Η Λένα Δροσάκη στο καρέ «Αν με πίστευες λιγάκι»
Με τον Κουν τον μάθαμε τον Γουίλλιαμς, τον Λόρκα, τον Μπρεχτ, τον Ζενέ… «Με στέλνει ο Κάρολος. Σε θέλει για Μπλανς στο «Λεωφορείον ο πόθος». Ξέρεις την Μπλανς;». «Αν ξέρω τη Μπλανς;». «Μα είμαι η Μπλανς! Αλλά δεν μπορώ να την παίξω. Ο Ροντήρης δε θα με συγχωρήσει ποτέ». Γι’ αυτόν το Θέατρο Τέχνης ήταν φιδοφωλιά. Μια φιδοφωλιά που απειλούσε τον ναό του… «Ξέχνα τον Κουν. Ξέχνα την Μπλανς!». Δεύτερη φορά πήγα να πεθάνω. Στ’ αλήθεια…Έπεσα στις γραμμές του τραμ. Μ’ έπιασε την τελευταία στιγμή ο Ροντήρης γερά στην αγκαλιά του: «Εντάξει, Μελίνα. Μπορείς να παίξεις την Μπλανς. Αλλά να θυμάσαι όλα όσα σου έμαθα. Και να την παίξεις καλά». Ο Κουν με πίστεψε. Όχι λιγάκι, πολύ… «Αν με πίστευες λιγάκι θα ήσαν όλα αληθινά…». Μετά την αυλαία έγινε σιωπή. Για μια στιγμή. Κι ύστερα μια θύελλα από χειροκροτήματα και κραυγές: «Μελίνα, Μελίνα, Μελίνα»…
Η Μαρία Κίτσου στο καρέ «Δίκοπο μαχαίρι»
«Μελίνα είσαι η πιο χειραφετημένη γυναίκα στην Ελλάδα» μου είπε ο Καμπανέλλης, όταν πήγα για ηχογράφηση μιας διασκευής του στη Μήδεια του Ανούιγ. «Θα γράψω για σένα». Κι όταν το διάβασε το έργο ο Κακογιάννης αποφάσισε να το κάνει ταινία. Το πρώτο που έπρεπε να κάνω ήταν να πάρω άδεια απ’ το θέατρο. «Δεν ζητάω, ικετεύω» είπα στον Χέλμη. «Ναι, υπό τον όρο ότι θα παίξεις τη Λαίδη Μάκβεθ». «Σύμφωνοι». Α πα πα γρουσουζιά είπα μέσα μου ακόμα δεν ξεκινήσαμε γυρίσματα… Ο Κακογιάννης με πίστεψε. Δεν τον εμπόδιζε το μεγάλο μου στόμα, όπως μου επισήμαιναν σε όλα τα δοκιμαστικά για φιλμ που είχα κάνει. To ‘βλεπαν όλοι σαν μια μικρή ιστορία εγκλήματος. Για εκείνον όμως ήταν το στόμα της Στέλλας. Ένα στόμα που θέλει να ζήσει, να χαρεί, να φιλήσει. Που πάλλεται από περηφάνια. Ένα στόμα που υποπτεύεται ό,τι επιτάσσει η κοινωνία. Ένα πεινασμένο στόμα!
Μια γκρο – πλαν καχυποψία σε ο,τιδήποτε συμβατικό. Μια αποστάτης που γεννιόταν έναν παγερό ηλιόλουστο Φλεβάρη. Που αλλού; Στην Αθήνα. Την πόλη των αντιφάσεων! Η Στέλλα έγινε με το τίποτα αλλά ήταν το παν. Παράλληλα έκανα πρόβες στη Λαίδη Μακ… Όχι, δε θα το πω τ’ όνομά της. Αρκετά ταλαιπωρήθηκα με αυτήν τη σκωτσέζα σκύλα. Το έργο κράτησε πολύ λίγο. Μυριζόμασταν την αποτυχία πριν καν ανέβουμε…Ήμουν απαίσια…και μου χρειαζόταν καιρός για να ξεχάσω τις υπνοβασίες της λαίδης. Ώσπου άκουσα τη φωνή του Κακογιάννη στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής: «Μελίνα, σε περιμένω στις Κάννες. Είμαι σίγουρος πως θα κερδίσεις το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου».
