Συν & Πλην: «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε περιοδεία
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα που περιοδεύει στην Αθήνα και στην ελληνική περιφέρεια.
Δύο ανδρικές φιγούρες στη μέση του πουθενά, δίπλα σ’ ένα ξερό δέντρο. Αυτή είναι, περίπου, η πλοκή ενός από τα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα. Κι όμως στο αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ – του μόλις δεύτερου έργου που υπέγραψε ο διανοητής Ιρλανδός – δεν συμβαίνει και δεν μέλλει να συμβεί τίποτα. Τίποτα πέρα από την ταπεινή επανάληψη, την βασανιστική αναμονή, το ξεγέλασμα του χρόνου που υπονοεί ζωή.
Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, αρχετυπικά είδωλα της ανθρώπινης ύπαρξης, εμφανίζονται ως κλοσάρ σ’ ένα έρημο τοπίο. Εκεί – με μοναδική συντροφιά ένα γέρικο δέντρο – περιμένουν την εμφάνιση ενός τρίτου αινιγματικού προσώπου, κάποιου Γκοντό που πάντα υπόσχεται πως θα έρθει αλλά στο τέλος ακυρώνει την άφιξη του. Αντ’ αυτού, στο σταυροδρόμι της αναμονής τους, εμφανίζεται ένα άλλο αδιαχώριστο δίδυμο, ο Πόντζο και ο δούλος του Λάκι. Δύο ήρωες πολύ πιο εξωστρεφείς και με μεγαλύτερες βεβαιότητες (όπως θα αποδειχθεί) που διαταράσσουν και συνάμα διασκεδάζουν τις φιλοσοφικές σιωπές των δύο φίλων.
Πιθανώς, το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο της εργογραφίας του Μπέκετ και μαζί ένα εμβληματικό έργο για την δραματουργία του Παραλόγου, γράφτηκε από τον Μπέκετ το 1948 και παραστάθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι τέσσερα χρόνια αργότερα.
Θα περνούσαν 15 και, πλέον, χρόνια για να ανέβει σε ελληνική σκηνή. Παρότι, η γνωστότερη προσέγγιση του έργου ανήκει στον Κάρολο Κουν και στο Θέατρο Τέχνης το 1968 (με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Λαζάνη και Δημήτρη Χατζημάρκο), την απόλυτη πρωτιά επί ελληνικού εδάφους κατέχει ο Μίνως Βολανάκης για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το 1965.
Εβδομήντα χρόνια μετά την συγγραφή του, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» παραμένει ένα έργο που αφηγείται με ανεπανάληπτο τρόπο την απελπισμένη απόπειρα του ζειν, της αμείλικτης φθοράς, του πανδαμάτορα χρόνου και την ατέρμονη μάχη του ανθρώπου να δώσει νόημα στην ύπαρξη του.
H παράστασηΉταν η πρώτη ελληνική θεατρική παραγωγή που ανακοινώθηκε μετά το lockdown και παρά το διακύβευμα του έργου προέτρεπε στο αντίθετο: Σε μια δημιουργική χειρονομία εν μέσω μιας γενικευμένης ακινησίας. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας, η εταιρία παραγωγής (Τεχνηχώρος) και η δημιουργική ομάδα της παράστασης ανέλαβαν ένα σοβαρό ρίσκο να περιοδεύσουν μ’ ένα εσωστρεφές και σκοτεινό υπαρξιακό έργο· βεβαιώνοντας, ωστόσο, τον κρίσιμο ενδιάμεσο στοχασμό στον οποίο περιήλθαν: Το πάγωμα του χρόνου και την ψευδαισθητική αναμονή για μια πιο “αληθινή”, κανονική ζωή. «Να φτάσουμε στο αύριο. Αυτό να είναι υπεραρκετό» τονίζεται προς το φινάλε της παράστασης, υπογραμμίζοντας την σχέση προσδοκίας του ατόμου με τον, επί γης, χρόνο.
Υπό αυτή την έννοια, ο «Γκοντό» τους λαμβάνει μιαν άλλη σημειολογική αξία καθώς απευθύνεται στο αγκυλωμένο (από φόβο και αγωνία για το αύριο) θεατρικό κοινό. Και παρά τις δραματουργικές – ενίοτε απλοποιητικές – επεμβάσεις που επιχειρούνται εδώ, η παράσταση δεν αποσταθεροποιείται από το κέντρο της. Ίσως δε, να εμφανίζεται και πιο φιλική σε νεότερο κοινό ή σε θεατές που δεν έχουν δει ποτέ πριν ανέβασμα του «Γκοντό». Μια λιτή, τίμια προσέγγιση του έργου που μπορεί να υπολογίζει πολλά στο, επί σκηνής, δυναμικό της.
