Συν & Πλην: «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για τις «Ερωτικές Καρτ Ποστάλ από την Ελλάδα» σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά που ανεβαίνει στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
H φαυλότητα, ο ψυχαναγκασμός, ο μαξιμαλισμός της βιομηχανίας του ελληνικού καλοκαιριού είναι ένα καλά συντηρούμενο σύστημα – ακόμα και για τους ντόπιους· τους Έλληνες ως πρώτους δορυφόρους του. Αφήνοντας χρονολογικά το καλοκαίρι πίσω μας (και δη ένα πολύ μαγκωμένο καλοκαίρι λόγω covid) αλλά όχι και τα σύνοδα στερεότυπα που το συντροφεύουν διαχρονικά, η Λένα Κιτσοπούλου δοκιμάζεται στο είδος της μετα-επιθεώρησης με την γνώριμη… καρπάτσιο αισθητική της.
Βασισμένη πάνω στην πρωτογενή ιδέα του Ανέστη Αζά για ένα αναποδογυρισμένο greek summer και αφομοιώνοντας τις σχετικές εντυπώσεις από την ομάδα της παράστασης, χτίζει μια μοντέρνα, αθυρόστομη, χωρίς έλεος και αναστολές, σάτιρα για όσα μπορεί να συμβολίζει το ελληνικό καλοκαίρι: Παραλίες, ήλιο σεξ, (πολύ, μα πάρα πολύ σεξ), ξένο τουρισμό, σεξοτουρισμό, Ελληναράδες επιβήτορες, φαντασιακές καταστάσεις των Ελληναράδων επιβήτορων, αθώα κι ένοχα καμάκια (από τη γενιά του Στάθη Ψάλτη μέχρι σήμερα), νησιά και αξιοθέατα, αμετανόητους καλοκαιράκηδες και λυσσασμένες τουρίστριες, ορκισμένους εχθρούς της επιτηδευμένης θερινής καλοπέρασης, διαψευσμένες προσδοκίες που συμπυκνώνονται σε επτά μερούλες άδειας, παρωχημένη τουριστική πολιτική, Greek Zorba και συρτάκι, ξενοδόχους και ταβερνιάρηδες. Όλοι παρελαύνουν συχνά ακραία γελοιοποιημένοι από τον θεατρικό λόγο· άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο.
Και παρά την οξύτητα της σατιρικής γλώσσας που τους πιάνει στο στόμα της, υπάρχει μια, σχεδόν, άϋλη τρυφερότητα μέσα από την οποία αγγίζεται καθένας και καθεμιά τους. Εκπορευόμενη, ενδεχομένως, από τις εξίσου τρυφερές αναμνήσεις που – όπως και να το κάνουμε – κυριαρχούν γύρω από το καλοκαίρι. Αλλά η σάτιρα ισοπεδώνει και την ανάμνηση.
H παράστασηΟ Ανέστης Αζάς εκτός από πατέρας της ιδέας πίσω από τις «Ερωτικές Καρτ Ποστάλ», σκηνοθετεί την πιο in yer face παράσταση του, προφανώς οδηγημένος από την ελευθεριότητα με την οποία το καλοκαίρι έχει ταυτιστεί. Ακολουθεί, βεβαίως, την βασική δομή της επιθεώρησης (μονόλογοι ή ολιγομελή νούμερα με ακραίους ήρωες) αλλά την οργανώνει κάτω μια σύγχρονη αισθητική. Αυτό αυτομάτως μεταφράζεται σε μια υστερική – όσο και η εποχή μας – ανάγνωση των ηρώων, απολύτως αναγνωρίσμους, ωστόσο, μέσα στην γραφικότητα τους. Ένα καλό δείγμα νέου ελληνικού θεάτρου που συνεχίζει την παράδοση της έρευνας γύρω από την, άλλοτε γενναία κι άλλο βαριά ηττημένη, ελληνικότητα.
