O Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ “Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου” – το οποίο βρίσκεται στην 33η χρονιά διεξαγωγής του, ψηφιακά και δωρεάν φέτος λόγω των συνθηκών- μας μίλησε για το Φεστιβάλ αλλά και για τις απόψεις του για τη σημερινή εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή.
Ο ίδιος έχει σπουδάσει κινηματογράφο στο Λονδίνο και το Παρίσι, έχει γράψει ποιητικές συλλογές και μελέτες για τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο κι έχει σκηνοθετήσει την μικρού μήκους ταινία “Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…”. Έχει υπάρξει αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) κι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ).
Πώς αποφασίσατε να δημιουργήσετε ένα αφιέρωμα για την μετανάστευση για το 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου;Η μετανάστευση είναι ένα από τα πιο καυτά προβλήματα της εποχής μας (δυστυχώς και για μας τους Έλληνες όχι μόνο) και έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να απασχολεί τον κινηματογράφο μας, όπως απασχολεί και άλλες εθνικές κινηματογραφίες. Γι’ αυτό θεώρησα ενδιαφέρον για το κοινό μας να δει μια επιλογή των ταινιών μας που έχουν καταπιαστεί με το θέμα αυτό, ταινίες που δεν καταπιάνονται μόνο με την πολύ πρόσφατη μετανάστευση (από χώρες της Μικράς Ασίας και την Αφρική) αλλά και την κάπως προηγούμενη (από Αλβανία και άλλες πρώην Ανατολικές χώρες), όπως για παράδειγμα, με την ταινία «Απ’ το χιόνι» του Γκορίτσα.
Κατ’ αρχάς, και όταν πίστευα πως το φεστιβάλ θα διεξαγόταν σε αίθουσα, είχα επιλέξει και ένα αντίστοιχο αριθμό ξένων ταινιών, με τη μεταφορά όμως σε διαδικτυακή πλατφόρμα ο αριθμός των ταινιών μειώθηκε, ενώ αφαιρέθηκαν και άλλα προγράμματα που δεν μπορούν να παρουσιαστούν μέσα από πλατφόρμα (η προβολή βουβής ταινίας με συνοδεία ζωντανής μουσικής, η ετήσια έκθεση με θέμα παρμένο από ένα από τα προγράμματα, η παρουσία ξένων δημιουργών τόσο από τις ταινίες που θα προβάλλονταν όσο και για την απονομή του τιμητικού Ειδικού βραβείου για την προσφορά τους στον κινηματογράφο).
Η ανατομία των ανθρωπίνων σχέσεων είναι πάντα στο επίκεντρο όλων των ταινιών του σκηνοθέτη. Ιδιαίτερα στις ομάδες των ταινιών του, με τους τίτλους «Ηθικές Ιστορίες» και «Κωμωδίες και Παροιμίες», ο Ρομέρ διεισδύει, στα πρόσωπά του, συνήθως στα ζευγάρια του, με την κάμερά του αλλά και με τους έξυπνους διαλόγους, διαλόγους που αποκαλύπτουν τις σχέσεις τους, όχι απλά μέσα από εκείνα που εκφράζουν – ο ίδιος είχε πει σε παλιά συνέντευξή του «δεν αφηγούμαι ηθικές ιστορίες αλλά μια ιστορία που καταγράφει όχι τόσο αυτά που κάνουν τα πρόσωπά μου όσο αυτά που περνάνε μέσα από το κεφάλι τους ενώ τα κάνουν». Σχέσεις που σίγουρα τις αντιμετωπίζει από μια ηθική πάντα πλευρά, ηθική βέβαια με μια όσο το δυνατό πλατύτερη έννοια της λέξης.
Με το αφιέρωμα “Δεύτερη ευκαιρία” του 33ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, περνάτε ένα ηχηρό μήνυμα για την αντιμετώπιση της εγχώριας παραγωγής ταινιών. Πόσο εύκολο πιστεύετε πως είναι να αλλάξει η αντιμετώπιση του κράτους και των αρμόδιων φορέων;Ένας από τους στόχους μας στα αφιερώματα στους Έλληνες δημιουργούς, είναι να δώσουμε την ευκαιρία στο νεότερο κοινό να έρθει σε επαφή με την μοναδική αυτή πολιτιστική κληρονομιά μας
Το κράτος προσπάθησε στο παρελθόν να προτείνει και να υλοποιήσει κάποιους τρόπους διανομής της ελληνικής ταινίας, τρόπους δυστυχώς πρόχειρους που τελικά δεν απέδωσαν – αναφέρομαι, για παράδειγμα στο νόμο της επιστροφής του φόρου σε αίθουσες που πρόβαλλαν ελληνικές ταινίες, νόμος δυστυχώς με πολλές «τρύπες», που δεν βοήθησαν όπως έπρεπε την αίθουσα, ή την παλιότερη απόφαση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου που επιδοτούσε ορισμένες αίθουσες για να διαθέσουν κάποιες εβδομάδες σε ελληνικές ταινίες, που επίσης δεν λειτούργησε όπως έπρεπε. Χρειάζεται επιτέλους ένας νόμος που να αντιμετωπίσει σωστά το πρόβλημα (μπορούμε να πάρουμε ιδέες από άλλες χώρες – π.χ. Γαλλία – που βρήκαν τρόπους για τη στήριξη της εγχώριας κινηματογραφίας τους) και όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στη διανομή – γιατί χωρίς διανομή δεν υπάρχει λόγος να γυρίζεται μια ταινία.