Τα Συν (+) Οι ερμηνείεςΤρεις γενιές ηθοποιών σμίγουν γύρω από την μπεκετική ιλαροτραγωδία. Και τρεις – ή και περισσότερες – υποκριτικές “σχολές” καταφέρνουν να κινηθούν δημοκρατικά κι αρμονικά κάτω από το πρόταγμα του συγγραφέα, μεταφέροντας έκαστος αλλά και από κοινού τις βαθιές οντολογικές ανησυχίες του έργου.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου που κατέχει το θέατρο όσο λίγοι ενεργοί ηθοποιοί της ελληνικής κοινότητας πετυχαίνει να γειώσει θαυμάσια τις υπαρξιακές αναζητήσεις του Βλαντιμίρ ενώ με το μονόλογο του στο φινάλε να κορυφώσει συγκινησιακά το έργο.
Την ίδια ώρα, ο Σπύρος Παπαδόπουλος επενδύει στην ασκημένη του τακτική ν’ απορεί ως παιδί και ως τέτοιο βιωματικά να παίζει – κάτι ταιριάζει γάντι στον Εστραγκόν και απαλύνει κωμικά το φορτίο του. Ο ‘Αρης Σερβετάλης, δηλωμένος θιασώτης του Μπέκετ, αλείφει βούτυρο στο ψωμί του παίζοντας τον εκρηκτικό Πόντζο, επιτρέποντας στην σωματική του δεινότητα να συνταιριάζει με την παραληρηματική εξωστρέφεια του ήρωα του. Με μεγάλη σωματική κι εκφραστική διαθεσιμότητα εμφανίζεται στη σκηνή και ο Λάκι του Ορφέα Αυγουστίδη που καθηλώνει στο σύντομο (ομολογουμένως) ξέσπασμα του. Παρότι δεν υπηρετούν μια κοινή γραμμή ερμηνείας, και οι τέσσερις πρωταγωνιστές κοινωνούν με την ίδια ζωτικότητα την ανθρώπινη απελπισία.
Η προηγούμενη απόπειρα του Γιάννη Κακλέα στον Μπέκετ με το συγγενικό «Μερσιέ και Καμιέ» (Φεστιβάλ Αθηνών, 2013) είχε αποτελέσει μιαν αποκάλυψη για τον τρόπο που ο σκηνοθέτης συντονίστηκε με το μπεκετικό υλικό τόσο που η επιστροφή του σε αυτόν ήταν αναμενόμενη αν όχι επιβεβλημένη. Επτά χρόνια μετά, αλλά σε άλλη από την φεστιβαλική συνθήκη, ο σκηνοθέτης περιορίζεται σ’ ένα συνετό σχεδίασμα, χωρίς βεβαίως να προδίδει το ιδίωμα του. Διακριτή (όσο, φυσικά, η παραγωγή το επιτρέπει) είναι τόσο η εικαστική ταυτότητα όσο και η κόμικ προβληματική που διατρέχει τις σκηνοθεσίες του.
Με ενδιαφέρον διαπιστώνουμε την καθοδήγηση των τεσσάρων ιδιοσυγκρασιακών ηθοποιών του – με δικό του άστρο ο καθένας – σε μια λειτουργική ομάδα.
Τα πλην (-)Αναγνωρίζοντας μεν την ευελιξία που απαιτεί μια περιοδεύουσα παραγωγή, τα σκηνικά (συνεργασία του Σάκη Μπιρμπίλη και του Γιάννη Κακλέα) είναι απλώς λειτουργικά – αν όχι αναμενόμενα. Την ίδια αίσθηση αποδίδουν και τα κοστούμια (Ηλένια Δουλαρίδη) που ανταποκρίνονται μεν πλήρως στην περιγραφή των κλοσάρ ηρώων αλλά ανακυκλώνουν ανέμπνευστα την ενδυματολογική αισθητική που έχουμε δει σε όλα τα προηγούμενα ανεβάσματα του «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Το άθροισμα (=)Συμβιβασμένη με τις απαιτήσεις μιας περιοδείας, απόδοση του μπεκετικού αριστουργήματος που αναδεικνύεται κυρίως χάρη στις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού τετράπτυχου.