Έξω, το καλοκαίρι “τρέχει” σε παράταση. Το φως του μεσημεριού μπαίνει μόνο από τα πλαϊνά παράθυρα, τυπικό δείγμα βιομηχανικού χώρου. Το Cartel (με την αρωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση) έχει μετακομίσει στον καινούργιο του χώρο, στην Λεγάκη 7 στου Ρέντη. Το απόλυτο industrial space, με μια επιβλητική γυάλινη πρόσοψη έχει γίνει το καινούργιο σπίτι για την παράσταση-φαινόμενο του Βασίλη Μπισμπίκη, το «Άνθρωποι και ποντίκια».
Σ’ αυτήν την ανανεωτική συνθήκη, έρχεται με φόρα η Μαίρη Μηνά. Την βρίσκεις καθισμένη στην πλατεία του νέου χώρου, να βάζει ρουζ στα δροσερά της μάγουλα, αέρινη μέσα σ’ ένα χακί φόρεμα. Κι αναρωτιέσαι, τι κάνει αυτό το κορίτσι σ’ ένα περιβάλλον αδρού ρεαλισμού;
Τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτηση της από τη δραματική σχολή του Ωδείου, η Μαίρη Μηνά αλλάζει διαρκώς πίστα. Η συνεργασία της με την ομάδα ΝΑΜΑ στην«Έμμα» την στέφει πρωταγωνίστρια σε μια βραδιά και της εξασφαλίζει μια υποψηφιότητα για το βραβείο Μερκούρη, τους τελευταίους μήνες το όνομα της φιγουράρει σε μια από τις πιο συζητημένες δραματικές τηλεοπτικές σειρές – την «Αγγελική» του Alpha – και συνάμα μπαίνει στη διανομή μιας από τις σημαντικότερες παραστάσεις των τελευταίων ετών· με προοπτική να τη δούμε και στα «Κόκκινα φανάρια», το επόμενο εγχείρημα του Cartel.
Χρειάζεται ν’ αρχίσει η κουβέντα – στον αχανή χώρο του θεάτρου όπου ο ήχος των φωνών μας κάνει μια μουσική ηχώ – για να καταλάβεις ότι αυτό το ίδιο κορίτσι, το όμορφο κορίτσι με τη δυναμική σκηνική παρουσία, δεν είναι καθόλου τυχαίο (που τα κατάφερε).
Τα δύο τελευταία χρόνια σ’ έχει εντοπίσει το κοινό του θεάτρου και… μπαμ μια τηλεοπτική σειρά σε κάνει αναγνωρίσιμη στους πάντες. Σε τρόμαξε λίγο αυτό;Στην αρχή ναι, πάρα πολύ. Ωστόσο, ήταν περίεργη η συνθήκη αφού η πρόταση για το σίριαλ μου έγινε μετά την καραντίνα. Ενώ ήταν όλα πολύ δυσοίωνα ήρθε αυτό. Από την μια, σκεφτόμουν ότι θα εξασφαλιστώ βιοποριστικά και θα είμαι εργασιακά ενεργή, από την άλλη ένιωθα πως θα έκανα ένα μεγάλο άλμα, μακριά από τους στόχους που είχα θέσει. Πίστεψα ότι δεν είναι τυχαίο που η πρόταση ήρθε τη στιγμή όπου ο φόβος έχει θεριέψει. Πήρα πολύ χρόνο να το σκεφτώ και να το ζυγίσω. Ακόμα κι όταν το αποφάσισα δεν ήμουν πολύ σίγουρη, είχα πολλές αντιστάσεις. Τώρα αρχίζω να χαλαρώνω και συνειδητοποιώ πως είναι μια ακόμα λειτουργία της δουλειάς μου. Μέσα μου δεν υπερισχύει το μέσο αλλά το να είσαι αξιοπρεπής, να δουλεύεις, να βάζεις στόχους σ’ ένα σαφές πλαίσιο.
