τη χερσόνησο του Αγίου Νικολάου για να προστατεύσουν τα μεταλλεία.

Μετά την εξάντληση των πηγών του Λαυρίου και την καταστροφή του Θορικού από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Σύλλα το 86 π.Χ. η περιοχή εγκαταλείφθηκε. Κατοικήθηκε και πάλι κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ως τον 6ο αι. μ.Χ., οπότε αρχίζουν οι σλαβικές επιδρομές που ερημώνουν την ύπαιθρο της Αττικής.

Στο χώρο έχουν διενεργηθεί ανασκαφές από το 1820 ως το 1999, ωστόσο ημιτελείς παραμένουν οι εργασίες αναστήλωσης του θεάτρου.

Περισσότερα από Art & Culture