MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΕΙΔΑΜΕ

Human Behaviour: Από το κλασσικό στο σύγχρονο και αντιστρόφως

Εντυπώσεις από την παράσταση με τίτλο Human Βehaviour που παρουσίασε το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην πρώτη του παραγωγή για την Εναλλακτική Σκηνή.

author-image Παρασκευή Τεκτονίδου

Η νέα συνθήκη θέασης

Είναι η πρώτη φορά που μπαίνω ξανά σε θέατρο μετά την καραντίνα. Είναι περίεργη η αίσθηση μίας σχεδόν άδειας πλατείας θεάτρου, το να περιτριγυρίζεσαι από άδεια καθίσματα. Σου στερεί εκείνη την αίσθηση του να παρακολουθείς-μαζί. Κι ακόμη, μοιάζει αταίριαστο να ξεκινάει μία παράσταση με απαγορεύσεις και υποδείξεις, το να ακούς επιπλήξεις για τη «σωστή χρήση μάσκας», ως μέρος μίας νέας κανονικότητας. Όλη αυτή η συνθήκη προκαλεί μια αμηχανία και χρειάζεται να διανύσω μία απόσταση για να νοιώσω άνετα σε μία εμπειρία μέχρι πρόσφατα οικεία. Σε μία τέτοια αίθουσα, γεμάτη, με πληρότητα 30% παρουσιάστηκε για τρεις παραστάσεις το δίπτυχο Human Behaviour.

Οι χορογραφίες

Στο πρώτο μέρος, με τίτλο Point of return, ο Γιάννης Μανταφούνης χορογράφησε δύο έργα του συνθέτη Γιώργου Κουμεντάκη: ένα ομώνυμο που παρουσιάστηκε πρώτη φορά από τους Kronos Quartet ΤΟ 2008 και ένα έργο για σόλο βιολί με τίτλο Typewriter Tune, η πρεμιέρα του οποίου έγινε στο Φεστιβάλ Presences το 2004 από τη Χε Σαν Κανγκ. Τα έργα του Κουμεντάκη αντλούν από την παράδοση των «ανώνυμων» δημοτικών τραγουδιών.

Συγκεκριμένα, το πρώτο στρέφεται στη σμυρναίικη παράδοση, όπως έφτασε στον 21ο αιώνα από τη φωνή της Μαρίκας Παπαγκίκα σε ηχογραφήσεις της Νέας Υόρκης. Στο δεύτερο, το κλασσικό βιολί αντικαθιστά την ποντιακή λύρα, σε μία λόγια ποντιακή σέρα, με «αποδέκτη», αντίστοιχα με ένα κείμενο γραμμένο σε μία γραφομηχανή, όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα, τον Ιάννη Ξενάκη.

Point Of No Return. Photo Valeria Isaeva

Το έργο του Κουμεντάκη, εξαιρετικά εκτελεσμένο από το κρυμμένο πίσω από μάσκες κουαρτέτο εγχόρδων της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, δίνει το στίγμα του από την αρχή: καθαρά μοτίβα διαδέχονται αναγνωρίσιμες μελωδίες που μετατρέπονται σε ορμητικές φράσεις. Παρεμβάλλονται γκλισάντι, που επιτρέπουν χαρακτηριστικά μικροδιαστήματα, ενώ πιτσικάτα που θυμίζουν τον ήχο μπουζουκιών και μπαγλαμάδων εναλλάσσονται με νότες μεγάλης διάρκειας και οστινάτι. Είναι ταυτόχρονα σύγχρονο και παραδοσιακό, συνομιλώντας όχι μόνο με εκείνη την παράδοση που ζωηρά και επίμονα αναβιώνει σήμερα σε παρέες, γλέντια και σε καφενεία, αλλά και επικαιροποιώντας τη συζήτηση που άνοιξαν τα έργα εκείνων που η ιστορία της μουσικής καταχωρεί στις «εθνικές σχολές».

Point of No Return. Photo Valeria Isaeva

Point of no return

Σε συνομιλία με ετούτες τις υφές του μουσικού έργου χορογράφησε το έργο ο Μανταφούνης. Επέλεξε να στραφεί στην παράδοση του κλασσικού μπαλέτου, παράδοση που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά, οργανώνοντας μία κυρίως ομαδική χορογραφία, στην οποία παρεμβλήθηκαν ντουέτα και σόλο. Οι χορευτές ήταν ντυμένοι ομοιόμορφα, με πράσινα κορμάκια και πουέντ για τις γυναίκες και πιο σκούρα χρώματα και άνετα ρούχα μονάχα με τις κάλτσες για τους άντρες. Ο Μανταφούνης, ο οποίος πέρα από χορογράφος είναι και εξαιρετικός χορευτής τόσο του μπαλέτου όσο και του σύγχρονου χορού, έχει αναπτύξει ένα συναρπαστικά προσωπικό ιδίωμα. Ωστόσο, στο Point of no return επέλεξε να μη δώσει ίχνη αυτής της δουλειάς επιμένοντας στο κλασσικό λεξιλόγιο του μπαλέτου, θέτοντας ένα σαφές ερώτημα: πώς μπορεί να είναι σύγχρονο κάτι παραμένοντας αναλλοίωτα κλασσικό.

Ο Γιάννης Μανταφούνης στο Point of no return έθεσε ένα σαφές ερώτημα: πώς μπορεί να είναι σύγχρονο κάτι παραμένοντας αναλλοίωτα κλασσικό.