Πράγματι, πρόκειται για τον απόηχο ενός ταμπού. Οπότε, ναι, υπήρχε ένα σχετικό κράτημα το οποίο οφειλόταν, επίσης, και στον φόβο της μεγάλης έκθεσης. Άλλωστε, και η ίδια η τηλεόραση δίνει τα επιχειρήματα να πεις πως «δεν θέλω να συμμετέχω».
Αναφέρθηκες στην έκθεση; Πως σου φαίνεται, ας πούμε, που ασχολούνται με την προσωπική σου ζωή;Δεν είναι ευχάριστο αλλά την ίδια ώρα ότι έχει γραφτεί, δεν έχει γραφτεί με θρασύ τρόπο, δεν έχει συμβεί με τον τρόπο «σκαλίζω πράγματα στη ζωή της Μηνά». Εξάλλου, ούτε κι εμείς με το Μιχάλη (Σαράντη) διατυμπανίζουμε την σχέση μας. Υπό αυτήν την έννοια, ήταν πιο ασφαλές η σχέση μας να είναι ανοιχτή, αφού με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, θα μαθευόταν. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχω εισπράξει τίποτα αδιάκριτο ή παρεμβατικό.
Αποφοίτησες από τη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών το 2016, δουλεύεις επαγγελματικά τέσσερα χρόνια. Περίμενες αυτήν την γρήγορη εξέλιξη;Πήρα πολύ χρόνο να σκεφτώ και να ζυγίσω την πρόταση για την «Αγγελική»
Αισθάνομαι πως συνέβη ομαλά σε σχέση με την δουλειά, τον κόπο, την αφοσίωση, το πείσμα και τους ανθρώπους γύρω μου. Αισθάνομαι πως όλες αυτές οι κουκίδες συνδέονται και πολύ αρμονικά η μία μέσα στην άλλη μπλέκεται στην άλλη. Δεν συνέβη κάτι ραγδαία. Αν φυσικά τη συγκρίνω με διαδρομές άλλων συνομίληκων μου συναδέλφων, φαίνεται κάπως πιο γρήγορο. Ίσως, τελικά, να ήταν τυχαίο. Γιατί νιώθω και λίγο τυχερή, ίσως να ήταν καρμικό να μου συμβεί. Τις προάλλες μιλούσα με την Ελένη Σκότη με αφορμή την υποψηφιότητα για το βραβείο Μερκούρη και θυμηθήκαμε την πορεία των πραγμάτων: Πως το έργο έφτασε στα χέρια της ως πρόταση από άλλη ηθοποιό, πως στη συνέχεια η ίδια το πρότεινε στην Λένα Παπαληγούρα (η οποία είχε μείνει έγκυος και δεν θα έπαιζε), έπειτα στην Μαρία Κίτσου (η οποία δεν μπόρεσε) για ν’ αποφασίσει ν’ ανοίξει το ρόλο σε οντισιόν και να βρεθεί μπροστά στη δική μου περίπτωση. Κάπως σαν να έμελλε να κάνω το ρόλο της «Έμμα» που μου έδωσε αυτό την ώθηση.
Σίγουρα, η τύχη είναι ένας παράγοντας αλλά καλό θα ήταν να ορίσουμε τι σημαίνει τύχη. Καμιά φορά, προσκαλούμε ή αναζητάμε την τύχη, υποσυνείδητα ή και συνειδητά. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι είχα ανακαλύψει το έργο της «Έμμα» το 2016 όταν αποφοίτησα από το Ωδείο και ψάχναμε με την ομάδα έργα προκειμένου να δουλέψουμε μαζί. Θυμάμαι να το διαβάζω και να παθαίνω σοκ. Με λίγα λόγια, είχα στείλει το μήνυμα πως θέλω να κάνω αυτό το έργο. Αναρωτιέμαι λοιπόν, κατά πόσο προσκάλεσα την «Έμμα».
