Στη θρησκευτική παράδοση, γιορτάζουμε τη μνήμη των αγίων κατά την ημερομηνία της γέννησής τους. Και τη μνήμη των μαρτύρων, κατά την ημερομηνία του θανάτου τους.
Σήμερα, 18 Σεπτεμβρίου, συμπληρώνεται μισός αιώνας από την ημέρα που ο Jimi Hendrix, ο κατά πολλούς σημαντικότερος κιθαρίστας στη ροκ-εν-ρολ ιστορία βρέθηκε νεκρός.
Το βιβλίο «Dead Rockers Society» του Παναγιώτη Παπαϊωάννου (εκδ. Δίαυλος, 2019), αποσκοπεί με με έναν ιδιαίτερο τρόπο στη διατήρηση της μνήμης για το μουσικό έργο μιας λέσχης από ευρέως αναγνωρίσιμες ροκ προσωπικότητες, οι οποίες, όσο κι αν απέχουν ξεκάθαρα από το να θεωρηθούν «άγιοι», με τις αδυναμίες τους και το σπάνιο δημιουργικό τους τάλαντο έγιναν οι «μάρτυρες» της μόνης ίσως παγκόσμιας πολιτισμικής σταθεράς με γνωρίσματα εδραιωμένης πίστης: του ροκ-εν-ρολ.
James Marshall HendrixΚατά τη διάρκεια του μισού αυτού αιώνα που κλείνει από την 18η Σεπτεμβρίου 1970, είναι μάταιο να ψάξει κανείς να εντοπίσει καλλιτέχνη, επαγγελματία ή και ερασιτέχνη, που να ασχολείται με την ηλεκτρική κιθάρα και να μην αναγνωρίζει την καταλυτική επιρροή που άσκησε στο όργανο ο – γεννημένος στο Seattle τον Νοέμβριο 1942 – James Marshall Hendrix, μέσα στα τέσσερα μόλις χρόνια της δισκογραφικής του καριέρας.
Ήταν μια ιδιοφυΐα που έλαμψε εκτυφλωτικά και απαλείφθηκε από τα εγκόσμια τόσο απότομα και άδικα, ώστε πάντα θα εγείρει το ερώτημα ποιο θα ήταν το τοπίο της σύγχρονης δημοφιλούς μουσικής με τον ίδιο να ζει, να συνεχίζει να γράφει μουσική και να παίζει ζωντανά.
Το τέλος του Hendrix, τέλος που η αδρή συλλογική μνήμη κατατάσσει στους ατυχηματικούς θανάτους από τη χρήση ναρκωτικών, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ένα απλό overdose.
Μαρτυρίες που δεν έχουν διαψευσθεί μια σειρά από παράδοξους θανάτους όλων σχεδόν όσων ήταν τις τελευταίες μέρες της ζωής του Hendrix δίπλα του κατατείνουν στο ότι ο κιθαρίστας για ορισμένους ανθρώπους είχε μεγαλύτερη αξία νεκρός παρά ζωντανός.
Ένας άπληστος μάνατζερ, ένας πιστός μπράβος, μια δεκτική σε συναλλαγές, «επίσημη» όσο και ζηλόφθων ερωμένη, μια γκρούπι εθισμένη στα ναρκωτικά, η σκιά της μαφία και ένας πακτωλός χρημάτων που απέρρεε από τα πνευματικά δικαιώματα της μουσικής του, ήταν μερικά από τα στοιχεία που στην ουσία οδήγησαν, κατά προδιαγεγραμμένο τρόπο, τον Jimi Hendrix στον θάνατό του. Μια άτεχνη, ελλιπής, ιατροδικαστική έκθεση και μια σειρά προσώπων που απέφυγαν ή αναγκάστηκαν να μη μιλήσουν δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Η συνδυαστική παρουσίαση των στοιχείων αυτών μέσα από τις σελίδες του «Dead Rockers Society» γίνεται από τον συγγραφέα – ποινικολόγο και ένθερμο μουσικόφιλο – με τρόπο ρυθμικό, κινούμενο ανάμεσα σε αναπαραστατική αφήγηση αυτόπτη μάρτυρα και επίμονου ερευνητή ποινικής δικογραφίας, χωρίς σε κανένα σημείο να υποκύπτει στις ευκολίες της μετα-CSI ματιάς ή της συνομωσιογραφίας.
Κυρίως, μέσα από το κεφάλαιο του βιβλίου που αφιερώνεται στον Jimi Hendrix, αναδεικνύεται κάτι από την αύρα του «μάρτυρα» τον οποίο προσεγγίζει, αλλά και από το πνεύμα της εποχής. Τόσο μακρινής, όσο και ζώσας, όπως, μεταξύ άλλων, καταγράφεται στην τελευταία φορά που ο Hendrix ανέβηκε στη σκηνή. Το απόσπασμα από το «Dead Rockers Society», (σελ. 400-402).