Παρακολουθώντας μία τέτοια παράσταση, ανέκυψε το ερώτημα: με ποιους τρόπους σήμερα η τέχνη του μπαλέτου προσελκύει ακόμη και συγκινεί το κοινό; Σίγουρα το μπαλέτο αναγνωρίζεται ως μία παγκόσμια πρακτική, καθώς διδάσκεται και παρουσιάζεται στην κλασσική του μορφή ασταμάτητα ανά τους αιώνες, έχοντας συνήθως εξασφαλίσει κρατική υποστήριξη. Ακόμη, η ιδέα της καινοτομίας, στην ίδια την πρακτική του, είναι κάτι θεσμικά αποδεκτό. Ας σκεφτούμε όλες τις συνεργασίες που κάνουν σύγχρονοι χορογράφοι με αναγνωρισμένα ιδρύματα παγκοσμίου κύρους. Ας θυμηθούμε, άλλωστε, ότι η χρήση του όρου χορογράφος ως εκείνου «που δημιουργεί χορό» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους κριτικούς για να περιγράψει τις καινοτομίες στο μπαλέτο που εισήγαγαν οι Nijinsky και Fokine κατά την περιοδεία τους στην Αγγλία και την Αμερική το 1913.

Από πού λοιπόν αντλεί σήμερα το μπαλέτο το πολιτισμικό του κεφάλαιο; Άραγε επειδή ανήκει στην υψηλή κουλτούρα ή παραμένοντας οικείο και στην επικαιρότητα μέσα από την επίμονή του εκπαίδευση; Και με ποιον τρόπο αξιολογείται μία παράστασή του; Από τη δεξιοτεχνία μήπως των χορευτών, την πρωτοτυπία των κινητικών φράσεων, της διαδοχής και  σύνθεσής τους, σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο; Τη σχέση της με την ιστορία; Τη σχέση της με την επικαιρότητα; Αν η χορογραφία του Μανταφούνη, και, αντίστοιχα τα έργα του Κουμεντάκη παιδεύονται να συσχετιστούν με την ιστορία, η χορογραφία της Ερμίρα Γκόρο και η σύνθεση της Δήμητρας Τρυπάνη στο δεύτερο μέρος επιλέγουν να σχετιστούν με την επικαιρότητα.

PLAN B. Photo: Valeria Isaeva

Plan B

Ο τίτλος του δεύτερου μέρους είναι Plan B. Διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «το κόσνεπτ που ενεργοποίησε τη συνθετική διαδικασία ήταν η ηχητική αποτύπωση ενός φαντασιακού παιχνιδιού βιντεογκέιμ σε περιβάλλον με ένα μόνο επίπεδο, το οποίο οφείλει να διανύσει ο παίκτης». Η ιδέα να αποτυπώσει κανείς αναλογικά, με φυσικά όργανα και σώματα, το περιβάλλον ενός βίντεογκέιμ που ανήκει στον ψηφιακό κόσμο, αποτελεί από μόνη της μία πρόκληση. Παρόλο που στερεοτυπικά ο ήχος της τεχνολογίας είναι οξύς, περιοδικός, επαναλαμβανόμενος, ψηφιακός, πειραγμένος, λιγότερο ευρύς σε αρμονικούς, ενώ η κίνηση ενός cyborg ολισθαίνει μονίμως ελάχιστα από τη ροή και τις καμπύλες της ανθρώπινης κίνησης, οι δύο καλλιτέχνιδες, χορογράφος και συνθέτης, επέμειναν να εστιάσουν στην απτή ανθρώπινη εμπειρία.

Μακριές κρατημένες συνηχήσεις διαδέχονται «πολυρυθμικά και ασύμμετρα μουσικά μοτίβα», ενώ οι χορευτές δημιουργούν καθαρές δομές, μέσα από επαναλαμβανόμενες, κοφτές κινήσεις, ομαδικές παύσεις και μετατοπίσεις «σε μία συνεχώς μεταβαλλόμενη ροή».

Έχω την αίσθηση ότι επιστρέφω σε βιβλία επιστημονικής φαντασίας που κάποτε διάβαζα φανατικά και ασταμάτητα. Οι συγγραφείς τους φαντάζονταν κόσμους δυστοπίας, όταν η δυνατότητα συνεχούς ελέγχου με την επίφαση της ασφάλειας και η άμεση διάχυση της πληροφορίας έδειχνε ως μακρινό ενδεχόμενο και ιστορούνταν απόπειρες αντίστασης. Τα σώματα των ηρώων τους κινούνταν με άξονα τον περιορισμό, η αντίληψή τους όμως παρέμενε καθορισμένη από το αναλογικό, όπως άλλωστε και οι εμπνευστές τους. Αν σήμερα η αναλογική μας εμπειρία συμπλέκεται αυτονόητα και βιαστικά με την ψηφιακή και δεν μας μένει χρόνος να την αναλογιστούμε, μία τέτοια στιγμή, σαν το Plan B, μας προσφέρει ίσως την πιθανότητα να της ρίξουμε μία δεύτερη ματιά. Να παρατηρήσουμε και να αναστοχαστούμε το αισθητηριακό βίωμα αυτής της σύμπλεξης.

Κι ακόμη, καλλιτεχνικά, στο δεύτερο αυτό μέρος μοιάζει σαν να αντιστρέφεται η ερώτηση του πρώτου. Σαν οι καλλιτέχνιδες να ρωτούν, πώς μπορεί κάτι σύγχρονο να είναι κλασσικό. Σε κάθε περίπτωση, μία παράσταση στη λυρική είναι μία ευκαιρία να δούμε ομαδικές χορογραφίες, που η ανεξάρτητη σκηνή μπορεί σπανίως οικονομικά να υποστηρίξει.

Point of No Return. Photo: Valeria Isaeva

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η παράσταση Human Behaviour παρουσιάστηκε από το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από τις 16 έως τις 18 Οκτωβρίου 2020.

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις