Ένα καλοκαίρι βαθιάς οικονομικής κρίσης αναβίωσε για τους περιοδεύοντες θεατρικούς θιάσους. Κι ήταν το καλοκαίρι του 2020, που καλλιτεχνικά φτάνει στο τέλος του, έχοντας διαμορφώσει μια ανησυχητική εικόνα για τον θεσμό της περιοδείας συνολικά – τουλάχιστον έτσι όπως τον ξέραμε πριν ξεσπάσει η επιδημιολογική κρίση. Η μειωμένη προσέλευση θεατών που άγγιξε ποσοστά μέχρι και 60% αποδείχθηκε πολυπαραγοντικής φύσης, εκπορευόμενη πάντα από το δεδομένο της πανδημίας όσο και της άστοχης διαχείρισης της.
Σε μια ήδη συρρικνωμένη θερινή περίοδο που ξεκίνησε επίσημα στις 15 Ιουλίου (δηλαδή σχεδόν ένα μήνα αργότερα από τις συνήθεις ημερομηνίες εκκίνησης) με αρκετές επαναλήψεις, αναθεωρημένες σκηνοθεσίες αλλά και με κάποιες θαρραλέες νέες παραγωγές, ήρθαν να προστεθούν σοβαρά φαινόμενα θεσμικής ασυννενοησίας (ή και αυθαιρεσίας) με πρωταγωνιστές τους, κατά τόπους, δήμους, την περιφέρεια Αττικής και εν κατακλείδι το υπουργείο Πολιτισμού. Η οικονομική ανασφάλεια όσο και ο φόβος διασποράς του ιού θα ολοκλήρωναν μια σεζόν που άνοιξε διστακτικά και κλείνει επεισοδιακά.
«Δεν πήγαμε καθόλου καλά. Υπήρχε εξ αρχής ένα κράτημα από πλευράς των θεατών, παρότι το θέατρο ήταν ο ασφαλέστερος χώρος συνάθροισης. Αυτή η κατάσταση αντιστρεφόταν όπου υπήρχε μια προϊούσα αρχή, ένας δήμος ή ένα φεστιβάλ για να προστατεύσει την διοργάνωση κι αντίθετα όπου αφεθήκαμε στην τύχη μας τα στατιστικά ήταν μέτρια έως άσχημα» σημειώνει ο Στέλιος Μάϊνας που μαζί με τη σύζυγό του του Κάτια Σπερελάκη έδωσαν μια καλοκαιρινή ευκαιρία στον «Κήπο» τους. Ωστόσο, από τους 28 σταθμούς που είχαν αναγγείλει κατάφεραν να φέρουν σε πέρας μόνο τους 11 καθώς μεσούσης της περιοδείας ήρθαν αντιμέτωποι με τις, κατά συρροή, αποχωρήσεις των δήμων από την φιλοξενία εκδηλώσεων.
«Η ανακοίνωση της Περιφέρειας Αττικής πως ακυρώνει τις πολιτιστικές της εκδηλώσεις λειτούργησε καταστροφικά για όλους μας. Οι περισσότεροι δήμοι της Αττικής μιμήθηκαν το παράδειγμα της, προκαλώντας ένα μπαράζ ακυρώσεων των προ-κρατήσεων ακόμα σε πιάτσες που επρόκειτο να λειτουργήσουν κανονικά. «Αυτό έφτασε σαν μια πρόσθετη πληροφορία στο κοινό κι έδωσε την χαριστική βολή μέσα σ’ ένα ήδη επιβαρυμένο κλίμα» συνεχίζει ο κ. Μάινας.
Στέλιος Μάινας: Η ανακοίνωση της Περιφέρειας Αττικής πως ακυρώνει τις πολιτιστικές της εκδηλώσεις λειτούργησε καταστροφικά για όλους μας.
