Πέρυσι την Άνοιξη το βραβείο Μελίνα Μερκούρη δεν δόθηκε όπως προγραμματιζόταν – η πανδημία θα έθετε νέους όρους. Ωστόσο, την ίδια περίοδο, η Μελίνα θα ξαναγεννιόταν. Το ίδρυμα που φέρει το όνομα της περιέβαλλε στοργικά μια πρωτοβουλία του ηθοποιού Μάνου Καρατζογιάννη: Ένα ντοκιμαντέρ που ιχνηλατούσε στιγμές, συμβάντα, περιόδους στη ζωή της «τελευταίας Ελληνίδας θεάς» όπως τα αφηγούνται οι 13 νικήτριες στην ιστορία του θεσμού. «Σκέφτηκα πως, όπως κάθε θεά, έτσι και η Μελίνα είχε πολλά πρόσωπα. Κάθισα, λοιπόν, και έγραψα το κείμενο σε μια προσπάθεια ν’ αναδείξω την πολύπτυχη προσωπικότητα της που στιγματιζόταν πάντα από την ελληνικότητα» εξηγεί ο Μάνος Καρατζογιάννης, ο οποίος όχι μόνο γράφει αλλά και σκηνοθετεί το ντοκιμαντέρ.
Οι πτυχές της ζωής τηςΑπό τα πρώτα νεανικά σκιρτήματα, την λατρεία για την ιστορική μορφή του παππού Σπύρου Μερκούρη, τις επαναστάσεις της στους κόλπους της αστικής οικογένειας, το πείσμα του θεάτρου και τον πόθο για τους μεγάλους ρόλους, τα χρόνια της Κατοχής και της Χούντας, την Στέλλα του Πειραιά και τα βραβεία στις Κάννες, τον θρίαμβο στη Νέα Υόρκη, την πρώτη και την τελευταία Επίδαυρο, τον έρωτα για τον Τζούλι (Ζυλ Ντασσέν), το ΠΑΣΟΚ, το υπουργείο Πολιτισμού και τον Ανδρέα Παπανδρέου, όλη η ζωή της περνάει καρέ – καρέ σαν σε ταινία.
Και το «Μελίνα στοπ καρέ» είναι μια ταινία – η πρώτη κινηματογραφική εμπειρία του Καρατζογιάννη – ένα θεατρικό πορτρέτο με πολλά γκρο πλαν. «Η συγκυρία της πανδημίας μας έδειξε αυτό το δρόμο, αυτή τη γλώσσα. Σίγουρα είναι ένα διαφορετικό μέσο το οποίο παρατηρώ με μιαν αμφιβολία. Ωστόσο, το γεγονός ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι, οι πρωταγωνίστριες μου και φυσικά η Μελίνα ανήκουν πρωτίστως στο θέατρο έφερε μια οικειότητα».
Τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, που ως teaser θα προβληθεί ανήμερα των γενεθλίων της Μελίνας (στις 18 Οκτωβρίου, οπότε και συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση της), έγιναν σ’ έναν κατ’ εξοχήν θεατρικό χώρο: Το Rex του Εθνικού Θεάτρου.
Πρόθεση του σκηνοθέτη όσο και των ηθοποιών – που έχουν – θέλοντας και μη – συνδεθεί με την μεγάλη Μελίνα είναι να φωτίσουν «ένα πλάσμα τόσο ειλικρινές γι’ αυτό και σπάνιο στην καθημερινή ζωή. Εκείνο που με καθηλώνει στη γυναίκα αυτή είναι η έξοδος της, η ζωντάνια της, η ανάγκη της να δίνεται παντού με πάθος, η επιθυμία της για την ζωή και την ελευθερία· η γενναιοδωρία της απέναντι στους Έλληνες και στην Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω την απάντηση της όταν την ρώτησαν “Τι είναι για σένα η Ελλάδα;”. “Μαγεία και καταστροφή” απάντησε. Θέλω να πω, πως όλες αυτές οι αξίες και τα ιδανικά που την καθόριζαν είναι οδηγός ζωής και για εμάς σήμερα» σημειώνει ο Μάνος Καρατζογιάννης.
Στα 13 καρέ που στήνει για το ντοκιμαντέρ, ο ίδιος στέκεται περισσότερο στις πιο γενναίες της στιγμές: Στο θάρρος με το οποίο αντιμετώπισε το καθεστώς της Δικτατορίας αλλά και στην στωικότητα που επέδειξε κατά την νοσηλεία της στο Memorial. «Ίσως επειδή σε αυτές τις φάσεις είναι πιο έντονες οι εκπλήξεις, οι ανατροπές και οι αντιφάσεις της Μελίνας».
Το πρώτο απόσπασμα του ντοκιμαντέρ θα προβληθεί διαδικτυακά ενώ ολοκληρωμένο αναμένεται να κάνει πρεμιέρα με τη νέα χρονιά, πιθανότατα στην τηλεόραση. Για την ώρα, ο Μάνος Καρατζογιάννης μας παραχωρεί το πληθωρικό κείμενο τις εβδομάδες του lockdown κι εμείς επιλέγουμε αποσπάσματα από κάθε καρέ και κάθε πρωταγωνίστρια που την ενσαρκώνει.
