MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
24
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

Συν & Πλην: «Πέρσες» στο Σχολείον της Ειρήνης Παπά

Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για τους «Πέρσες» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη που συμμετείχε στο φετινό σπαραγματικό Φεστιβάλ Επιδαύρου και παρουσιάζεται στο «Σχολείον» του Εθνικού Θεάτρου.

stars-fullstars-fullstars-halfstars-emptystars-empty
author-image Στέλλα Χαραμή

Το έργο

Και μόνο η πληροφορία για την αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας – δηλαδή της αρχής των δραματικών πάντων του κόσμου – προκαλεί δέος. Οι «Πέρσες», ως ένα από τα έργα της τετραλογίας του Αισχύλου που παρουσιάστηκαν στα Μεγάλα Διονύσια το 472 π.Χ., είναι το μοναδικό που επιβίωσε και (κατά σύμπτωση;) αυτό που απέσπασε το πρώτο βραβείο. Η τραγωδία αφηγείται τον όλεθρο των Περσών κατά την ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.X. από τις ελληνικές δυνάμεις (βάσει ενός σχεδίου που συνέλαβε ο Θεμιστοκλής) και την ταπεινωτική επιστροφή του Ξέρξη στην πατρίδα μ’ έναν αποδεκατισμένο στρατό.

Η πλοκή τοποθετείται στα περσικά ανάκτορα των Σούσων κατά την ημέρα όπου αναγγέλλεται, ενωπίω της βασίλισσας Άτοσσας, η συντριβή του περσικού στρατού που έχει οδηγηθεί σε εκστρατεία στην Ελλάδα∙ και εν αναμονή της επιστροφής του Ξέρξη που επιζήσας κουβαλά το μεγαλείο της ταπείνωσης και της καταστροφής.

Ο Αισχύλος παρουσιάζει την τραγωδία των Περσών κατέχοντας το προσόν του αυτόπτη μάρτυρα, καθώς ο ίδιος είχε πολεμήσει στη νικηφόρα, για την ελληνική πλευρά, ναυμαχία της Σαλαμίνας. Και την παρουσιάζει μόλις οκτώ χρόνια μετά, παρακολουθώντας την συνήθεια των τραγικών ποιητών του 5ου αιώνα να σχολιάζουν πραγματικά γεγονότα σε χρονική εγγύτητα από την εποχή που έλαβαν χώρα.

Η ιδιαιτερότητα των «Περσών» έγκειται σε δύο παραμέτρους: Αφενός στην πύκνωση του χρόνου όπου εκτυλίσσεται η πλοκή – δηλαδή στην άφιξη του Ξέρξη αφού έχει προηγηθεί η αναγγελία της φοβερής ήττας στη βασίλισσα. Και αφετέρου στην ανυπαρξία πλοκής αφού οι συναισθηματικές εντάσεις των ηρώων αποδίδονται σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί κι εκείνοι πλέον διαχειρίζονται το βάρος της συμφοράς και το σκοτάδι του θρήνου.

Ο Αισχύλος, παρότι αναφέρεται ευθέως στην μεγάλη στρατιωτική επιτυχία των Ελλήνων, δεν κάνει μια ιστορική ή πολιτική καταγραφή (παρατίθενται πολλά γεγονότα με ιστορική ακρίβεια) μα ούτε και υπογράφει μια τραγωδία για να θριαμβολογήσει επαινώντας το εθνικό φρόνημα την κρίσιμη στιγμή. Το έργο του, επίσης, δεν συνιστά μια χειρονομία μισαλλοδοξίας για τους πολιτισμικά κατώτερους ‘βαρβάρους’ που κατατρόπωσαν οι Έλληνες. Αντιθέτως, στέκεται στον πυρήνα των γεγονότων και αναλύει που μπορεί να οδηγήσει έναν περήφανο λαό η άμετρη φιλοδοξία για επεκτατισμό.

«Ο θυελλώδης Ξέρξης άδειασε από άνδρες την Περσία» σημειώνεται στην παράσταση του Εθνικού θεάτρου (μετάφραση Θεόδωρος Στεφανόπουλος) περιγράφοντας την πτώση ενός άφρονα κι επηρμένου ηγέτη που συμπαρασύρει το λαό του στο κενό.

Ο Γιάννος Περλέγκας και ο Αλμπέρτο Φάις στο Χορό των Γερόντων.

H παράσταση

Καθώς ο χαρακτηρισμός μιας παράστασης ως κλασικότροπης ταυτίζεται συχνά με την συντηρητική, ‘ακίνδυνη’ προσέγγιση, να ξεκαθαρίσουμε ότι το ανέβασμα των «Περσών» του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού του διευθυντή, Δημήτρη Λιγνάδη δεν απέφυγε τις κακοτοπιές παρά τη συνέπεια της ως προς το κλασικό ύφος. Η εμμονή του στην διδασκαλία του λόγου αποτέλεσε κι εδώ την κινητήριο δύναμη της παράστασης – κι όχι άδικα αφού οι «Πέρσες» είναι μια τραγωδία χωρίς δράση, μια σειρά από μακροσκελείς αφηγηματικούς μονολόγους με κοινό χαρακτηριστικό τον θρήνο.