Έχεις σπουδάσει κοινωνική λειτουργός, άρα είχες μια προηγούμενη ζωή του θεάτρου. Τη νοσταλγείς καθόλου;Όχι, γιατί τελικά δεν έχω εγκαταλείψει και πολλά κομμάτια της. Ασφαλώς, και μου λείπει η αλλελεπίδραση με ανθρώπους που δεν έχουν να κάνουν με το κοσμικό κομμάτι της δουλειάς μου. Όμως, να, είμαι τώρα στο Cartel και νιώθω υπέροχα γιατί μοιάζει να συμπυκνώνει όλη μου τη λειτουργία. Είναι ένα θέατρο με απόλυτη ανθρωπίλα, υπηρετεί την τέχνη ιδανικά, ουτοπικά: Εδώ όλα είναι χειροποίητα, δικά μας υλικά. Κι από την άλλη, ανεβάζουμε το «Άνθρωποι και ποντίκια» μια παράσταση που έχει ταξιδέψει, που έχει συγκινήσει κι έχει κάνει τόσο ντόρο.
Όχι, ήμουν πάντα εξοικειωμένη με ανθρώπους του περιθωρίου και μου είναι πιο εύκολο ν’ ανοιχτώ σε τέτοιους χαρακτήρες, να τους κατανοώ χωρίς να τους κρίνω. Είναι αυτό που λέγαμε και νωρίτερα: Μοιάζουν όλα με ένα παζλ όπου τα κομμάτια συνδέονται σε μια στιγμή του χρόνου.
Καμιά φορά, προσκαλούμε ή αναζητάμε την τύχη
Σαφέστατα. ‘Ολα είναι μια αφήγηση ανθρώπινων ιστοριών. Και ως κοινωνική λειτουργός με αφηγήσεις ανθρώπων καταπιανόμουν – το ίδιο και τώρα. Η εμπειρία αυτή λειτουργεί σαν ένα εργαλείο αποκωδικοποίησης, σαν να διαβάζω πίσω από τις λέξεις, να διαβάζω την ενέργεια και τη στάση τους. Πάντως, έχω την αίσθηση πως οποιοδήποτε πτυχίο κι αν προϋπήρχε θ’ ανοιγε πάλι ένα κανάλι προς την υποκριτική. Είναι τόσο ανοιχτός ο χώρος της υποκριτικής που τα χωράει όλα. Θυμάμαι πως είχα ένα συμφοιτητή στη δραματική ο οποίος δούλευε στην λαϊκή· η τάση του να αποκωδικοποιεί τα πράγματα είχε μια εξωστρέφεια τέτοιου τύπου.
Σ’ ενδιαφέρει το θέατρο του ρεαλισμού;Δεν ήταν η τάση μου, δεν με είχαν πάει τα βήματα της εκπαίδευσης μου προς τα εκεί – κάπως έτυχε. Παρόλα αυτά, το απολαμβάνω γιατί απαιτεί μια άλλου είδους βουτιά. Την ίδια ώρα, μου αρέσουν τα πολύ φορμαλιστικά πράγματα – όπως η «Ηλέκτρα» του Θάνου Παπακωνσταντίνου στην οποία συμμετείχα – τα ποιητικά και τα αποστασιοποιημένα θεάματα. Ζηλεύω πολύ τον έλεγχο των εκφραστικών μέσων.
Είναι δύσκολο να μπεις σ’ ένα compact υλικό και να φέρεις κάτι δικό σου, όπως καλείσαι να κάνεις στο «Άνθρωποι και ποντίκια»;Απεναντίας, νιώθω τρομερά ασφαλής γιατί η ομάδα είναι πολύ δεμένη. Μπαίνω σε ένα πλαίσιο όπου υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας για μένα – οπότε και να πέσω δεν θα γκρεμοτσακιστώ. Ο ερχομός μου στην ομάδα συμπίπτει και με την αλλαγή του χώρου για το Cartel, οπότε κι εκείνοι πρέπει να διαχειριστούν νέα δεδομένα. Και ίσως είναι μια καλή στιγμή για να καλωσορίσουν νέες δυναμικές. ΄Ισως να δώσω κι εγώ μια αφορμή, ένα ακόμα κίνητρο για να συνεχίσει μια πολύ επιτυχημένη παράσταση άλλον ένα χρόνο.
