Φρούρια – Κάστρα Παλαμήδι
Υψώνεται σ’ ένα λόφο ύψους 200 μέτρων, ανατολικά της πόλης του Ναυπλίου. Χτίστηκε και οχυρώθηκε κατά τη Β’ περίοδο της Ενετοκρατίας (1686-1715), σε σχέδια των Ζιάξιχ και Λασάλ – ως ένα τυπικό φρούριο μπαρόκ που ακολουθεί τη μορφολογία του λόφου – ενώ πήρε το όνομά του από τον τοπικό ήρωα Παλαμήδη, γιο του Ναυπλίου. Αποτελεί τυπικό φρούριο μπαρόκ και απαρτίζεται από οκτώ αυτοτελείς προμαχώνες.
Το 1715 κυριεύθηκε από τους Τούρκους, αλλά έναν αιώνα αργότερα, το 1822 το κάστρο πέρασε ξανά στα χέρια των Ελλήνων όπου – επί Καποδίστρια- μετατράπηκε σε φυλακές. Εκεί φυλακίστηκε και ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης. Μέσα στο φρούριο, αξίζει να σταθείτε στο ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα (ανήμερα της γιορτής του απελευθερώθηκε από τους Τούρκους) και στο ανάγλυφο λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, έμβλημα της Βενετίας. Η πρόσβαση γίνεται οδικώς αλλά και από τα περίφημα 999 σκαλοπάτια του.
Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες στη θέση του υπήρχαν τα τείχη της Αρχαίας Ακρόπολης. Ωστόσο, οι επαναλαμβανόμενοι μεγάλοι σεισμοί που έπλητταν το νησί κατέστρεφαν και τα οχυρωματικά έργα με αποτέλεσμα να ανακατασκευάζονται συχνά.
Η κατασκευή των τειχών και των οχυρώσεων του Φρουρίου, που έχουν διασωθεί, ολοκληρώθηκε το 1646 από Ενετούς μηχανικούς με ντόπιους μαστόρους, με μεγάλη επιμέλεια και ανθεκτικά υλικά. Τότε κατασκευάστηκε και ο κύριος λιθόστρωτος δρόμος, που έφτανε μέχρι τον αιγιαλό, η περίφημη Σαρτζάδα, όπως καθιερώθηκε τα νεώτερα χρόνια. Σημαντική επέμβαση για τη συντήρηση κι επισκευή των τειχών, αλλά και των κτιρίων του Φρουρίου έγινε από τους ΄Αγγλους το 1812, όταν ήταν κυρίαρχοι στο νησί.
Τα μνημεία που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ανασκαφών χρονολογούνται από τη βυζαντινή εποχή έως και την περίοδο της Αγγλοκρατίας, μεταξύ των οποίων η τρίκλιτη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου.
Στην κορυφή της χερσονήσου της Παναγίας δεσπόζει η Ακρόπολη της Καβάλας. Η πόλη ήταν οχυρωμένη από τον 5ο π.Χ αιώνα αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χτίστηκε στις αρχές του 15ου αιώνα. Διαδέχτηκε τη βυζαντινή Ακρόπολη της Χριστουπόλεως (παλαιότερη ονομασία της Καβάλας) που είχε καταστραφεί το 1391, ενσωματώνοντας στην κατασκευή τα ερείπιά της. Είναι, ακόμα, εμφανείς οι αλλεπάλληλες ανακατασκευές και επεμβάσεις στην οχύρωσή του από τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς και τους Οθωμανούς.
Η Ακρόπολη είναι κτισμένη με ακατέργαστες πέτρες τοπικού γρανίτη, ανακατεμένες με κομμάτια από τούβλα και μάρμαρα. Ανάμεσα στα μνημεία που διασώζονται είναι ο κεντρικός κυκλικός πύργος, που αποτελούσε τον ύστατο χώρο άμυνας, η αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων, που αργότερα μετατράπηκε σε φυλακή, το φυλάκιο των στρατιωτικών και η δεξαμενή νερού.
Απανωτές βαρβαρικές επιδρομές στα μέσα του 6ου μ.Χ. καταστρέφουν την αρχαία πόλη της Κέρκυρας. Τότε, οι κάτοικοί της αρχίζουν να μετακινούνται σταδιακά στη δικόρυφη χερσόνησο του Παλαιού Φρουρίου, όπου αναπτύσσεται η βυζαντινή πόλη, η λεγόμενη Κορυφώ (από όπου προέκυψε και το όνομα του νησιού Corfu). Οι Βυζαντινοί και αργότερα οι Ανδηγαυοί περιτείχισαν τη χερσόνησο και έχτισαν στις δύο κορυφές πύργους.
Ωστόσο, η σημερινή μορφή των οχυρώσεων του Παλαιού Φρουρίου οφείλεται, κυρίως, στα αμυντικά έργα που έγιναν κατά τη διάρκεια της βενετοκρατίας για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Οθωμανών.
Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1814-1864) γίνονται μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις στον χώρο του Φρουρίου με την ανέγερση κτηρίων, στρατιωτικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο βομβαρδισμοί καταστρέφουν σημαντικά βενετσιάνικα κτήρια.
