Τ’ αδέσποτα της Αθήνας πάνε σινεμά
Η νέα ταινία της Αγγελικής Αντωνίου, το ντοκιμαντέρ «Αγνωστοι Αθηναίοι» καταγράφει επί έξι χρόνια την καθημερινότητα των αδέσποτων σκύλων του κέντρου και μαζί μια πόλη που αλλάζει μέσα στην αβεβαιότητα. «Είμαστε όλοι αδέσποτοι» λέει η ίδια.
Κυνηγάει ταξί στην πλατεία Συντάγματος για να παίξει. Κοιμάται ήσυχα στο BarTessera κάτω από τραπέζια με κοκτέιλ και μπύρες. Γίνεται με τσαμπουκά frontman σε μια μπάντα πιτσιρικάδων που παίζει ροκιές στο Μοναστηράκι. Ακολουθεί τους ποδηλάτες στις βραδινές βόλτες της Παρασκευής. Έχει μεγάλα εκφραστικά καστανά μάτια. Κι ούτε που ξέρεις το όνομα του. Γιατί έχει όνομα. Έχει ταμπελάκι στο λαιμό του που το γράφει. Και δεν είναι ένας, είναι πολλοί – όλοι με όνομα και ταμπελάκι.
Η σκηνοθέτις Αγγελική Αντωνίου τους γνώρισε έναν προς ένα. Πέρασε έξι χρόνια μαζί τους, στους δρόμους της Αθήνας με υπομονή, διάθεση για παρατήρηση και τρυφερότητα. Οι πιο πολλοί τα λένε αδέσποτα. Εκείνη τα ονόμασε «Άγνωστους Αθηναίους». Γιατί και τα ανέστια σκυλιά είναι κάτοικοι και κομμάτι της ταυτότητας αυτής της πόλης.
Οι προσωπικότητες των σκύλωνΉταν καλοκαίρι του 2014, όταν η διεθνώς διακεκριμένη σκηνοθέτις ετοίμαζε την τελευταία ταινία της «Πράσινη θάλασσα» βασισμένη στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Για να δει την θάλασσα». Το ‘μαύρο’ στην ΕΡΤ όμως – η οποία ήταν και βασική χρηματοδότης της – θα την άφηνε απολύτως εκτεθειμένη. «Κι έτσι όπως ήμουν μετέωρη, εντελώς χαμένη και κυκλοφορούσα στο κέντρο της Αθήνας, πέτυχα έναν άνδρα να ταΐζει κάποιον αδέσποτο σκύλο. Τότε αποφάσισα να πω αυτήν την ιστορία∙ να κάνω κάτι γι’ αυτά» εξηγεί.
Αγγελική Αντωνίου: Η ταινία γινόταν ταυτόχρονα κι ένα ντοκουμέντο για την δημόσια ζωή. Κατέγραφε μια σημαντική περίοδο της Αθήνας. Λες και η πόλη ήταν κι αυτή αδέσποτη
Μέχρι τότε, ένα ντοκιμαντέρ για τα αδέσποτα δεν συμπεριλαμβανόταν στις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις. Παρόλα αυτά, πήρε γρήγορα την κάμερα και βγήκε στους δρόμους. Άρχισε να συγκεντρώνει υλικό από τα σκυλιά – νομάδες χωρίς να ξέρει που θα την οδηγήσει. Της πήρε ένα χρόνο για να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τους ανώνυμους εθελοντές που έχουν κάνει σκοπό ζωής την φροντίδα τους.
«Το μόνο που ήξερα είναι πως η παρατήρηση των ζώων δεν γίνεται στο πόδι, είναι μια μακρόχρονη διαδικασία. Έχουν χαρακτήρες, προσωπικότητες, προτιμήσεις – ακόμα και μουσικές προτιμήσεις. Όπως έλεγε κι ο Χίτσκοκ ‘στην μυθοπλασία ο σκηνοθέτης είναι θεός’. Προσωπικά, πιστεύω πως στο ντοκιμαντέρ θεός είναι η τύχη».