Την ίδια ώρα, η ανατροπή του προγραμματισμού προκαλούσε χάος στις παραγωγές που βρίσκονταν ήδη στο δρόμο. Τα έσοδα θα μειώνονταν δραματικά αφού οι περισσότερες περιοδείες απεμπόλησαν αναγκαστικά περί το 1/3 του όγκου τους, οι εργαζόμενοι έμεναν χωρίς αποζημίωση και το καλοκαίρι έμοιαζε να λήγει πριν τα μέσα Αυγούστου.
«Είμαι πολύ θυμωμένος. Η κίνηση της Περιφέρειας Αττικής δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μεθόδευση της επιλογής εκδηλώσεων η οποία ανέδειξε τον Γιώργο Πατούλη από Περιφερειάρχη σε ρυθμιστή του πολιτισμού. Κατά την γνώμη μου, στήθηκε πάλι ένα μαγαζί για λίγους, είδαμε ξανά να θεριεύουν οι πελατειακές σχέσεις και πάνω στην τρομερή κρίση της πανδημίας φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης να στηρίζουν συγκεκριμένες παραγωγές έναντι άλλων» εξεγείρεται ο σκηνοθέτης και παραγωγός της «Αντιγόνης» Θέμης Μουμουλίδης.
Και οι δήμοι με απαιτήσειςΝωρίτερα, πριν βρεθούν μπροστά σε αυτό το τετελεσμένο, οι θίασοι έρχονταν αντιμέτωποι με δημοτικές αρχές που έπρατταν κατά το δοκούν: Απαιτούσαν άλλοτε χαμηλό κι άλλοτε υψηλό ενοίκιο – παρότι είχαν εξασφαλίσει κονδύλι στο πλαίσιο του αναπτυξιακού προγράμματος του υπουργείου Εσωτερικών για την στήριξη τους. Ελάχιστοι ήταν οι δήμοι που δεν είχαν οικονομικές απαιτήσεις κι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που αγόρασαν σειρά εκδηλώσεων στηρίζοντας έμπρακτα τον χειμαζόμενο καλλιτεχνικό χώρο.
Λίγοι αλλά ξεχώρισανΠαναγιώτης Γεροδήμος: Φέτος, κανείς δεν βγήκε σε περιοδεία για να έχει έσοδα αλλά κυρίως γα να δηλώσει μια παρουσία.
Σε αυτό το περιβάλλον, ανάμεσα στις 15 περίπου παραγωγές που αποφάσισαν να πάρουν το ρίσκο και να βγουν στο δρόμο, ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού εκείνες που κατάφεραν να μην έχουν ζημιά. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα καθώς και η αναθεωρημένη «Αντιγόνη» από τον Θέμη Μουμουλίδη φαίνεται πως επικράτησαν στην αγορά.
«Φέτος, κανείς δεν βγήκε σε περιοδεία για να έχει έσοδα αλλά κυρίως γα να δηλώσει μια παρουσία. Τουλάχιστον, εμείς έτσι μπήκαμε στην διαδικασία να κάνουμε τον “Γκοντό” κι ευτυχώς τα καταφέραμε – με την έννοια ότι δεν μπήκαμε μέσα. Βεβαίως, θα μπορούσε να μας καταστρέψει το γενικότερο μπάχαλο που επικράτησε με τους δήμους και το οποίο μας έφερε σε σημείο να μην ξέρουμε που θα παίξουμε, αν θα παίξουμε, αν θα δώσουμε ενοίκιο, πόσα λεφτά θα δώσουμε. Ο μόνος λόγος που η παράσταση μας έγινε βιώσιμη είναι γιατί οι ηθοποιοί μας έριξαν τις αμοιβές τους, προκειμένου η παραγωγή να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής» εξηγεί ο επιχειρηματίας της Παναγιώτης Γεροδήμος.
Διαφορετική τύχη είχε ο δραστήριος Θύμιος Τάγαρης που τόλμησε να λανσάρει δύο παραγωγές φέτος, το σατιρικό «Δάφνες και πικροδάφνες» σε σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη και την τραγωδία δωματίου «Οιδίπους» δια χειρός Δημήτρη Καραντζά.
