MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
20
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γιάννης Μόσχος: Δεν θέλω να είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους που σιώπησαν

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος πιστεύει οι καλλιτέχνες πρέπει ν’ ασκήσουν σοβαρή πίεση γιατί η πολιτική ζωή δίνει έμφαση στο επικοινωνιακό κομμάτι.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 23.10.2020 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

Το πρωϊνό στο σκοπευτήριο Καισαριανής είναι ευχάριστο, παρά τη γνώση της τραγικής ιστορικότητας του τόπου. Ο Γιάννης Μόσχος καταπιάνεται θεατρικά με μια πτυχή αυτής, την ιστορία της Μπρονχίλντε Πόμσελ, της γραμματέα του Γκέμπελς «μιας κοινής γυναίκας που συμπαρασύρεται από την πραγματικότητα. Κι αρνείται να αντιληφθεί ότι κι αυτή είναι συμμέτοχη» εξηγεί.

Η Ρένη Πιττακή που την ερμηνεύει του πρότεινε να συνεργαστούν κι εκείνος με μεγάλη χαρά προχώρησε στη σκηνοθεσία του μονολόγου που κάνει πρεμιέρα ανήμερα της 28η Οκτωβρίου. «Μου άρεσε πολύ και το έργο» συνεχίζει «παρόλο που μιλάει για πολύ γνωστά γεγονότα».

Όσο κι αν είναι γνωστή η ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας, τ’ απότοκα της είναι μια καθημερινή διαπραγμάτευση. Στη ροή των ειδήσεων, για παράδειγμα, “τρέχουν” οι ποινές φυλάκισης των Χρυσαυγιτών, υπενθυμίζοντας τις προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο Γιάννης Μόσχος δηλώνει με παρρησία πως δεν θέλει να ανήκει σ’ εκείνους που σιωπούν στον ρου των μεγάλων γεγονότων – από τα οποία βρίθει η τρέχουσα πραγματικότητα. Η κουβέντα μας (με φόντο το μνημείο των πεσόντων) το αποδεικνύει. Ο Γιάννης Μόσχος, ένας στιλίστας σκηνοθέτης, με πολλές ευαισθησίες και μεγάλη ποικιλία ερεθισμάτων, παιδί του «Εμπρός» και του «Αμόρε», έχει από καιρό επιλέξει την πλευρά της ιστορίας στην οποία θέλει να ανήκει.

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί τον μονόλογο «Μια Γερμανίδα γραμματέας» με πρωταγωνίστρια τη Ρένη Πιττακή.

Από ποια πλευρά της ιστορίας θέλεις να ζεις;

Εκείνων που δεν σιώπησαν. Γιατί έχουμε μια τάση να σιωπούμε. Η σιωπή είναι μια αποδοχή ενοχής ή προστασίας συμφερόντων. Στην καθημερινότητα μας όλοι λειτουργούμε βάσει του προσωπικού μας συμφέροντος και πολλές επιλογές μας καθορίζονται από αυτό.

Έχεις σιωπήσει σε στιγμές που δεν έπρεπε;

Ναι, έχω ενδώσει σ’ αυτό. Δεν με βγάζω καθόλου έξω. Κι ενώ είναι μια ανθρώπινη αντίδραση, δεν μπορώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου πως έπραξε σωστά. Απλώς ελπίζω πως, κάποιες άλλες στιγμές, δεν το επέτρεψα.

Είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στους ανθρώπους που δηλώνουν με βεβαιότητα πράγματα για τον εαυτό τους

Γενικά, θα έλεγες πως είσαι ένας άνθρωπος που αντιστέκεται;

Δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο με σιγουριά. Πολλές φορές τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τον εαυτό μας, οπότε οι άλλοι μπορούν να πουν καλύτερα το ποιοι πραγματικά είμαστε. Γενικά, είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στους ανθρώπους που δηλώνουν με βεβαιότητα πράγματα για τον εαυτό τους. Οπωσδήποτε δεν υπομένω την αδικία και θέλω να πιστεύω πως αντιστέκομαι, σε ένα βαθμό.