Σήμερα, το Παλαιό, το Νέο Φρούριο και η Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας αποτελούν μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Βορειανατολικά, δεσπόζοντας στην πόλη βρίσκεται το Φρούριο των Τρικάλων, χτισμένο πάνω στα ερείπια της ακρόπολης της αρχαίας Τρίκκης από τον Ιουστινιανό Α΄. Η άλωση των Τρικάλων από τους Οθωμανούς κόστισε την καταστροφή τμημάτων του αλλά οι επιθέσεις ορεινών πληθυσμών της Πίνδου και των Αγράφων ανάγκασε τους Οθωμανούς να τα επισκευάσουν. Επίσης, το φρούριο γνώρισε πολλές κατασκευές μετά τις θεσσαλικές επαναστάσεις του 1854 και 1878. Παρουσιάζει τυπική επιμήκη μορφή βυζαντινής οχύρωσης η οποία διαμορφώθηκε σταδιακά. Χτισμένο στις παρυφές του κάστρου, το Βαρούσι είναι η παλιά συνοικία της πόλης. Τα αρχοντικά του Βαρουσίου και οι δέκα εκκλησίες αντανακλούν την οικονομική και πολιτιστική άνθιση του 18ου και 19ου αι. που ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Με τα χρόνια το Βαρούσι επεκτάθηκε με την προσθήκη νεοκλασικών αρχοντικών.
Φορτέτζα ΡεθύμνουΣήμα κατατεθέν της πόλης, προβάλλει πάνω στο λόφο του Παλαιοκάστρου, στα δυτικά της σημερινής πόλης. Εκεί υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Ρίθυμνας και το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος. Στους επόμενους αιώνες η πόλη του Ρεθύμνου αναπτύχθηκε στο ίδιο σημείο. Το Castel Vecchio, ο μικρός οχυρωμένος οικισμός της βυζαντινής εποχής, διατηρήθηκε έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Η επιδρομή των Τούρκων και οι καταστροφές που υπέστη η πόλη επέβαλλε νέα οχυρωματικά έργα· κι έτσι το 1573 θεμελιώθηκε η Φορτέτζα και ολοκληρώθηκε οκτώ χρόνια αργότερα. Μέσα στο κάστρο εγκαταστάθηκε μόνο η βενετική φρουρά.
Μετά το 1646 και την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, η Φορτέτζα απέκτησε κατοικίες μέσα στο κάστρο. Ωστόσο, από τις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησε η μεταφορά των κατοίκων έξω από το φρούριο.
Χτισμένο στον λόφο πάνω από την πόλη της Ναυπάκτου, συνιστά ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα παραδείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Έλληνες, Τούρκοι, Ενετοί, Άγγλοι, πειρατές το χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριό τους, μολονότι οφείλει τη σημερινή του μορφή στους Ενετούς που επένδυσαν στην στρατηγική θέση της Ναυπάκτου. Οι οχυρώσεις του έγιναν σε πολλές διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις, από την αρχαιότητα έως και την Τουρκοκρατία.
Στην σημερινή του μορφή δύο βραχίονες που κατεβαίνουν από την κορυφή του λόφου (ο ένας ανατολικά και ο άλλος δυτικά) φθάνουν στην θάλασσα και κλείνουν την είσοδο του λιμανιού. Την ίδια ώρα, τέσσερα εγκάρσια τείχη τους ενώνουν, σχηματίζοντας διαζώματα.
Στο υψηλότερο σημείο της χερσονήσου, στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης βρίσκεται το βυζαντινό κάστρο που έχει καταλάβει τη θέση της αρχαίας ακρόπολης.
Η παλαιότερη φάση κατασκευής του κάστρου τοποθετείται στον 6ο αιώνα και στην οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού.
Από εκείνη τη φάση σώζονται σήμερα μόνο μια βυζαντινή πυλίδα, ο ανατολικός τοίχος του κεντρικού περιβόλου και η δεξαμενή στο μεσαίο κάστρο. Οι ηγεμόνες του νησιού κατά τον 14ο αιώνα, η αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου κατά τον γάμο της με τον Francisco Gattelusio ανακαινίζουν το κάστρο ενώ ο ντόπιος πληθυσμός κατοικεί στο οχυρωμένο προάστιο του Μελανουδίου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο καταστροφικός σεισμός ισοπεδώνει την πόλη με πολλά θύματα, μεταξύ αυτών και την βασιλική οικογένεια.
Μέχρι τον 19ο αιώνα η λειτουργία και ο χαρακτήρας του κάστρου είχαν πλέον μεταβληθεί, έχοντας προσλάβει στρατιωτικό χαρακτήρα ενώ τη σημερινή του λειτουργία ως μνημείου την αποκτά στα 1970. Σήμερα, εντός του διασώζεται το παλάτι των Γατελούζων, ένα Τούρκικο ιεροδιδασκαλείο και υπόγειες στοές, που λειτούργησαν ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα της πόλης σε περιόδους πολέμου.
Με σκοπό να προστατεύουν την είσοδο του κόλπου Ναυαρίνου, οι Τούρκοι χτίζουν στα τέλη του 16ου αιώνα το φρούριο της Πύλου. Ακολούθησαν κατοχές από τους Ενετούς, τους αδερφούς Ορλώφ και τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Μετά το 1830 ιδρύθηκε εκτός των τειχών η νέα πόλη που ονομάστηκε «Πύλος», συνεπώς το κάστρο εγκαταλείφθηκε και ο χώρος της ακρόπολης μετατράπηκε σε φυλακή. Μέσα στο κάστρο συναντά κανείς μόνο τα ερείπια των κατοικιών και των δημόσιων κτηρίων, καθώς και το επιβλητικό τζαμί, το οποίο με την απελευθέρωση μετατράπηκε στην ορθόδοξη εκκλησία της Μεταμορφώσης του Σωτήρος.