«Κινηθήκαμε στο μείον όπως και πολλοί συνάδελφοι. Πως αλλιώς όμως, όταν μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Λάρισα, ο Βόλος και η Πάτρα δεν άνοιξαν καν τις εκδηλώσεις τους κι όταν μπήκαμε σε τέταρτη και πέμπτη μοίρα από το κοινό λόγω οικονομικής δυσκολίας. Στις ίδιες πιάτσες που πέρυσι είχαμε 1000 και 1500 εισιτήρια σε μια παράσταση, φέτος κάναμε 400 και 500 εισιτήρια. Προσπαθήσαμε κι εμείς να πούμε πως το θέατρο είναι παρόν αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ δύσκολα. Κι αν θέλετε δίνουν και μια άποψη του τι θα επακολουθήσει».
Θύμιος Τάγαρης: Στις ίδιες πιάτσες που πέρυσι είχαμε 1000 και 1500 εισιτήρια σε μια παράσταση, φέτος κάναμε 400 και 500 εισιτήρια.
Το οξύμωρο ήταν πως ενώ οι τέχνες δυσφημίζονταν με διάφορους τρόπους λειτουργούσαν συνάμα με ασφάλεια – συγκριτικά τουλάχιστον με άλλες εκφάνσεις της δημόσιας συνάθροισης. Ο Στέλιος Μάϊνας υπενθυμίζει το δεδομένο «του μηδενικού κρούσματος σε πολιτιστική εκδήλωση αφού στα ανοιχτά θέατρα τα μέτρα ήταν πολύ αυστηρά. Εδώ οι κανόνες λειτουργούν καθιστώντας τον πολιτισμό ασφαλή έξοδο. Κι εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι καλλιτέχνες θέλουν τους θεατές τους υγιείς. Και δεν θα δειλιάσουμε να θυσιάσουμε το μεροκάματο για να συμβεί αυτό, γιατί θέλουμε ο κόσμος που παρακολουθεί θέατρο να επιστρέψει σε αυτό. Πόσω μάλλον, όταν οι πιο τακτικοί θεατές των πολιτιστικών εκδηλώσεων είναι άνθρωποι μέσης ηλικίας άρα και πιο ευάλωτοι».
Τα απανωτά χτυπήματα που δέχθηκε το καλοκαίρι ο θεσμός της περιοδείας κάνουν ολοφάνερη, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά, την αδιαφορία των θεσμών για τον χώρο του πολιτισμού. «Όχι μόνο δεν μας παρασχέθηκε βοήθεια, όχι μόνο βασιστήκαμε αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις αλλά βρεθήκαμε σε μια, τρομοκρατικού τύπου, κατάσταση ακυρώσεων ενάντια στο ΦΕΚ που είχε ψηφιστεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Κι αυτό συνέβη χωρίς καμία αντίδραση από την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, χωρίς καμιά παρέμβαση από το υπουργείο Πολιτισμού. Αν όλα αυτά δεν δηλώνουν ανεπάρκεια και αποποίηση κάθε ευθύνης από τους αρμόδιους φορείς, τότε τι συζητάμε;».
Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν μοιάζει ν’ ανησυχεί για την απαξίωση του θεσμού της περιοδείας όπως προέκυψε από τις φετινές κινήσεις, πιστεύοντας ότι το κοινό θα επιστρέψει στις θέσεις του κατά την, μετά covid, εποχή.
Λιγότερο αισιόδοξος πάντως, εμφανίζεται ο Θέμης Μουμουλίδης συμφωνώντας με τα σενάρια αποθεσμοποίησης της καλοκαιρινής περιοδείας. «Εκτός από την σκοπιμότητα να ευνοηθούν κάποιοι και κάποιοι άλλοι πιο ρομαντικοί ν’ αφεθούν μόνοι, πιστεύω πως σύντομα δεν θα μπορούμε να μιλάμε για δημοτικά καλοκαιρινά φεστιβάλ. Οι δήμοι παραπονούνται πως έχουν χώρους αλλά δεν έχουν πόρους για τους λειτουργήσουν κι αυτό, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στην εκμετάλλευση τους από ιδιώτες. Είναι πολύ ανησυχητικό αυτό που συνέβη φέτος για το μέλλον της περιοδείας».