Πιστεύεις ότι φέρνεις κάτι καινούργιο στην παράσταση;Εκ των πραγμάτων, ναι. Είμαι μια καινούργια ψυχοσύνθεση, έχω άλλα κύτταρα, άλλες ποιότητες διανόησης, άλλο υπόβαθρο. Η μεγάλη πρόκληση είναι το πως αυτό θα κολλήσει σε μια έτοιμη παράσταση.
Είχες δει την παράσταση πριν έρθει η πρόταση της συμμετοχής;΄Εχω ακόμα ένα εισιτήριο από την προηγούμενη Άνοιξη το οποίο προοριζόταν να μεταφερθεί για τον επόμενο κύκλο παραστάσεων. Οπως όλα δείχνουν θα το εξαργυρώσω! Συνεπώς, δεν έχω μέτρο σύγκρισης· μπαίνω σε ένα πράγμα για το οποίο δεν έχω εικόνα, απλώς έχω ακούσει πολλά γι’ αυτό κι ίσως έχω διαισθανθεί κάποια άλλα.
Όσο συζητάμε, καταλαβαίνω πως το θέατρο έχει έρθει για να μείνει. Εχει σκιάσει κάθε προηγούμενη επαγγελματική συνθήκη. Γυρνάς πίσω στις προσπάθειες του παρελθόντος;Φαντασιώνομαι τον εαυτό μου, σε 10-15 χρόνια σ’ ένα νησί, με τελείως άλλο τρόπο ζωής
Γυρνάω με μια κάποια νοσταλγία για να σκεφτώ τη στιγμή που βρέθηκα στο σταυροδρόμι να επιλέξω ποιο δρόμο θα διαλέξω. Σκέφτομαι ποια θα ήμουν τώρα, αν είχα αποφασίσει να μείνω και να δουλέψω στη Βιέννη, πως θα ντυνόμουν, τι λεξιλόγιο θα είχα. Το κάνω όμως πάντα με μια αίσθηση παιχνιδίσματος του μυαλού κι όχι επειδή μετανιώνω για κάτι ή επειδή έχω αφήσει εκκρεμότητες. ‘Οχι, αντιθέτως, από πληρότητα επιστρέφω στον τότε εαυτό.
Σε φαντάζεσαι να είχες επιλέξει άλλον επαγγελματικό προσανατολισμό;Στο μυαλό μου ολοένα και προσπαθώ ν’ αφαιρώ. Συνεπώς, αν χρειαστεί να μηδενίσω κάτι και να κάνω μια αλλαγή σταδιοδρομίας να μην σημάνει το τέλος.
Είσαι λίγο άφοβη; Γιατί αυτός που επιδιώκει να μηδενίζει και να ξεκινάει από την αρχή, δεν φοβάται…Δεν έχει να κάνει με το μη φόβο. Θυμάμαι πως μέχρι το κοντέρ να φτάσει στο μηδέν δεν είχα κανέναν έλεγχο. Εκ των υστέρων απομυθοποίησα τον όγκο της φοβικότητας. Εννοείται πως με φοβίζει πολύ η διαδικασία «πάλι από την αρχή». Αλλά επειδή το έχω βάλει ήδη στο βιογραφικό μου σκέφτομαι πως, αν χρειαστεί, θα το ξανακάνω.