Ο Πύρρος βρισκόταν στο Γιβραλτάρ. Πριν φύγει είχαμε τσακωθεί. Και μου έφερνε κι αυτό θλίψη. Δυο γράμματα με γαλλικά γραμματόσημα μπόρεσαν να με βγάλουν για λίγο απ’ αυτήν. Ήταν απ’ τον Ντασσέν, αυστηρά επαγγελματικού περιεχομένου. Αλλά θερμά… Με σκεφτόταν για Μαρία Μαγδαληνή στο «Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη. «Εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα» ταξίδεψα για να τον συναντήσω. Στο Παρίσι αυτή τη φορά. Δώδεκα ακριβώς ο απελπιστικά ακριβής Ντασσέν μπήκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου χορεύοντας. Φθαρμένο καμηλό σακκάκι, στραβοπατημένα παππούτσια…Έκανε μια πιρουέτα αλά Τσάπλιν κι άρχισε να μου μιλάει για την ταινία. Του είπα τα πάντα. Μου είπε τα πάντα. «Σου αρέσει το περπάτημα; Ξυπνάς νωρίς το πρωί;». Είπα ψέμματα και στα δύο: «Πολύ, ναι. Πάντα το πρωί!».
Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο άντρας της ζωής μου. Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία. Κι όταν αρχίσαμε αχάραγα την πεζοπορία με τον Τζούλι βεβαιώθηκα. Ο Ντασσέν είχε γεννηθεί 18 Δεκεμβρίου, όπως και ο πατέρας του. Η γυναίκα του 18 Ιουνίου. Ένας μεγάλος του έρωτας, ο παππούς μου κι εγώ 18. 18 του Οκτώβρη. Και τώρα που το σκέφτομαι 18 του Μάη γνωριστήκαμε στις Κάννες. 18 και Κυριακή. Στην είσοδο του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε: « I am hooked» μου είπε. Κι ύστερα πιάστηκα εγώ στο αγκίστρι του, στο αγκίστρι του «Ριφιφί»…
Η Ιωάννα Παππά στο καρέ «Για χάρη του Πειραιά»
Όπου κι αν πάει, προσπαθεί να επιβάλλει τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Δεν είναι κακός! Απλώς επικίνδυνα αφελής. Εκείνη είναι τόσο ευτυχισμένη που δεν μπορεί να το υποφέρει. Κι όλα αυτά κάπου στο λιμάνι του Πειραιά». Ξέσπασα σε κραυγές ενθουσιασμού αλλά κανένας παραγωγός δεν ενδιαφερόταν για την ευτυχισμένη πόρνη μας. Μέχρι τον Ωνάση πιάσαμε. Τίποτα. Τότε ο Τζούλυ σκέφτηκε τον Σμάτζα. «Αν δεν έχετε σενάριο, τι θέλετε να χρηματοδοτήσω;» «Την ιδέα!» «Μου αρέσει η ιδέα αλλά… πως την λένε την ευτυχισμένη πόρνη σας;». Ο Τζούλυ δεν είχε σκεφτεί όνομα. Στο διπλανό γραφείο της United Artists καθόταν ο Ίλυα Ρόμπερτ. «Ίλυα» είπε. «Μα αυτό είναι αντρικό όνομα!». «Με δύο λάμδα! Μερικοί άνδρες δουλεύουν στις αποβάθρες του Πειραιά. Μια κοπέλα κατεβαίνει τρέχοντας στην προκυμαία. Γδύνεται καθώς προχωρεί. Ολόγυμνη, βουτάει στο νερό. Σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι οι άντρες στις αποβάθρες πηδάνε στο νερό και πάνε κοντά της».
Κι έτσι κι έγινε! Ο Σμάτζα πείστηκε κι ένας οικογενειακός στρατός άρχισε να δουλεύει: ο αδελφός μου, ο Πάνος, η Βαχλιώτη, ο πατέρας μου, η μάνα μου κι ο Λαμπίρης, που με την προίκα του είχε γίνει η «Στέλλα»… Ο Φούντας, η Δέσπω, ο Βανδής… Μια λιακάδα ήταν το «Ποτέ την Κυριακή», όπως το βάφτισε τελικά το φιλμ ο φίλος μας ο Κούρτις. Κι όμως υπήρχαν σκιές… Κάθε μέρα: Στο δρόμο, στο σπίτι, στο εστιατόριο άνθρωποι να παρακαλάνε για δουλειά… Τότε, στα γυρίσματα της Ίλλυας ήταν που απέκτησα ταξική συνείδηση. Τότε βρήκα την πολιτική μου ταυτότητα! Για χάρη του Πειραιά.