Από τις ενδυματολογικές αναφορές (τα κείμενα γραμμένα στα πουκάμισα του Χορού) μέχρι και στην εκφορά του λόγου (την επιλογή οι ηθοποιοί να υιοθετήσουν κατά τόπους την ερασμιακή προφορά) υπερτονίζουν την σκηνοθετική προτεραιότητα που δίνεται στο λόγο. Και παρότι δεν λείπουν κάποιες ιδέες από την σπαζοκεφαλιά της αισθητικής διαχείρισης της παράστασης, αυτές τελικώς δεν εντάσσονται οργανικά στη σκηνοθεσία, η οποία παραμένει πιστή στο φιλολογικό και δευτερευόντως στο νοηματικό διακύβευμα.

Ο Αργύρης Πανταζάρας στο ρόλο του Άγγελου.

Τα Συν (+)

Η διδασκαλία του λόγου

Η αρετή ενός καλού δασκάλου είναι πάντα αναγκαία στο θέατρο – πόσω μάλλον σε μια μνημειώδη τραγωδία. Ο Δημήτρης Λιγνάδης επικεντρώνεται στον αισχύλειο λόγο και στην γλωσσική του απόδοση, επιδιώκοντας αυτή η εργασία να καρποφορήσει και ερμηνείες. Αυτή του η προσδοκία άλλοτε δικαιώνεται και άλλοτε όχι, καθηλώνοντας το υπόλοιπο σκηνοθετικό του έργο στα όρια της έντιμης προσπάθειας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΔημήτρης Λιγνάδης: Δεν πρόκειται να κινηθώ φοβικά για τίποτα. Θα πω αυτά που πρέπει12.09.2018

Η χορογραφία

Οι ιδέες του Κωνσταντίνου Ρήγου – που κλήθηκε να συνδράμει τη σκηνοθεσία κινησιολογικά αλλά και αναφορικά με την διαχείριση των αποστάσεων μεταξύ των ηθοποιών – απέδωσαν μερικές από τις ωραιότερες κι ατμοσφαιρικότερες εικόνες της παράστασης με πρωταγωνιστές τον Χορό και την Λυδία Κονιόρδου. Η ανάγκη, λοιπόν, οδηγεί στην επινόηση.

Οι βασικές ερμηνείες

Καμία από τις ερμηνείες της διανομής των «Περσών» δεν εξέχει ή δεν παρασύρει την παράσταση προς τα πάνω. Αυτό δεν σημαίνει πως οι πρωταγωνιστές υψηλής κλάσης που την συνθέτουν δεν προσφέρουν ερμηνείες ενός καλού επιπέδου.

Η Λυδία Κονιόρδου δεν είναι σπαρακτική ως Άτοσσα αλλά φέρει την προσωπική της καθαρότητα στην οποία έχει αφομοιώσει μια ανανεωμένη σωματικότητα – πιθανή προίκα από την συνεργασία με τον Μπομπ Γουίλσον. Ο Νίκος Καραθάνος – που επιστρέφει στους «Πέρσες» μετά την περιπετειώδη συνεργασία με τον Ντιμίτερ Γκότσεφ – καλείται να διαχειριστεί έναν μη ρόλο, το φάντασμα του Δαρείου εν προκειμένω, τον οποίο φορτίζει με μιαν αξιοσημείωτη λυρικότητα. Δύσκολη αποστολή και για τον Αργύρη Ξάφη που μέσα σε λίγα λεπτά πρέπει να συμπυκνώσει την οδύνη και την όνειδο ολόκληρου του έργου κλείνοντας το έργο με ένα σύντομο αλλά μεστό κομμό. Ο Αργύρης Πανταζάρας στον αβανταδόρικο ρόλο του Αγγελιαφόρου φέρει την απαιτούμενη συναισθηματική ένταση.

Τίμιοι ως μέλη του Χορού αλλά και πάλι χωρίς να κομίζουν κάτι το ιδιαίτερο ο Δημήτρης Παπανικολάου, ο Γιάννος Περλέγκας και ο Λαέρτης Μαλκότσης ενώ ο Μιχάλης Θεοφάνους διακρίνεται για τις ποιότητες της σωματικής του έκφρασης.