Πώς;Φαντασιώνομαι τον εαυτό μου, σε 10-15 χρόνια σ ένα νησί, με τελείως άλλη σταδιοδρομία και άλλο τρόπο ζωής. Ισως με βοηθάει και η εποχή που τα σπρώχνει όλα σε κάτι πιο στοιχειώδες και ουσιαστικό.
Κάνεις προβολές στο μέλλον σου;Κάποιες φορές ναι.
Όπου ονειρεύεσαι ή ονειροπολείς;Προτιμώ να ονειροπολώ, είναι πιο ανώδυνο. Το όνειρο φέρει μια ευθύνη, ένα βάρος, προκαλεί αγκυλώσεις. Σαν να πρέπει κάτι να αποδείξεις στον εαυτό σου. Ωστόσο, η ονειροπόληση είναι πολύ πιο παιδική, πολύ πιο ελαφριά και μόνο με χαρά σε γεμίζει. Οπότε αν το κριτήριο είναι η χαρά, προς τα εκεί πηγαίνω.
Τι παιδικό κρατάς ανέγγιχτο;Πρέπει να εφεύρουμε ένα νέο βλέμμα, που να έχει κάτι το πιο ενεργητικό
‘Οταν βρίσκομαι σε πιο ιδιωτικές στιγμές και με δικούς μου ανθρώπους, μου είναι απολύτως απαραίτητο είναι να κάνω τον καραγκιόζη, να γίνομαι τρολ, όπως έκανα παιδί. Να μην έχω κανένα φόβο να κριθώ. Να γελάω πολύ και με τον εαυτό μου. Και με τους φίλους μου έτσι λειτουργώ, ο ένας διακωμωδεί τον άλλο.
Τι ανακαλείς από την παιδική και την εφηβική ζωή σου στα Τρίκαλα ή στην Πάρο;Πολλά υπαίθρια παιχνίδια, μεγάλες παρέες με παιδιά από τη γειτονιά, χώματα, ποδήλατο, σκανταλιές, στοιχειωμένα σπίτια. Μεγαλώνοντας, ως έφηβη πια, άρχισα να δουλεύω στο εστιατόριο των γονιών μου, οπότε θυμάμαι πολλή δουλειά. Οπωσδήποτε υπήρξε και η σκοτεινή περίοδος της εφηβείας όπου όλα ήταν λάθος, όπου έκανα άλλα από αυτά που έπρεπε. ΄Ημουν εξεγερμένη απέναντι στην εξουσία και το κατεστημένο – υπήρξα πολύ τέτοιο παιδί για ένα διάστημα. Επίσης, θυμάμαι πολλή αλητεία προς το τέλος του Λυκείου γιατί όλα έμοιαζαν πολύ γοητευτικά στο να παρεκλίνουν. Και τέλος, τις φιλίες – οι περισσότερες εκ των οποίων κρατούν μέχρι σήμερα.
Σμίλεψε το βλέμμα σου αυτή η πιο υγιής συνθήκη, να μεγαλώνει ένα παιδί στην περιφέρεια; Είσαι πιο ήσυχη;Όχι γιατί η ζωή τα προλαβαίνει όλα. Διατηρούσα, μέχρι πολύ πρόσφατα, ένα πολύ ρομαντικό βλέμμα στα πράγματα και μπορώ να πω ότι με μεγάλη αντίσταση κρατιέμαι να μην περάσω στη σφαίρα του κυνισμού. Κι έχει μεγάλο κόστος αυτό, πολλές φορές το φίλτρο μου δεν είναι καθαρό, δεν κρίνω σωστά, συγχωρώ εύκολα, δικαιολογώ εύκολα, αναζητώ το θετικό στα πράγματα. Αλλά καθώς ζούμε μια τεράστια συλλογική αλλαγή, αναζητώ κι εγώ τον τρόπο με τον οποίο θα εξετάζω τα πράγματα γιατί δεν αρκεί ούτε ο ρομαντισμός ούτε ο κυνισμός για να τα ερμηνεύσεις. Πρέπει να εφεύρουμε ένα νέο βλέμμα, που να έχει κάτι το πιο ενεργητικό. Είμαστε στη στιγμή όπου το βλέμμα μας πρέπει να οδηγεί στην πράξη.