Οι αδυναμίες του Υπουργείου ΠολιτισμούΘέμης Μουμουλίδης: Οι δήμοι παραπονούνται πως έχουν χώρους αλλά δεν έχουν πόρους για τους λειτουργήσουν κι αυτό, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στην εκμετάλλευση τους από ιδιώτες
Στο μεταξύ, η χειμερινή περίοδος είναι ένα τεράστιο ερωτηματικό. Σε μακρά αναμονή για το υγιεινομικό πρωτόκολλο ή ακόμα και την αναγγελία αδυναμίας να δοθεί πράσινο φως λειτουργίας σε κλειστούς χώρους, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και λοιποί εργαζόμενοι στον πολιτισμό ανανεώνουν την συνομιλία τους με την απόγνωση.
«Ο χειμώνας προδιαγράφεται με μελανά χρώματα. Ακόμα κι αν καταφέρουμε ν’ ανοίξουμε με οδηγία για 50% πληρότητα ποια θέατρα θα δουλέψουν; Σκεφτείτε πως μια σκηνή 300 θέσεων σημαίνει ότι χρειάζεται 150 θεατές για να επιβιώσει. Ποιοι θα είναι αυτοί οι θεατές;» αναρωτιέται ο Θύμιος Τάγαρης, ο οποίος έχει καταθέσει στα αρμόδια υπουργεία πρόταση για την επιδότηση των κενών θέσεων στα θέατρα που θα υπολειτουργήσουν.
Δημήτρης Καραντζάς: Το υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει να ενθαρρύνει την σχέση του κοινού με το θέαμα και το ακρόαμα αφού κι εκείνο ευθύνεται για τον αναίτιο στιγματισμό του
Ο Παναγιώτης Γεροδήμος με τη σειρά του, καλεί το υπουργείο Πολιτισμού να αναλάβει τη θεσμική του ευθύνη και να στηρίξει το θέατρο συνολικά. «Μια πολύ χρήσιμη βοήθεια για τους παραγωγούς θα είναι η παράταση της επιχορήγησης του ενοικίου κατά 40%. Αλλά κι αυτό μόνο του δεν φτάνει. Η αγορά θα πιεστεί πολύ. Ακόμα και οι ηθοποιοί θα πρέπει να επανεξετάσουν τις αμοιβές τους προς τα κάτω».
Η, μέχρι στιγμής, αδυναμία του ΥΠΠΟ να στηρίξει επί της ουσίας, τους εργαζόμενους στον πολιτισμό δεν τους επιτρέπει να αισιοδοξήσουν πως θα το κάνει τώρα· μολονότι ο χειμώνας αναμένεται πολύ πιο δύσκολος από το περσινό lockdown. Ο Δημήτρης Καραντζάς εισηγείται πως παράλληλα με την λήψη ουσιαστικών μέτρων ενίσχυσης του κλάδου «το υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει να ενθαρρύνει την σχέση του κοινού με το θέαμα και το ακρόαμα αφού κι εκείνο ευθύνεται για τον αναίτιο στιγματισμό του τους προηγούμενους μήνες».
Η αναμενόμενη συνάντηση μελών του ΔΣ του ΣΕΗ με κλιμάκιο του υπουργείου Εργασίας, η επικείμενη δημόσια τοποθέτηση καλλιτεχνών – που θα διεκδικεί την χάραξη ενός εθνικού σχεδίου για τον πολιτισμό – καθώς και η ανακοίνωση για τη λειτουργία (ή όχι) των κλειστών χώρων πρόκειται να δώσει τον τόνο των επόμενων ημερών στον σκληρά δοκιμαζόμενο χώρο του πολιτισμού.