Υπάρχει κάτι που μπορείς να δηλώσεις με σιγουριά για τον εαυτό σου;

Προσπαθώ να σκέφτομαι τους άλλους και να είμαι δίκαιος μαζί τους. Ελπίζω πως είμαι.

«Δεν έχω αγωνία για τα πράγματα και ίσως κάποια από αυτά που θέλω δεν θα συμβούν» σημειώνει.

Δύο εβδομάδες μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, πως αισθάνεσαι;

Ανακούφιση, όπως οι περισσότεροι. Δεν σου κρύβω πως φοβόμουν για το αποτέλεσμα. Φοβόμουν πως δεν θα καταδικαστούν, το οποίο θα ήταν δραματικό από πάρα πολλές πλευρές. Κι έτσι αυτή η απόφαση λειτούργησε σαν ανάχωμα. Πιστεύω ότι τα μέλη της ΧΑ, μέχρι τώρα, προστατεύονταν από το νόμο· ενώ η τωρινή απόφαση δηλώνει το αντίθετο και δίνει ένα σήμα στους μιμητές τους. Ελπίζω μετά από αυτήν την εξέλιξη, η επόμενη γενιά της ακροδεξιάς να λουφάξει, να μην μπορεί να βγει προς τα έξω. Ωστόσο, το 10% των ψηφοφόρων της δεν είναι στη φυλακή, είναι παρόντες και συνεχίζουν να εκπροσωπούν φασίζουσες ιδέες…

Η απόφαση ήταν ελπιδοφόρα για μια αλλαγή στην βάση της ελληνικής κοινωνίας;

Ναι, υπήρξε μια μαζικότητα στην αντίδραση. Παρόλα αυτά, επειδή κρίνω από το κοντινό και λίγο ευρύτερο περιβάλλον μου δεν έχω καθαρή εικόνα για τον σφιγμό του συνόλου της κοινωνίας. Θέλω να ελπίζω, πάντως, πως η πλειονότητα επικρότησε την απόφαση και τις ποινές.

Προσπαθώ να σκέφτομαι τους άλλους και να είμαι δίκαιος μαζί τους. Ελπίζω πως είμαι.

Αρχίζει και η δίκη για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.

Όπου επαναλάμβεται ακριβώς το ίδιο φαινόμενο με την δολοφονία Φύσσα. Δικάζεται η ελευθερία διαφόρων να μπορούν ν’ ασκήσουν σωματική ή λεκτική βία απέναντι σε ανθρώπους που είναι διαφορετικοί. Δυστυχώς, η κοινωνία όχι μόνο το ανέχεται αλλά το θεωρεί κανονικό. Θεωρεί αναμενόμενο και επιτρεπτό να “κράζει” κανείς το διαφορετικό στο δρόμο ή να του επιτίθεται βίαια.

Ποια πράγματα οδηγούν στον αθόρυβο εκφασισμό της κοινωνίας;

Παρατηρώ συνολικά το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τοπίο και συνειδητοποιώ πόσο ανησυχητικό είναι αυτό που συμβαίνει με την άνοδο της ακροδεξιάς. Οι ηγετικές μορφές σε κράτη – κλειδιά ρέπουν στον φασισμό και αναρωτιέμαι αν μιλάμε για αποκλίνουσες συμπεριφορές πια ή για το μέσο όρο. Το τοπίο είναι πολύ ζοφερό. Ξεχνάμε ότι οι γονείς μας έζησαν τον φασισμό. Τότε και τώρα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά ομοιάζουν: Είναι μια περίοδος μεγάλης οικονομικής κρίσης και η ανέχεια είναι εκμεταλλεύσιμη. Νιώθω, δηλαδή, ότι η ιστορία επανέρχεται.

Ο Γιάννης Μόσχος αποκαλύπτει πως έγινε βοηθός του Τάσου Μπαντή: «Δεν τον γνώριζα, παρόλα αυτά του τηλεφωνούσα κάθε δύο ημέρες λέγοντας ότι «θέλω να γίνω βοηθός σας».

