Η Έλενα Μαυρίδου στο καρέ «Εστιν ουν»
Από τότε που γυρίσαμε από την εξορία ήταν τ’ όνειρό μου να παίξω τη Mήδεια! «Μήδεια εμπρός! Ζήσε τη στιγμή, όλη σου τη γνώση… Προχώρα…Τώρα για την ψυχή σου μάχεσαι». Έβρισκα ότι ήταν ο μεγαλύτερος ρόλος που έχει γραφτεί για γυναίκα. Θεωρούσα ότι είναι ένας ρόλος με ιδεολογία. Την ιδεολογία της επανάστασης…
Για μένα η Μήδεια δε σκοτώνει ποτέ τα παιδιά της. «Πριτς» που έλεγα και στο «Ποτέ την Κυριακή»… Εγώ πιστεύω ότι οι θεοί… όταν φεύγει με το άρμα…είναι και τα παιδιά… μαζί τους! Με το Βολανάκη συμφωνούσαμε σε πολλά.
Με κάλεσε στο Κ.Θ.Β.Ε για να παίξουμε τη Μή́δεια κι έκανε μια μετάφραση που μου πήγαινε τρομερά…Έψαχνε μια γλώσσα για την απόγνωση και την οξύτητα που έχει η τραγωδία…Με τον Παπαμιχαήλ γελάγαμε στις πρόβες κι έλεγε ο Μίνως «όταν πεις ‘κανα σαρδάμ Δημήτρη μην κοιτάξεις τη Μελίνα ποτέ! Τη Μελίνα και τον Καλλέργη…».
Μας είχανε μάθει…Κι ύστερα αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη Θράκη, στη Μακεδονία…σε γήπεδα… με καταχείμωνα. Να παίζουμε μέσα στις λάσπες… και πλήθος κόσμου να ουρλιάζει: «Να η εξόριστη Μήδεια!» Και η κριτική πια δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Την εξορία την ήξερα καλά…Στην Επίδαυρο βέβαια δεν είχα παίξει ποτέ πριν μέχρι να με ζητήσει ο Κουν. Κι ο Φωτόπουλος βοήθησε σ’ αυτό. Έτσι βρέθηκα να παίζω την Κλυταιμνήστρα.
Οι άλλοι υπουργοί δε μου χαρίστηκαν. Πολλοί δε βγαίναν ούτε στο τηλέφωνο. Αλλά ο Μιττεράν και η Γκάντι με δέχονταν! Οι συνάδελφοι μου με κάρφωναν με σημειώματα στον πρωθυπουργό ότι δεν χρησιμοποιούσα τα παιδιά του κόμματος. Αλλά ο Ανδρέας με πίστευε όσο κι εγώ… Όπως κι ο κόσμος που μπαινόβγαινε στο υπουργείο. Η Μανουέλλα μου ‘λεγε ότι παρα ήμουν προσιτή μαζί τους. Αλλά έτσι ήμουν πάντα. Δε θ’ άλλαζα τώρα. Δε θα μ’ άλλαζε ο θώκος… Και, συχνά κυκλοφορούσα ξυπόλυτη στο υπουργείο. Όχι από θράσος αλλά για να πατάω στη γη…. Στη Βουλή είχα το τρακ! Πιο πολύ κι από την Επίδαυρο. Κι όταν μου φώναξε πάνω στα έδρανα ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης «πως δεν αρκεί να τους δείχνω τις γάμπες μου» δάκρυσα.
Δεν με είχε ενοχλήσει όταν μου απαγόρευσαν την είσοδο στη Βουλή επειδή φορούσα παντελόνια, αλλά τότε δάκρυσα… Δεκαέξι ανασχηματισμούς άντεξα στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Δεκατρία χρόνια μεταξύ φθοράς και εξουσίας… Δεν ξέρω τι άλλαξε τελικά…
Αλλά δεν ξεχνώ τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. 26 χρόνια είμαι πεθαμένη κι αυτά ζουν ακόμα! Η πολιτιστική βέβαια αποκέντρωση που ονειρευόμασταν στην πραγματικότητα δεν ήρθε, αλλά έφαγαν πολλοί συνάδελφοι ψωμί. Κι είδε κι ο κόσμος θέατρο. Και στην επαρχία και στα σχολειά. Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Αυτό είναι η κληρονομιά της. Η βαριά βιομηχανία της. Αυτό είναι η περιουσία της. Αν το χάσουμε αυτό δεν είμαστε κανείς.
Ξανά στη Νέα Υόρκη. Για μια στιγμή σκέφτηκα την Έλλη. Εδώ έφεραν κι εκείνη για να σωθεί… Τα χέρια της μου έδωσαν το έπαθλο Κοτοπούλη. Πρώτη φορά τ’ όνομά της τ’ άκουσα απ’τον παππού μου «Αυτή η Λαμπέτη είναι σπουδαία. Κάθε της κίνηση… κάθε της λέξη…» Τώρα δέκα χρόνια μετά τη δική της μάχη πάλευα κι εγώ με τον καρκίνο. Δεν τη φοβάμαι τη λέξη. Ξέρω πως είναι και μάχες που δεν κερδίζονται.
Νόμιζα πως φοβάμαι την ασθένεια, δεν είναι αλήθεια. Φοβάμαι… Μου άρεσε να καπνίζω. Ήταν μέρος της ελευθερίας μου. Δεν μπορούσα να το αποχωριστώ το ρημάδι…Ήταν το πάθος μου!
Μ’ έναν άσσο στο χέρι πέρασα εκατομμύρια ευτυχισμένες στιγμές. Οι θαυμαστές μου βέβαια πήγαιναν να με λιντσάρουν κάθε που κάπνιζα. Aλλά εγώ το ’ξερα από μικρή πως η ζωή από το θάνατο είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Μόνο. Ίσως και να ‘χα κουραστεί… Από την επιθυμία.
Στον έρωτα, στο θέατρο και την πολιτική πρέπει να δίνεσαι ολοκληρωτικά. Δεν αντέχεται να τα κάνει κανείς και τα τρία μαζί.