Η λιτότητα της όψης

Με το ελάχιστο σκηνικό φορτίο επενδύεται η ανάγνωση των «Περσών» στο οποίο τα κοστούμια (Εύα Νάθενα) επιβάλλονται των σκηνικών (Αλέγια Παπαγεωργίου) τα οποία με τη σειρά τους περιορίζονται σε μια συστάδα από εκκλησιαστικά στασίδια. Αναμφίβολα την παράσταση κλέβει το φόρεμα – εγκατάσταση της Άτοσσας – Λυδίας Κονιόρδου με τα ανδρικά κοστούμια να αντλούν σε μια λευκή ομοιομορφία από την ανατολίτικη παράδοση. Άστοχο, ωστόσο, αξιολογείται το μοτίβο του σκελετού που κοσμεί την λευκή φορεσιά του Δαρείου – Νίκου Καραθάνου.

Η μουσική

Η ανάθεση της πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης στον Γιώργο Πούλιο αποδεικνύεται ωφέλιμη για την παράσταση. Με την βοήθεια του, επί σκηνής, μουσικού Γιώργου Μαυρίδη στη λύρα και την συνδρομή του Γιάννου Περλέγκα στο μπουζούκι υπογραμμίζονται σκηνές με συναισθηματική ένταση, άλλοτε μέσα από ένα ανατολίτικο παραδοσιακό ηχόχρωμα κι άλλοτε άχρονο αλλά πάντα θρηνητικό.

Το είδωλο του Δαρείου από το Νίκο Καραθάνο.

Τα Πλην (-)

Η σκηνοθεσία

Η εμβάθυνση του Δημήτρη Λιγνάδη στις αξίες του αισχύλειου λόγου (όπως αναφέρεται και πιο πάνω) μοιάζει να αποσπά την προσοχή του από την συνολικότερη σκηνοθετική αντιμετώπιση των «Περσών». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι όποιες, ενδιαφέρουσες εικονοκλαστικού χαρακτήρα, ιδέες να δίνουν την εντύπωση μιας ‘διακοσμητικής’ χρήσης, ενσωματωμένες σ’ έναν καλό ρυθμό. Δηλαδή, η τοποθέτηση της παράστασης στην ευρεία κατηγορία του κλασικού θεάτρου πηγάζει από την απουσία μιας ολοκληρωμένης κατασκευής που θα εκκινεί ασφαλώς από το εμβληματικό κείμενο αλλά δεν θα εξαντλείται σε αυτό.

Η μοναξιά του Δαρείου

Η εμφάνιση ενός φαντάσματος στη σκηνή δεν απαντάται σε πολλά έργα κι έτσι (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει, ως γνωστόν, στον σαιξπηρικό «Άμλετ») η σκηνική αποτύπωση της δεν έχει και πολλά παραδείγματα να μας προσφέρει. Παρόλα αυτά, η διαχείριση του είδωλου ενός νεκραναστημένου βασιλιά – εδώ του Δαρείου – οφείλει να προτείνει κάτι παραπάνω από ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Πόσω μάλλον, όταν η σκηνή του φαντάσματος βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου και το κλονίζει.

Εδώ, με εξαίρεση την ευρηματική ιδέα της λευκής πούδρας η οποίας γλιστράει από το κοστούμι του, η εμφάνιση του Νίκου Καραθάνου στη σκηνή που, δεν εξέχει στο ελάχιστο από τους ‘θνητούς’ συμπρωταγωνιστές του. Και ο ίδιος μένει να προσπαθεί για να δώσει ζωή σ’ ένα φάντασμα – αβοήθητος ακόμα και σε επίπεδο ατμόσφαιρας, από τον φωτιστικό σχεδιασμό (Χριστίνα Θανάσουλα).

Ο κομμός του φινάλε από τον Αργύρη Ξάφη ως Ξέρξη.

Το άθροισμα (=)

Η ανάδειξη του αισχύλειου λόγου ως σκηνοθετική προτεραιότητα από μια ομάδα άξιων ηθοποιών κορυφώνεται σ’ ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Συγγραφέας: Αισχύλος
Μετάφραση: Θ.Κ. Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης

Σκηνικά: Αλέγια Παπαγεωργίου
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Χορογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος

Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου, Αργύρης Πανταζάρας, Νίκος Καραθάνος, Αργύρης Ξάφης Χορός: Βασίλης Αθανασόπουλος, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Μιχάλης Θεοφάνους, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Λαέρτης Μαλκότσης, Δημήτρης Παπανικολάου, Γιάννος Περλέγκας, Αλμπέρτο Φάις

Τιμές Εισιτηρίων: 18€ κανονικό 14€ μειωμένο το μειωμένο εισιτήριο αφορά σπουδαστες, φοιτητές, ανέργους, αμέα, θεατές άνω των 65 ετών.
Παραστάσεις: 1, 2, 3, 4 Οκτωβρίου - Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παπά (Πειραιώς 52, 185 47, Πειραιάς)
Βοηθός Σκηνοθετη: Νουρμάλα Ήστυ
Link Εισιτηρίων: www.ticketservices.gr
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Περισσότερα από Κριτική Θεάτρου