Ο φασισμός έχει χρώμα; Μπορεί, δηλαδή, να προέρχεται από άτομα υπεράνω υποψίας;

Υπάρχει μια ρητορία που λέει ότι και η άκρα αριστερά και η άκρα δεξιά είναι το ίδιο επικίνδυνες. Δεν πιστεύω πως είναι ακριβώς έτσι. Φυσικά, όλα τα άκρα, όπου κι αν κοιτάζουν, έχουν φασίζουσες ιδέες. Εκδηλώνονται με άλλη ρητορική μεν αλλά εκδηλώνονται με την ίδια ενέργεια. Καθένας τους πιστεύει ότι ξέρει το λάθος και πως όποιος διαφωνεί με αυτό τιμωρείται.

Ο πολιτιστικός χώρος υποθάλπει φανατισμό;

Σε όλους τους χώρους παρεισφρύει η ανοσία του ανθρώπινου είδους, ο φθόνος, η ζήλια γιατί η μισαλλοδοξία από εκεί εκπορεύεται. Καθώς η δουλειά μας είναι πολύ ανταγωνιστική και ο καθένας πουλάει τον εαυτό του, εύκολα κανείς χάνει το μέτρο και περνάει κάποιες φορές σε επικίνδυνα όρια.

Το 10% των ψηφοφόρων της ΧΑ δεν είναι στη φυλακή, είναι παρόντες και συνεχίζουν να εκπροσωπούν φασίζουσες ιδέες…

Πιστεύεις πως γράφεις την προσωπική σου ιστορία ή αφήνεσαι στα γεγονότα;

Βρίσκομαι σε μια ηλικιακή φάση όπου μπορώ να ορίσω όσα θέλω να κάνω. Συνεπώς, δέχομαι προτάσεις και συνάμα κινώ νήματα για να προχωρήσω σε συνεργασίες. Δεν έχω μια ομάδα ή ένα χώρο· είμαι στην ελεύθερη αγορά και νιώθω τυχερός που μπορώ να επιλέγω.

Δεν νομίζω ότι υπάρχει σύγχρονος σου σκηνοθέτης που μπαινοβγαίνει με τέτοια ευκολία σε είδη και έργα. Ποια πράγματα σε έλκουν στο θέατρο;

Ανήκω στα πράγματα που αγαπώ. Δεν θέλω να κατατάξω τον εαυτό μου κάπου. Μου αρέσουν πολλά και διαφορετικά πράγματα, μου αρέσουν οι αλλαγές. Οπότε δεν έχω στεγανά, δεν υποκύπτω σε κλισέ επιθυμίες. Κάνω αυτό που μου κινεί το ενδιαφέρον κάθε φορά.

Με φόντο το ιστορικό σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Είναι επιλογή, λοιπόν, ότι δεν έχεις σταθερό χώρο συνεργατών ή χώρο δουλειάς;

Ναι, συνειδητή επιλογή. Έχω ζήσει στο «Εμπρός» – από εκεί ξεκίνησα όπως και από το «Αμόρε» – και είδα τι σημαίνει να έχει κανείς το δικό του χώρο. Ο Τάσος Μπαντής πνίγηκε από την ευθύνη του χώρου κι αυτό μου εντυπώθηκε έντονα· δεν θέλησα να αναλάβω την ευθύνη ενός θεάτρου.

Παρόλα αυτά, η αναφορά στο Εμπρός και στο Αμόρε σε συγκινεί;

Πάρα πολύ, είναι η καταγωγή μου. Εκεί έμαθα… γράμματα. Χρωστάω ευγνωμοσύνη και στον Τάσο Μπαντή και στον Γιάννη Χουβαρδά, καθόρισαν αποφασιστικά το πως πορεύτηκα στη συνέχεια, παρότι ήταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι και σκηνοθέτες μεταξύ τους. Αλλά το ίδιο ευφυείς, ικανοί και οξύνους. Μου έδωσαν διαφορετικά πράγματα τα οποία νιώθω πως αξιοποίησα.

Που θα εντόπιζες τα κληροδοτήματα τους σ’ εσένα;

Από τον Τάσο περισσότερο κατάλαβα την αξία της αγωνιώδους ενασχόλησης με το θεατρικό κείμενο: Πώς να βουτάς σ’ ένα κείμενο πριν το σκηνοθετήσεις. Από τον Γιάννη το πως καταφέρνεις να συνθέσεις σκηνοθετικά ένα έργο.