Mέρος ποιας αλλαγής θέλεις να υπάρξεις;Ιδανικά θα ήθελα να γίνει μια στροφή προς κάτι ανθρωποκεντρικό. Έχει μείνει πολύ πίσω ο άνθρωπος στα πράγματα αν κι ευελπιστώ ότι όλα σπρώχνουν προς τα εκεί· παρότι υπάρχει πολλή βία, πολλή διαφθορά, όλο αυτό στο τέλος του και στον πυρήνα του θα αποκαλύψει τον άνθρωπο. Μόνο η επιστροφή σε μια αγκαλιά προς τον άνθρωπο θα μας σώσει. Αυτή την εποχή θα ήθελα πολύ να ζήσω.
Είσαι ένα πλάσμα παρόν στις καθημερινές προκλήσεις;Μόνο η επιστροφή σε μια αγκαλιά προς τον άνθρωπο θα μας σώσει. Αυτή την εποχή θα ήθελα να ζήσω
100%, ναι. Η δίκη της Χρυσής Αυγής, η υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ μας αφορούν όλους. ΄Οταν κάτι είναι τόσο έκδηλα απάνθρωπο, όποιο κι αν είναι το σύστημα αξιών στο οποίο ανήκεις, σε προκαλεί να πάρεις μέρος και να πάρεις θέση.
Τι σε σοκάρει ακόμα;Ό,τι συσσωρευονται τόσα πολλά αρνητικά ερεθίσματα, ότι η ανθρωπότητα – για πάρα πολλούς λόγους – εκπέμπει κάτι πολύ σκοτεινό κι αυτό εν αγνοία μας, γεννάει ακραίες παρορμήσεις. Συγχέουμε την άποψη με κάτι πολύ πρωτογονικό.
Απελευθερώνουμε αφιλτράριστα ένστικτα που τώρα βρίσκουν χώρο για να εκραγούν. Ένα ανώδυνο, προσωπικό παράδειγμα: Μετά την καραντίνα, εντελώς ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι την ταχύτητα. Το σοκ από το φαινόμενο του covid εκδηλώθηκε σ΄ ένα τέτοιο σύμπτωμα. Φαντάσου, λοιπόν, πόσα τέτοια συμπτώματα θα βγουν σε ρατσιστικές, φασιστικές ή ανθρωποφαγικές εξάρσεις.
Υπήρξε κάτι καλό που μετακινήθηκε μέσα σου σε αυτή τη συγκυρία;Στη διάρκεια του εγκλεισμού περισσότερο μπορώ να μιλήσω για μια μη διαύγεια, ένα φόβο, μια κατάθλιψη. Στην επανεκκίνηση αυτού του πράγματος, η δυστοπία φάνηκε να βρίσκει μια χαραμάδα φωτός. Προσωπικά ένιωσα σαν να προετοιμαζόμουν πως ο κόσμος μπορεί να μετακινηθεί και σε μια καλύτερη πλευρά, εκεί όπου θα υπάρχε σεβασμός για το πνεύμα κι όχι για την ύλη. Βεβαίως, είναι οξύμωρο κάτι τόσο σκοτεινό να γεννήσει κάτι θετικό. Δυστυχώς, άλλαξε η τάξη των πραγμάτων. Υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι προσπαθούμε να επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα αλλά σε κάθε βλέμμα που ακουμπάω ενυπάρχει το σοκ και το τραύμα αυτής της αλλαγής. Υπάρχει μια αίσθηση συνενοχής και συνομωσίας του τι θα συμβεί και πως θα απαντήσουμε σ’ αυτό.
