Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στο καρέ «About love and death»
Όμως εμείς μετά την ελληνική κωμωδία μας ονειρευόμασταν μια ελληνική τραγωδία… Φαίδρα! Μια σύγχρονη τραγωδία για τον έρωτα και το θάνατο. «Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι». It’s a song about love and death έλεγα του Πέρκινς. Ο Τόνι ήταν φίλος και πράγματι με πότισε φαρμάκι το φευγιό του. Αλλά στην ταινία γευόμουν το ροδόσταμο της φιλίας του. Στην πραγματικότητα – την κινηματογραφική – ήμασταν ερωτευμένοι. Εγώ, μια σύγχρονη Φαίδρα που βάφει τα νύχια της και γυρίζει στις πρεσβείες – έτσι με περιέγραφα στη Λυμπεράκη για να συλλάβει τον ρόλο – ερωτευόμουν τον Ιππόλυτο, γόνο μεγάλης οικογένειας εφοπλιστών. Οι Έλληνες εφοπλιστές βέβαια δε ζουν στην Ελλάδα, μαζεύουν μεγάλα πλούτη και πληρώνουν ελάχιστους φόρους. Μεταξύ μας η πληρωμή φόρων είναι κάτι το ανήθικο! Αν σκεφτεί κανείς πως τα περισσότερα χρήματα ενός εθνικού ισοζυγίου πληρωμών πηγαίνουν στα όπλα, στις βάσεις και στους πράκτορες…
Ευτυχώς έχω πεθάνει και μπορώ να μιλάω ελεύθερα. Ίσως γι’αυτό να με συγκινεί κι ο εθνικός μας ύμνος, παρά το γεγονός ότι δεν εμπιστεύομαι λέξεις – όπως ο πατριωτισμός – γιατί ακριβώς είναι «εις την ελευθερία»… Τώρα που έχω πεθάνει μπορώ να πω πως δεν εμπιστεύομαι όχι μόνο τους Έλληνες εφοπλιστές που υψώνουν βολικές σημαίες της Λιβερίας και του Παναμά ξεχνώντας την υποανάπτυκτη χώρα τους, αλλά ούτε τους ευεργέτες. Φοβού τους ευεργέτες και δώρα φέροντας!
Όταν φτάσαμε στη Νέα Υόρκη υπήρχε μια προπώληση κοντά στα δύο εκατομμύρια δολάρια. Η Δέσπω κι εγώ πήραμε αμέσως μολύβι και χαρτί. Υπολογίσαμε ότι για να κερδίσουμε ένα τέτοιο ποσό στην Αθήνα στα ταμεία του Θεάτρου Τέχνης θα χρειαζόμασταν πληρότητα εκατό τοις εκατό εφτά μέρες την εβδομάδα επί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Η αισιοδοξία μας κυρίευσε όλους! Όλους εκτός από τον Τζούλι… Ήξερε πως οι κακές κριτικές στη Νέ́α Υόρκη σημαίνουν ακαριαίο θάνατο.
Και δεν περίμενε τίποτ’ άλλο! Όλοι περιμέναν την κριτική του Κερ. Λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα κυκλοφορούν οι Τάιμς. Είναι κάτι που σε σοκάρει! Ένας άνθρωπος που μόλις έχει δει το έργο γράφει αμέσως την κριτική του. Χωρίς να προλάβει καν να το σκεφτεί. Δεν είναι βάρβαρο; «Η Μελίνα είναι ένα πλάσμα που θα το πήγαινες ευχαρίστως σπίτι στη μητέρα σου, αν βέβαια η μητέρα σου έλειπε». Το «Ίλυα αγάπη μου» παίχτηκε σχεδόν ένα χρόνο. Ούτε επιτυχία – ούτε αποτυχία. «Μισό σύκο – μισό σταφύλι» που ‘λέγαν κι οι Γάλλοι.
Στη μέση της νύχτας μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις: «Μελίνα… έγινε πραξικόπημα στην Ελλάδα…Ο στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας». Η επικοινωνία με την Ελλάδα κομμένη. Ήταν 21 του Απρίλη. Τι έχει μαζί μας ο Απρίλης; Τέσσερις μέρες πριν οι Τάιμς έγραφαν: «Ο Βασιλιάς έχει στριμωχθεί σε μια γωνιά όπου η μόνη εναλλακτική λύση για την επιστροφή μιας κυβέρνησης Παπανδρέου μπορεί να είναι μια δικτατορία με την υποστήριξη του στρατού»… Ξανά το τηλέφωνο..! Ήταν ο πατέρας μου.
Ο μόνος βουλευτής που έτυχε να βρίσκεται έξω από την Ελλάδα την 21η Απριλίου. Βρισκόταν στο Λονδίνο για θεραπεία. Μας μίλησε για τανκς στους δρόμους, συλλήψεις και την αναστολή του άρθρου που απαγόρευε τα βασανιστήρια… «Και τι έκανε ο λαός;» ρωτήσαμε. «Τίποτα».
«Μα ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε προειδοποιήσει πως αν γίνει απόπειρα για πραξικόπημα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών θα καλούσαν το λαό στο δρόμο;». «Μελίνα δεν υπάρχουν καμπάνες, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο κυνήγι και φυλακή». Κοίταξα στιγμιαία το μοντέρνο παντελόνι μου και βρήκα το κουράγιο να χαμογελάσω πικρά… τά άρχισαν τα «μη» κι οι συλλήψεις… Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν κόλαση… Ο τύπος φιμωμένος… Μια πλήρης ενορχηστρωμένη λογοκρισία στην εντέλεια. Η Ελλάδα, λένε, ήταν άρρωστη κι έπρεπε να την χειρουργήσει ο Παπαδόπουλος. Φρίκη! Η ανάσταση που ερχόταν ξυπνούσε μέσα μας το θάνατο. Κι εμείς να παίζουμε ένα έργο για μια Ελλάδα ελεύθερη και χαρούμενη. οι εφημερίδες της Χούντας να υμνούν την επιτυχία μας. Βρε ουστ! Το ίδιο κιόλας βράδυ αποφάσισα να μιλήσω αλλά ο Τζούλι κι οι δικοί μου με συγκράτησαν. Για λίγο όμως.
Λίγο πριν η μητέρα μου επιστρέψει στην Αθήνα, μια προγραμματισμένη συνέντευξη για την Ίλλυα και την επιτυχία της, για τις αντιδράσεις του κόσμου… «Σιχαίνομαι που παίζω την Ίλλυα. Το σιχαίνομαι». «Μα γιατί κυρία Μερκούρη; Γιατί;». Η μητέρα μου με κοίταξε ικετευτικά σα να’ ξερε πως ήταν η τελευταία φορά που μ’έβλεπε. «Γιατί είναι ψέμμα. Δεν υπάρχει ευτυχία στην Ελλάδα σήμερα. Είναι μια αλυσοδεμένη χώρα».
«Κάνετε δήλωση κατά των συνταγματαρχών;» «Ναι, ναι!».