Όσον αφορά το αφιέρωμα για τον Τάσο Κανελλόπουλο στο 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, εφάπτονται οι ταινίες του στις απαιτήσεις της νέας εποχής, δεδομένου ότι μέσω του αφιερώματος θα τον γνωρίσουν πολλοί νέοι άνθρωποι;Κατ’ αρχάς, ένας από τους στόχους μας στα αφιερώματα στους Έλληνες δημιουργούς, είναι να δώσουμε την ευκαιρία στο νεότερο κοινό να έρθει σε επαφή με την μοναδική αυτή πολιτιστική κληρονομιά μας. Πέρα όμως απ’ αυτό, οι ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου παραμένουν πάντα επίκαιρες, τόσο από πλευράς θεματικής (ο πόλεμος, οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας), όσο και από πλευράς ύφους (η συχνά ανατρεπτικός τρόπος προσέγγισης, η ποιητική ματιά, μαζί με τις έξοχες εικαστικά εικόνες του), είναι τα βασικά στοιχεία που κρατάνε το έργο του μέχρι και σήμερα ζωντανό.
Θα υπάρξει φέτος διαγωνιστικό πρόγραμμα κι αν ναι, πώς θα είναι;Όπως και κάθε χρόνο, το διαγωνιστικό πρόγραμμα είναι ένα από τα βασικά σκέλη του Πανοράματος. Θελήσαμε να μη υπάρξει καμιά διαφορά με τα προηγούμενα. Εκτός του ότι δεν θα έχουμε ξένους δημιουργούς για να παρουσιάσουν τις ταινίες τους, το πρόγραμμα αποτελείται από 11 συνολικά ταινίες, με 6 ξένες, πάντα ευρωπαϊκές, που δεν έχουν αγοραστεί από Έλληνα διανομέα, και με 4 να είναι ελληνικές. Φέτος, μάλιστα, επαναφέραμε και τη Διεθνή Επιτροπή με πρόεδρο τον γνωστό Παλαιστίνιο σκηνοθέτη, Ελία Σουλεϊμάν και μέλη την Ελληνικής καταγωγής ηθοποιό Βαλέρια Γκολίνο και τον Ιταλό Αλμπέρτο Λα Μόνικα, διευθυντή του φεστιβάλ Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου του Λέτσε. Με τις ελληνικές ταινίες του προγράμματος να διαγωνίζονται και για το βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας (βραβείο που περιλαμβάνει και χρηματικό έπαθλο 1.000 ευρώ, προσφορά του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου).
Δεν υπήρξε ενδεχόμενο να μην πραγματοποιηθεί το φετινό φεστιβάλ. Από τη στιγμή που βεβαιωθήκαμε πως δεν μπορούσαμε να το οργανώσουμε σε αίθουσες στραφήκαμε στη χρήση διαδικτυακής πλατφόρμας. Αυτό βέβαια μας εμπόδισε από του να συμπεριλάβουμε κι άλλα προγράμματα καθώς και άλλες εκδηλώσεις (όπως τη βουβή ταινία με ζωντανή μουσική, τις εκθέσεις εμπνευσμένες από κάποιο θέμα ή τιμώμενο πρόσωπο του φεστιβάλ, τις συζητήσεις και τα master classes με τους δημιουργούς, κ.ά.).
Το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου για μένα είναι ένα φεστιβάλ που κύριο στόχο του έχει, όπως αναφέρεται και στον τίτλο του, τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, στον οποίο ο ελληνικός κινηματογράφος, είχε, έχει και θα έχει την κύρια θέση. Χωρίς όμως να παραμερίζουμε και τον υπόλοιπο κινηματογράφο. Από τη μια, με νέες ταινίες, άπαιχτες στην Ελλάδα (που να μην έχουν αγοραστεί από τους διανομείς μας), και, από την άλλη, με αφιερώματα τόσο σε δημιουργούς και γενικά ανθρώπους του χώρου, όσο και θεματικά. Έτσι ώστε το φεστιβάλ να είναι ένας χώρος συνάντησης του κοινού με μια τέχνη όχι μόνο του χτες αλλά και του σήμερα, ένας χώρος γνωριμίας με την πολιτιστική κληρονομιά μας αλλά και επαφής και συζήτησης με τους ίδιους τους δημιουργούς.
Πώς θα χαρακτηρίζατε την προσπάθεια εξωστρέφειας που γίνεται τα τελευταία δέκα χρόνια στον ελληνικό κινηματογράφο;Η προσπάθεια αυτή έχει αποδώσει ευπρόσδεκτους καρπούς και ανοίξει ένα δρόμο γεμάτο από πλούσια και συναρπαστικά θέματα.
Είναι δύσκολο να περιορίσεις την αγάπη σου για ένα και μόνο σκηνοθέτη, όπως το ίδιο δύσκολο είναι και για τους ποιητές που αγαπώ. Είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που αγαπώ και ακόμη περισσότερα τα έργα τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, για ν’ αναφέρω, τουλάχιστον μερικούς, είναι οι Αλέν Ρενέ, Μικελάντζελο Αντονιόνι, Λουίς Μπουνιουέλ και Όρσον Γουέλς. Για τους ποιητές θα έλεγα, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Καβάφης από ελληνικής πλευράς και οι Τ.Σ. Έλιοτ και W.H. Auden από τους ξένους.
Το 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου διεξάγεται διαδυκτιακά στην πλατφόρμα cinesquare.net και είναι δωρεάν για όλους, έως τις 4 Δεκεμβρίου 2020.