Η προσωπική σου χαραμάδα σου ήταν το θέατρο;Ναι, η επιστροφή στο θέατρο είναι η απόλυτη θαλπωρή· σε μια στιγμή που και το θέατρο ψάχνει το βηματισμό του. Πάντα, όμως, το θέατρο θα είναι η απόλυτη συνάντηση, ο χώρος για όσα προσπαθείς να μεταβολίσεις ή να απορρίψεις. Το θέατρο είναι σαν σάκος με αμνιακό υγρό, προστατεύει τη ζωή. Κι από την άλλη, λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, σε φέρνει μπροστά στην αλήθεια, στην παραδοχή του τι τέρατα φτιάχνουμε.
Έχεις αλλάξει όσο κάνεις θέατρο;Το θέατρο είναι σαν σάκος με αμνιακό υγρό, προστατεύει τη ζωή
Ναι… Πολύ. Σαν να άνοιξε λίγο ακόμα μια βεντάλια, σαν να είδα 2-3 ράγες της ακόμα. Κι αυτό μου λέει πως εδώ χωράνε κι άλλα πράγματα για να βιώσω.
Ευελπιστείς ν’ ανοίξει κι άλλο αυτή βεντάλια;Οπωσδήποτε.
Μόλις είχες την πρώτη σου υποψηφιότητα για το βραβείο Μερκούρη. Χαίρεσαι με κάτι τέτοια; Σε πάνε πιο ψηλά;΄Ηταν τέτοια η εμπειρία που είχε προηγηθεί με την παράσταση για την οποία πήρα την υποψηφιότητα, οπότε είτε ήμουν υποψήφια, είτε κέρδιζα το βραβείο είτε όχι δεν άλλαζε κάτι από αυτήν. Το βραβείο θα ήταν μια επιπλέον επικύρωση, ότι ένας θεσμός διέκρινε αυτό που έχει ήδη υπάρξει. Πάντως, ήταν συγκινητικό γιατί ένιωσα πως αυτή η υποψηφιότητα ήταν μια δικαίωση όλων των παρεκλίνοντων. Έχει φτάσει μια κοινωνική στιγμή όπου οι παρίες, οι αλήτες, οι περιθωριακοί κάπως δικαιώνονται κι έτσι υπήρξε ένας πολύ ωραίος συγχρονισμός. Από εκεί και πέρα, δεν αλλάζει τίποτα γι’ αυτό που κάνω. Συνεχίζω και δουλεύω πολύ, συνεχίζω και τσαλαβουτάω, αποτυγχάνω, δεν αλλάζει αυτός ο κύκλος συμπεριφοράς στην καθημερινότητα μου.
Κοιτάζεις πιο ψηλά;Δεν υπάρχει όριο. Τι να φαντασιωθώ σε σχέση με το θέατρο; Είμαι διψασμένη για καλές συγκυρίες, για συνεργασίες με ωραίους ανθρώπους, για συγκινήσεις επί σκηνής. Ακόμα και με την «Αγγελική» – μια συνθήκη πιο βατή – αυτός είναι ο στόχος μου.
Σε ακούω επί ώρα και αναρωτιέμαι πως καλλιέργησες τέτοια ευγγλωτία.Άσχημη δεν με λέω σίγουρα
Α, υπήρξα και καλύτερη. Not just a pretty face.
Αισθάνεσαι pretty face;Ναι· άσχημη δεν με λέω σίγουρα.
Από πιτσιρίκα ήσουν πάντα όμορφη;Όχι, ήμουν παχουλό παιδάκι. Και πολύ αγοροκόριτσο.
Η Μαίρη Μηνά πρωταγωνιστεί στη παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» που κάνει πρεμιέρα στις 6 Νοεμβρίου στο νέο χώρο του Cartel (Λεγάκη 7) στου Ρέντη.
Σκηνοθετεί ο Βασίλης Μπισμπίκης.
Παίζουν οι Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Λευτέρης Αγουρίδας, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλόνη και Ερατώ Αγγουράκη.