Οι αθόρυβοι φροντιστέςΣύνταγμα, Κολοκοτρώνη, Κολωνάκι, Σταδίου, Ομόνοια, Καπνικαρέα, Αγίου Μάρκου, Σταθμός Λαρίσης. Η κάμερα βρέθηκε όπου υπήρχαν αδέσποτα και οι αθόρυβοι φροντιστές τους: Ο Αχιλλέας και η γυναίκα του, ο Σπύρος, ο Κωνσταντίνος. Ο Αχιλλέας, ένας ευγενής συνταξιούχος, πήγαινε κάθε τόσο στη Βαρβάκειο Αγορά για ν’ αγοράσει φτηνό κοτόπουλο. Ύστερα γύριζε στο σπίτι του, το έβραζε μαζί με την γυναίκα του, το φόρτωνε σε νάιλον τσάντες και ξεκινούσε για τις πιάτσες των σκύλων: «Να τρώνε πολύ για ν’ αντέξουν. Κι όσο πάνε. Τουλάχιστον θα πάνε χορτάτα» λέει με νοιάξιμο.
Οι απώλειες του δρόμουΟ καιρός περνούσε και η κινηματογράφιση (παράλληλα με το μοντάζ) συνεχιζόταν. Η Αγγελική Αντωνίου γινόταν μέρος αυτής της σιωπηλής κοινότητας που επιζητούσε το χάδι, κουνούσε την ουρά, καμιά φορά κλαψούριζε και το πολύ γάβγιζε λιγάκι. Μόνο που δεν την απασχολούσε, όπως λέει, να προκαλέσει το φιλοζωικό συναίσθημα αλλά να δει την πραγματικότητα με τις ποιότητες της, την συγκίνηση μα και το χαμόγελο. «Έγινα κι εγώ αδέσποτη μαζί τους. Περιπλανώμενη. Υπήρξαν άπειρες μέρες που μ’ έψαχναν οι εθελοντές, μ’ έψαχναν και τα ζώα. Μου στοίχιζε πολύ όταν κάποιο από τα σκυλιά χανόταν, όπως o Ορφέας που τον χτύπησε αυτοκίνητο».
Κάποτε η ματιά της στάθηκε και στην εσοχή ενός καταστήματος: Εκεί που μια γυναίκα, άστεγη έβγαζε αργά και τελετουργικά τα ρούχα της ημέρας και φορούσε αυτά του ύπνου, τα πιο ζεστά για να προφυλαχτεί από το κρύο. Δίπλα της μια μικρή αγέλη σκύλων κούρνιαζε επίσης σε χαρτόκουτα, έτοιμη για το κρύο βράδυ του χειμώνα. Ξεκινώντας την κινηματογράφιση στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η Αγγελική Αντωνίου δεν θα γινόταν απλώς παρατηρητής των αδέσποτων σκύλων. Θα αποκάλυπτε μια πόλη σε πλήρη μεταμόρφωση, σε εξέλιξη. «Μπορεί να μην το συνειδητοποιούσα όταν δούλευα πάνω σε αυτήν, αλλά η ταινία γινόταν ταυτόχρονα κι ένα ντοκουμέντο για την δημόσια ζωή. Κατέγραφε μια σημαντική περίοδο της Αθήνας. Λες και η πόλη ήταν κι αυτή αδέσποτη», λέει.
Φυσικά, δεν άλλαζε μόνο η πόλη∙ μα άλλαζε και η ίδια κι ο τρόπος που την κοιτούσε. Συνοδοιπόρος των άγνωστων τετράποδων Αθηναίων της, έπαψε να τ’ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό. Κι αυτό αποτυπωνόταν στην δουλειά της. «Ολοένα και η κάμερα μου χαμήλωνε, ‘έπεφτε’ στο ύψος του πεζοδρομίου, κοιτούσε τα ζώα κατάματα. Κι ύστερα, άρχισα να βλέπω την Αθήνα με άλλα μάτια. Να την καταλαβαίνω. Να νιώθω γιατί είναι ανήσυχη και φασαριόζα, να προσέχω τα κτήρια της, τους καλλιτέχνες του δρόμου αλλά και τους ευγενείς και γενναιόδωρους ανθρώπους που προφύλασσαν τ’ αδέσποτα της. Άλλαξε, δηλαδή, το συναίσθημα μου απέναντι στην πόλη. Πριν καταπιαστώ με τα γυρίσματα, η σχέση μου με την Αθήνα ήταν διεκπεραιωτική, μετά έγινε ουσιαστική. Νόμιζα ότι ήξερα την Αθήνα, αλλά έκανα λάθος».