Ο Hendrix στο Dead Rockers Society«(…) Στις 5 Σεπτεμβρίου, παραμονή της εμφάνισης που κανείς δεν υποπτεύεται ότι θα είναι και η τελευταία, στο νησί Fehmarn, στα υδάτινα σύνορα μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Δανίας, θα δώσει συνέντευξη στον Roy Hollingworth του Melody Maker.
«Ο κύκλος έκλεισε. Βρίσκομαι πλέον πίσω εκεί που ξεκίνησα. Έδωσα τα πάντα σ’ αυτή την εποχή της μουσικής. Ακούγομαι ο ίδιος, η μουσική μου είναι η ίδια και δεν μπορώ να σκεφθώ να της προσθέσω κάτι παραπάνω, τουλάχιστον στην παρούσα περίσταση. Όταν ολοκλήρωσα την προηγούμενη περιοδεία μου στην Αμερική, λίγους μήνες πριν, ήθελα να φύγω μακριά και να τα ξεχάσω όλα. Ήθελα να ηχογραφήσω, να δω αν μπορώ να γράψω κάτι καινούριο. Άρχισα, τότε, να κάνω σκέψεις για το μέλλον. Και σκεφτόμουν ότι αυτή η εποχή της μουσικής, που ξεκίνησε με τους Beatles, έχει έρθει πλέον στο τέλος της».
To “Love & Peace Festival” της 5ης και 6ης Σεπτεμβρίου στο Fehmarn είχε σχεδιαστεί σαν η απάντηση της Ευρώπης στο Woodstock, όμως εξελίχθηκε περισσότερο σαν ένα ευρωπαϊκό Altamont. Ορισμένα βορειοευρωπαϊκά κλιμάκια των Hell’s Angels, υπεύθυνα υποτίθεται για την ασφάλεια του event, προκαλούν επεισόδια, δέρνοντας, απειλώντας με όπλα, σπάζοντας τα γραφεία της διοργάνωσης και αποσπώντας κάποιες χιλιάδες εισιτήρια, τα οποία μοιράζουν στη μαύρη αγορά.
Άθλιος καιρός και ακόμη πιο άθλια διοργάνωση, με τη μπάντα του Hendrix επίσης σε κακά χάλια, ιδίως τον Billy Cox να μην έχει συνέλθει από ένα tripάκι L.S.D. που του είχαν δώσει στη συναυλία του Γκέτεμποργκ, στη Σουηδία. Η γυναίκα του Mitch Mitchell έχει μόλις γεννήσει ένα υγιέστατο κοριτσάκι και το μυαλό του άντρα της βρίσκεται οπουδήποτε αλλού παρά στη σκηνή. Έχει ανακοινωθεί ότι η μπάντα θα παίξει το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου, όμως προβλήματα στη μετακίνησή τους από το Βερολίνο τους φέρνει στη σκηνή στις 13:00 το μεσημέρι της 6ης, αντιμέτωπους με τα θυμωμένα “Hau ab!” του πλήθους. Ο Jimi ξεκινά με το “Killing Floor”, τη διασκευή του στον Howling Wolf, κατά τραγική ειρωνεία το κομμάτι με το οποίο είχε ξεκινήσει την πρώτη του μεγάλη ευρωπαϊκή συναυλία στο Παρίσι, στις 18 Οκτωβρίου 1966.
Καθώς οι αποδοκιμασίες δίνουν τη θέση τους σε μαζική επευφημία, η μπάντα συνεχίζει με τα “Spanish Castle Magic”, “All Along The Watchtower”, “Hey Joe”, “Hey Baby (New Rising Sun)”, “Message To Love”, “Foxey Lady”, “Red House” και ολοκληρώνει υπό καταρρακτώδη βροχή με τα “Purple Haze” και “Voodoo Child (Slight Return)”.
Ανύποπτοι οι κατασκηνωμένοι μέσα στο βούρκο φεστιβαλιστές θα κρατήσουν την εικόνα του Hendrix με το έντονο μωβ παντελόνι και το μαύρο τζάκετ, να μη φεύγει από το μπροστινό μέρος της σκηνής, παρά τη βροχή και τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας, αλλά να συνεχίζει να κραδαίνει τη λευκή Stratocaster, πάντα γυρισμένη ανάποδα και να την κάνει να εκτοξεύει ουρλιαχτά, βρυχηθμούς, άγρια κύματα από νότες, κυκλοτερείς στροβίλους, αφήνοντας από μέσα της ουράνια τόξα να στεφανώνουν τον ορίζοντα, βομβαρδιστικά να εφορμούν, τυφώνες να ξεσπούν, λευκά περιστέρια που χάνονται ελεύθερα στους ουρανούς.
«If I don’t see you no more in this world
I’ll meet you in the next one and don’t be late, don’t be late.
Thank you. Goodbye. Peace!».