Και σε ανθρώπινο επίπεδο;

Ο Τάσος είχε μια φοβερή ζεστασιά. Ο Γιάννης, ενώ δίνει την εντύπωση του απόμακρου, έχει ένα πυρήνα πολύ συγκινητικό, τον οποίο δεν εκδηλώνει συχνά. Ο Γιάννης ήταν αυστηρός αλλά πολύ δίκαιος.

Στο Εμπρός και στο Αμόρε έμαθα… γράμματα. Χρωστάω ευγνωμοσύνη στον Τάσο Μπαντή και στον Γιάννη Χουβαρδά, καθόρισαν αποφασιστικά το πως πορεύτηκα στη συνέχεια

Όταν άφηνες τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα με τι προσδοκίες το έκανες;

Μα, να γίνω σκηνοθέτης.

Ήταν σχηματισμένη επιθυμία στο κεφάλι σου;

Απολύτως! Από τα 15 -16 μου χρόνια κιόλας.

Δύσκολο να ορίσει κανείς τι θέλει να κάνει τόσο νωρίς.

Μου ήταν πολύ συνειδητό ότι το θέατρο ήταν ο σκοπός μου. Μαγεύτηκα. Κι αισθάνομαι τυχερός που είχα ξεκαθαρίσει που θέλω να πάω από τόσο νωρίς.

Παρόλα αυτά, μπήκες στην σπουδή μιας επιστήμης, σπούδασες φαρμακοποιός.

Εντέλει με ενδυνάμωσε για να κεντράρω στο στόχο της σκηνοθεσίας. Πέρασα στη φαρμακευτική ενώ ήξερα ότι θέλω να κάνω θέατρο. Ήμουν άτολμος και υπάκουσα στην επιθυμία των γονιών μου. Οι σπουδές φαρμακευτικής δεν με ενδιέφεραν καθόλου, περνούσα στο όριο τα μαθήματα. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια σιγουρευόμουν για την ανάγκη να βρεθώ στο θέατρο. Τότε, δεν υπήρχε η θεατρολογία ως πανεπιστημιακή σχολή παρά μόνο στην Αθήνα και αργότερα ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έτσι η φαρμακευτική λειτούργησε ως κίνητρο να περάσω με κατατακτήριες στη σχολή Θεατρολογίας στη Θεσσαλονίκη. Βλέπεις, δεν ήμουν καθόλου καλός στα Λατινικά.

Ο Γιάννης Μόσχος αποκαλύπτει πως έγινε βοηθός του Τάσου Μπαντή: «Δεν τον γνώριζα, παρόλα αυτά του τηλεφωνούσα κάθε δύο ημέρες λέγοντας ότι «θέλω να γίνω βοηθός σας».

Σου ήρθαν εύκολα ή δύσκολα τα πράγματα;

Σχετικά εύκολα μπορώ να πω. Κυνήγησα την τύχη μου. Τόσο στο Εμπρός όσο και στο Αμόρε πήγα γιατί επέμεινα. Δεν γνώριζα τον Τάσο Μπαντή, παρόλα αυτά του τηλεφωνούσα κάθε δύο ημέρες λέγοντας ότι «θέλω να γίνω βοηθός σας». Κι εφόσον επέμενα τόσο πολύ, μου έκλεισε ένα ραντεβού. Στο Αμόρε, πάλι, βοήθησε να μπω και η Λυδία Φωτοπούλου η οποία με ήξερε από τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, είχα κάνει ένα book σκηνοθεσίας (ως freak οργάνωσης) το οποίο εκτίμησε ο Χουβαρδάς.

Είσαι πολύ μεθοδικός, λοιπόν;

Ναι κι αυτό είναι μαζί ελάττωμα. Τα βάζω όλα σε τάξη ενώ δεν χρειάζεται πάντα. Οι φίλοι που με ξέρουν καλά, μου λένε ότι οι παραστάσεις μου αντανακλούν αυτό που είμαι.