Αθήνα vs ΒερολίνοΚαθώς εξακολουθεί να μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα σε δύο πόλεις, στην Αθήνα και στο Βερολίνο, μοιραία μπαίνει σε διαδικασία σύγκρισης του βιώματος που καθεμιά της αφήνει. «Αγαπώ και τις δύο πόλεις εξίσου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν διακρίνω την ασχήμια τους. Η Αθήνα είναι μια πόλη βρώμικη, κανείς δεν την σέβεται, ελάχιστοι έχουν κοινωνική συνείδηση και διάθεση να την προστατεύσουν. Αντίθετα, στο Βερολίνο έμαθα να σέβομαι την πόλη. Ο πεζός δεν κινδυνεύει όπως στην Αθήνα, στο Βερολίνο δεν σταματώ να ποδηλατώ, λείπει το κυκλοφοριακό χάος και το πράσινο είναι παντού – παντού όμως. Ως πολίτης νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια όταν κυκλοφορώ στο Βερολίνο. Από την άλλη, η Αθήνα έχει μια φοβερή ζωντάνια, έχει μια δυναμική που δεν μπορείς να αγνοήσεις, έχει μια ενέργεια που βράζει».
Οι «Άγνωστοι Αθηναίοι» της άνοιξαν τα μάτια. Οι «Άγνωστοι Αθηναίοι» (πρεμιέρα στις αίθουσες στις 17 Σεπτεμβρίου) θα είναι η πρώτη ταινία της Αγγελικής Αντωνίου που θα βγει στους κινηματογράφους αυτή τη σεζόν, βγάζοντας την από μια μακρόχρονη καλλιτεχνική σιωπή. Και μάλιστα με μια υποψηφιότητα στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης για τον «Χρυσό Αλέξανδρο».
Θ’ ακολουθήσει – πιθανώς στις αρχές του 2021 – η «Πράσινη θάλασσα», το project που πάγωσε για έξι χρόνια (με πρωταγωνιστές τους Αγγελική Παπούλια, Γιάννη Τσορτέκη, Τάσο Παλαντζίδη) και τώρα θα βρεθεί να κάνει πρεμιέρα εν μέσω πανδημίας.
Στον ωκεανό της πανδημίαςΉδη έχει δρομολογηθεί η παρουσία της σε φεστιβάλ στην Γερμανία και την Αυστρία αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν θα καταφέρει να προωθηθεί διεθνώς λόγω covid όπως το τελευταίο μεγάλου μήκους της φιλμ, ο «Eduard». Ήταν το 2006 όταν κυκλοφορούσε ο «Eduard» με την ξέφρενη φεστιβαλική πορεία και την πληθώρα διακρίσεων σε όλο τον κόσμο.
Η ίδια δεν μοιάζει ν’ ανησυχεί. «Έχω σταματήσει πια να μιλώ για όνειρα. Ασφαλώς και προβληματίστηκα για το ποιος θα πάει στο σινεμά να δει ταινίες. Από την άλλη, όμως, δεν μπορούμε να μείνουμε στάσιμοι. Πλέον, νιώθω σαν μια σανίδα που ταξιδεύει σε φουρτουνιασμένο ωκεανό και αναζητά στιγμές νηνεμίας. Αυτό μου δίδαξε τόσο η πανδημία, όσο και νωρίτερα η οικονομική κρίση. Έπαψα, πια, ν’ αναζητώ την ασφάλεια, αντίθετα προσπαθώ να είμαι σε μια σταθερή συμφιλίωση με την μόνιμη αλλαγή. Η μόνη δυνατότητα που έχουμε πια, όλοι μας καλλιτέχνες και μη, είναι να είμαστε ανοιχτοί προς την αλλαγή. Οι βεβαιότητες τέλειωσαν. Μας το θυμίζει και η ταινία αυτό: Είμαστε όλοι αδέσποτοι».