Παρότι, η συνεργασία της Λένας Κιτσοπούλου με τον Ανέστη Αζά εγκαινιάστηκε αρχικά σε άλλες βάσεις, τελικά η συμμετοχή της αναδείχθηκε σε καθοριστική. Τόσο στο δραματουργικό όσο και στο υφολογικό κομμάτι της παράστασης είναι ορατή η εμπλοκή της Κιτσοπούλου (είναι ορατά ακόμα και τα σημεία απ’ όπου λείπει). Τον ίδιο αντίκτυπο έχει και η ερμηνευτική της προσωπικότητα που μοιάζει να παρασύρει ενεργειακά και την υπόλοιπη ομάδα.
Η δυναμική της παράστασης οφείλει πολλά στην ερμηνευτική απόδοση του θιάσου που αποτελείται από τους Γιώργο Βουρδαμή, Λένα Κιτσοπούλου, Κώστα Κουτσολέλο, Ιωάννα Μαυρέα, Θεανώ Μεταξά, Σοφία Πριόβολου και Gary Salomon. Με τις υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις μιας τέτοιας παράστασης συντονίζεται απόλυτα ο Γιώργος Βουρδαμής την ώρα ο Κώστας Κουτσολέλος κερδίζει τις εντυπώσεις για την απελπισμένη ψυχραιμία με την οποία συνήθως προσεγγίζει τους ρόλους του. Την παράσταση, ωστόσο, κλέβει η Ιωάννα Μαυρέα σ’ έναν ξεκαρδιστικό μονόλογο ως influencer κατά των καλοκαιρινών διακοπών.
Η δραματουργική ιδέαΗ σατιρική ενασχόληση με το, bigger than life, ελληνικό καλοκαίρι και τους μηχανισμούς του, είναι από μόνη της μια ωραιότατη ιδέα για να τροφοδοτήσει ένα κείμενο. Τα εύσημα ανήκουν στον Ανέστη Αζά, αφού κανείς δημιουργός μέχρι τώρα δεν την είχε εντοπίσει – πόσω μάλλον στο κοινό πλαίσιο της έρευνας πάνω στην σύγχρονη ελληνικότητα που “φορέθηκε” πολύ τα τελευταία χρόνια.
H σκηνοθεσία Αζά δεν συμπεριλαμβάνει απλώς οπτικό υλικό αλλά το βάζει να συλλειτουγήσει με την ζωντανή θεατρική δράση – πιθανώς και ως σχόλιο στην αναπτυσσόμενη πρακτική του on line θεάτρου. Συμπληρωματικά με το σκηνικό της Ελένης Στρούλια πάντως, σχεδόν συνδιαλλέγεται με το πολυμεσικό θέατρο.
Τα Πλην (-) Οι δραματουργικές αμηχανίεςΗ ζύμωση της κιτσοπούλειας γραφής με τους αυτοσχεδιασμούς των προβών και τις προτάσεις των ηθοποιών δεν φαίνεται να έδρασε σε όλες τις περιπτώσεις προς όφελος της παράστασης. Έχοντας ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το σκετς που αφορά τον ΕΟΤ, δεν απεφεύχθησαν οι “κοιλιές” στην αφήγηση και οι οποίες διορθώθηκαν από την εξτραβαγκάνζα της ακόλουθης σκηνής: Του συλλογικού αυνανισμού.
Ένα πιο σφιχτό μοντάζ εν μέσω κάποιων σκηνών θα είχε, πιθανότατα, βοηθήσει στον εξωραϊσμό της, κατά τόπου, αδύναμης δραματουργίας. Και σίγουρα θα είχε συμβάλλει σε μια πιο σπιντάτη παράσταση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Εκτός κι αν αυτό δεν ήταν το σκηνοθετικό ζητούμενο.
Έξυπνη, μοντέρνα κι ανελέητη σάτιρα της ελληνικής καλοκαιρινής φαντασίωσης αλλά και με δραματουργικές αδυναμίες.