Επανέρχομαι. Η ζωή στο θέατρο ήταν όπως τη φανταζόσουν ως έφηβος;

Σίγουρα υπήρχε ένα φαντασιακό επίπεδο, με ανθρώπους που θαύμαζα κι όταν τους γνώρισα από κοντά σταμάτησαν να είναι είδωλα κι έγιναν άνθρωποι – κανονικοί. Γειώθηκαν σε μια πραγματικότητα. Όταν πέρασε αυτό το πρώτο σοκ, ήρθε η αγάπη για τους ανθρώπους του θεάτρου, με όλη την τρέλα, καμιά φορά και με την ανοησία ή τον εγωισμό που έχουν. Από την άλλη, έχουν και κάτι πολύ ενεργό, κάτι πολύ ζωντανό, θέλουν να φτιάξουν κάτι μαζί με τους άλλους.

Αυτό σε κινεί κι εσένα;

Ναι, πάντα.

Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης από τα 15 -16 μου χρόνια

Σε καθορίζει η δουλειά σου ή είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για δουλειά, ένα κομμάτι επιβίωσης;

Δυστυχώς, ανήκω κι εγώ στην κατηγορία των ανθρώπων που κάνουν θέατρο και έχουν γίνει η δουλειά τους. Αυτό δεν με εμποδίζει να αφουκραστώ την πραγματικότητα. Από την άλλη, συνειδητοποιώ ότι η προσωπική μου ζωή είναι η δουλειά μου και δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Το αντιλαμβάνομαι αλλά δεν κάνω και τίποτα γι’ αυτό. Με ρουφάει πολύ η δουλειά και την ίδια ώρα έχω βρει φίλους και ομοϊδεάτες με τους οποίους συμπορεύομαι.

Θέτεις επαγγελματικούς στόχους;

Προτιμώ να μένω στο τώρα. Δεν λέω ότι δεν έχω στόχους, αλλά την ίδια ώρα μου αρέσει και το «ό,τι είναι να ‘ρθει θα έρθει». Δεν έχω αγωνία για τα πράγματα και ίσως κάποια από αυτά που θέλω δεν θα συμβούν.

Άρα δεν παίρνεις και τόσο σοβαρά τη δουλειά;

Όχι, ευτυχώς. Μάλιστα, με φοβίζουν οι συνάδελφοι που το κάνουν. Υπάρχει μια διαφορά: Δουλεύω με σοβαρότητα αλλά δεν παίρνω την δουλειά στα σοβαρά.

Παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά;

Νομίζω πως όχι. Αυτοσαρκάζομαι συνειδητά. Έχω χιούμορ και ειρωνία για τα πράγματα, ποτέ δεν κάνω δράματα χωρίς χιούμορ και το αντίστροφο.

«Μια θεσμική θέση είναι μέσα στα πράγματα που θα με ενδιέφερε να καταπιαστώ» τονίζει.

Πολλοί δημιουργοί της ηλικίας σου βρίσκονται σε θεσμικές θέσεις. Θα σε ενδιέφερε μια τέτοια εξέλιξη;

Είναι μέσα στα πράγματα που θα με ενδιέφερε να καταπιαστώ. Αρκεί η συγκυρία να είναι σωστή. Και με την προϋπόθεση οι προσκλήσεις ενδιαφέροντος να είναι πραγματικά ανοιχτές.

Προς το παρόν τι σημαίνει «είμαι σκηνοθέτης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα»;

Με την παρούσα συνθήκη είναι σχεδόν αυτοκτονικό οικονομικά – κάτι που συμβαίνει σε όλους τους εργασιακούς χώρους με ελάχιστες εξαιρέσεις. Βρισκόμαστε όλοι στο κενό. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραπονιόμαστε περισσότερο από τους υπόλοιπους.

Πώς βλέπεις να προδιαγράφονται οι επόμενες σεζόν; Πώς μπορεί να επιβιώσει κανείς βιοποριζόμενος από την τέχνη;

Για μένα είναι συνολικό το ζήτημα. Αξίζει να δει κανείς όλη τη βιομηχανία που συντηρείται γύρω από τις καλλιτεχνικές ειδικότητες γιατί τα νούμερα είναι μεγάλα. Πρέπει να ασκήσουμε πίεση σοβαρή γιατί, δυστυχώς, όλη η πολιτική ζωή δίνει έμφαση στο επικοινωνιακό κομμάτι: Την απασχολεί μόνο πως θα φανεί η κάθε δράση στο μέσο κοινό, στον μέσο ψηφοφόρο.