Η Λένα Παπαληγούρα στο καρέ «Ο μεγάλος Σπύρος»«Ο πρώτος άντρας που αγάπησα ονομαζόταν Σπύρος. Υπερβολικά όμορφος, υπερβολικά γοητευτικός. Υπερβολικά ελπιδοφόρος. Υπερβολικά… Σπύρος. Το στόμα του μύριζε γλυκύτερα απ’ το στόμα οποιουδήποτε άντρα γνώρισα ποτέ. Αγκάλιασμα από ροδόνερο και βασιλικό. Δυνατός. Ψηλός. Αγαπούσε τους γιους του και τους φρόντιζε. Αγαπούσε τη γυναίκα του και την απατούσε. Αλλά ένιωθε πάθος για μένα, κι αυτό έκανε τα παιδικά μου χρόνια ευτυχισμένα. Το πάθος του παππού μου. Εγώ και η Αθήνα… Δήμαρχος τριάντα χρόνια… Δήμαρχος της καρδιάς μου…»
Η Γιουλίκα Σκαφιδά στο καρέ «Κόκκινα μάγουλα»«Ήμουν πια στα δεκατέσσερα. Στη σκηνή η Μαρίκα… εκείνη τη νύχτα όμως δεν την πρόσεξα καθόλου.
Χάζευα… Τον Γιώργο. Δεν υπάρχει γυναίκα που να μην έχει χαζέψει Γιώργο! Δεν υπήρχε γυναίκα που να μην ήταν ερωτευμένη με τον Παππά. Από τη στιγμή που βγήκε στη σκηνή τον ερωτεύτηκα. Κοκκίνισαν τα μάγουλα μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου ακούγονταν σ’ όλο το θέατρο. Δεν υπήρχε επιστροφή… Ήμουν ερωτευμένη. Απελπισμένα. Οριστικά… Ξαναείδα το έργο. Ξανά και ξανά… Δεκαπέντε φορές! Οι επόμενες νύχτες, από δω και πέρα… Ήθελα να βλέπω το Γιώργο κάθε νύχτα. Αλλιώς θα πέθαινα…
Ο Γιώργος ήταν ψηλός, με έντονα χαρακτηριστικά, μυστηριώδης… Τα ωραιότερα χέρια που είχα δει ποτέ… Βαθιά φωνή. Μας χώριζαν 20 χρόνια. Με λίγα λόγια, είχε ό,τι χρειαζόταν για να τρέμει μια δεκατετράχρονη παρθένα.
Κάθε μέρα, τσακ στο θέατρο. Το πρόβλημα των χρημάτων για την αγορά των εισιτηρίων λύθηκε απλά. Ζητιάνευα στους δρόμους! Άλλοτε έλεγα πως είχα χάσει το πορτοφόλι μου και θα ‘χανα το τρένο… Άλλοτε πως πέθαινα της πείνας… Πως ήμουνα διαβητική και χρειαζόμουν ινσουλίνη… Αν με γνώριζαν τόσο το καλύτερο.
Δεύτερο σπίτι μου είχε γίνει το θέατρο της Κοτοπούλη! Ηθοποιοί, ταξιθέτριες και προσωπικό άρχισαν πια να με χαιρετούν σα να ‘μαι μέλος του θιάσου. Ίσως να καταλάβαιναν πως στα δεκατέσσερα όλοι είναι ερωτευμένοι. Ίσως να καταλάβαιναν πως στα δεκατέσσερα πάντα χρειάζεσαι βοήθεια… Ώσπου μια μέρα τον γνώρισα. Τυχαία;».
«Κι εγώ έπαιζα θέατρο. Κι όλοι να μιλούν ταυτόχρονα. Οι Έλληνες το ‘χουμε αυτό το μοναδικό ταλέντο: Να μιλάμε και να ακούμε ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα τα γέλια και οι φωνές, οι χοροί κι οι καβγάδες. Ώσπου ήρθε ο Απρίλης του’41… Τι έχει ο Απρίλης με την Ελλάδα; Από την Έξοδο των Μεσσολογγιτών μέχρι την Κατοχή και τη Χούντα ήταν σκληρός μαζί μας ο Απρίλης. Λένε πως οι στρατιώτες μας περιφρονούσαν τον θάνατο. Δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι ίδια η αγάπη για την ελευθερία με την περιφρόνηση για το θάνατο. Οι Έλληνες ξέρουμε περισσότερο τη ζωή. Γι’ αυτό και πεθαίνουμε. Δεν τις αντέχουμε τις αλυσίδες.
«Έρημη χώρα» η Αθήνα. Και τα παντζούρια κλειστά. Ψυχή στους δρόμους και η σβάστικα πάνω απ’ την Ακρόπολη. Και η Κατοχή μάστιγα. Σ’ όλη την Ελλάδα άνθρωποι να διακινδυνευούν τη ζωή τους στον αγώνα. Κινδύνεψα κι εγώ, αλλά ο πόλεμός μου ήταν ιδιωτικός. Να φάω, να ταΐσω τους φίλους μου, να πάρω κάθε απόλαυση από τη ζωή, να τη ζήσω ως το τέλος… όσο θα κρατούσε.
Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν δεν είχα συναντήσει τον Αλέξη. Ο Αλέξης: Μισούσε τους Γερμανούς γιατί ήταν δυνατοί. Περιφρονούσε τους Έλληνες γιατί ήταν αδύνατοι. Και στο τέλος εκμεταλλευόταν και τους δύο το ίδιο. Ό,τι ήθελαν να αγοράσουν οι Γερμανοί τους το έβρισκε. Η δική του αντίσταση ήταν να τους τα πουλήσει ελαττωματικά… Κέρδιζε τεράστια ποσά αλλά δεν είχε ποτέ δεκάρα. Στο ‘να χέρι κρατούσε τη σαμπάνια. Στο άλλο τ’ όπλο του. Έτοιμο να το στρέψει επάνω του ή στους Γερμανούς. Αυτός ο άνθρωπος με ερωτεύτηκε και, θεός φυλάξοι, ήταν ακαταμάχητος.