Υπάρχει μια διαφορά: Δουλεύω με σοβαρότητα αλλά δεν παίρνω την δουλειά στα σοβαρά

Η πανδημία ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβεις το πως στέκεται η πολιτεία απέναντι στον καλλιτέχνη;

Η πολιτεία διαχρονικά δεν φροντίζει τον πολιτισμό. Αυτή τη στιγμή, γίνονται επικοινωνιακοί χειρισμοί. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια μέρα και ώρα της πρώτης μεγάλης διαμαρτυρίας των Support Art Workers η υπουργός Πολιτισμού έδινε συνέντευξη Τύπου ανακοινώνοντας κάποια μέτρα στήριξης, τα οποία δεν ελήφθησαν κιόλας. Ήταν μια σχέση δράσης – αντίδρασης. Δεν υπάρχει σχεδιασμός, ούτε τώρα, ούτε πάντα. Το κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού δεν αφορά τις κυβερνήσεις.

Κάθε φορά, σε κάθε θητεία υπουργού η απογοήτευση του κλάδου είναι μεγάλη. Τελικά είναι ζήτημα προσώπου ή συνολικής θεσμικής αδιαφορίας;

Νομίζω το δεύτερο και γι’ αυτό τα πρόσωπα που διορίζονται στο υπουργείο είναι ακατάλληλα. Για την πολιτική ζωή, το υπουργείο Πολιτισμού είναι το ξεροκόματο του υπουργικού συμβουλίου. Οι περισσότεροι το θεωρούν… Σιβηρία.

Ο σκηνοθέτης παρατηρεί πως «για την πολιτική ζωή, το υπουργείο Πολιτισμού είναι το ξεροκόματο του υπουργικού συμβουλίου. Οι περισσότεροι το θεωρούν… Σιβηρία».

Πώς σου φάνηκε η επιστροφή στο θέατρο μετά από τόσους μήνες αποχής και ανεργίας;

Δεν βίωσα την αποχή τόσο δραματικά. Δεν ένιωσα πως ήρθε το τέλος του κόσμου, αλλά επέστρεψα με χαρά στην πρόβα. Το σοβαρό πλήγμα για όλους είναι πως ακυρώνεται το δημιουργικό κομμάτι, τόσοι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν αυτό που αγαπούν.

Τι αγαπάς έξω από το θέατρο;

Τους ανθρώπους. Η παρουσία τους παραμένει ανακουφιστική – ακόμα κι όταν λόγω πανδημίας δεν τους συναντάς συχνά.

Μια θεσμική θέση είναι μέσα στα πράγματα που θα με ενδιέφερε να καταπιαστώ

Πιστεύεις πως έχεις κάνει την καλύτερη σου σκηνοθεσία;

Έχω κάνει τρεις παραστάσεις όπου σχεδόν δεν θα άλλαζα τίποτα. Το «Ένα αλλιώτικο καλοκαίρι», τις «Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας» και την «Χριστουγεννιάτικη ιστορία». Ήταν παραστάσεις όπου το αποτέλεσμα με ξεπέρασε, συγχρωτίστηκαν και συγχρονίστηκαν όλοι θαυμάσια. Υπάρχει μια υπέροχη τυχαιότητα και σε κάνει να πιστεύεις πως μπορεί να ξανασυμβεί.

Βαθιά μέσα σου μήπως επιδιώκεις την τυχαιότητα;

Ναι! Παλιά ήμουν πολύ πιο control freak. Παλιά τρελαινόμουν όταν συνέβαιναν λάθη στη διάρκεια της παράστασης, τώρα νιώθω μια πλήρη αποδοχή της παρουσίας τους.

Ωριμάζεις κι εσύ, ωριμάζει και η ματιά σου…

Στο βαθμό που μπορώ. Προσπαθώ ν’ αντισταθώ στον οργανωτικό ευατό μου.

Αν άλλαζες κάτι σε σένα ποιο θα ήταν αυτό;

Να μην έχω αγωνία να ορίσω τα πράγματα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον, «Μια Γερμανίδα Γραμματέας». 

Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 28 Οκτωβρίου στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκη. 

Ερμηνεύει η Ρένη Πιττακή. 

Περισσότερα από Πρόσωπα