MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
25
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝEΝΤΕΥΞΗ

Πάτι Σμιθ: Πρέπει να κάνεις πολλά βήματα για να κατακτήσεις την ελευθερία

Με αφορμή την κυκλοφορία – τον Σεπτέμβριο στην Αμερική και τώρα στην Ισπανία – του νέου της βιβλίου, «Year of the Monkey» (Η Χρονιά του Πιθήκου) η Πάτι Σμιθ μιλάει στην El País και τον Anatxu Zabalbeascoa για την πανδημία και την ελευθερία του μυαλού.

Αγγελική Βασιλάκου | 02.12.2020 Φωτογραφία εξωφύλλου: Steven Sebring

Για εκείνη την ξαφνική παρόρμηση που την έκανε να βγει στους δρόμους να τραγουδήσει το «People have the power» και να ξεσηκώσει τους Αμερικανούς να ψηφίσουν. Για αναμνήσεις και όνειρα που στοιχειώνουν τις λέξεις της, για τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ και τον Σαμ Σέπαρντ –τους δυο μεγάλους έρωτες της ζωής της· και κείνες τις ουτοπικές στιγμές με την Τζάνις Τζόπλιν, τον Μπομπ Ντύλαν και τον Ουίλιαμ Μπάροουζ. Ο τελευταίος, της αποκάλυψε το μυστικό της Τέχνης: να κρατάς καθαρό το όνομά σου.

Η Πάτι Λι Σμιθ πίστευε πάντα στη δύναμη της ποίησης, την δραστικότητα των ονείρων, το δικαίωμα να ζεις τη ζωή που θέλεις… Κι αν αναρωτηθείς πόσες Πάτι υπάρχουν, θα σου απαντήσει με έναν στίχο του Ουόλτ Ουίτμαν: «I Contain Multitudes».

PATTI SMITH is a writer, performer, and visual artist, διαβάζεις στο fb της. Ο «πιο» γειωμένος άνθρωπος στη γη, ξανάμαθε στην καραντίνα να στρώνει κάθε μέρα το κρεβάτι του, να πλένει τα πιάτα, να ταϊζει τον γάτο, να γυμνάζεται…, να κάνει δηλαδή στα 73 του χρόνια, ότι οι περισσότεροι από μας κάνουμε μια ζωή. Εκείνη όμως, έχει στο μεταξύ προλάβει να ζήσει πολλές από τις ζωές που τις αναλογούν.

Και, ταυτόχρονα, ξαναδιαβάζει τα βιβλία που αγαπάει, όπως το «Φυλαχτό» του Μπολάνιο (Εκδ. Άγρα) ή βυθίζεται στα γραπτά του Κροπότκιν –αυτή που ποτέ της δεν ενδιαφέρθηκε για τον αναρχισμό. Αλλά εκείνο που πραγματικά απολαμβάνει, κλεισμένη στο σπίτι, είναι να βλέπει ταινίες. Τελευταία είδε το Πνεύμα της Κυψέλης και Ο Λαβύρινθος του Πάνα. «Έκλαψα», λέει. «Αυτό το κορίτσι που δραπετεύει με τη φαντασία του από ένα καταθλιπτικό περιβάλλον μου θυμίζει πολύ εμένα, όταν ήμουν παιδί…».

Φωτογραφία της Πάτι Σμιθ από το παράθυρο ενός μοτέλ στο Λος Άντζελες στη διάρκεια του ταξιδιού που περιγράφει στη Χρονιά του Πιθήκου.

Όταν η Πάτι ήταν παιδί στο Νιου Τζέρσεϊ δούλευε σ’ένα εργοστάσιο ποδηλάτων. Εκεί δέχθηκε κάθε είδους ταπείνωση, μα είχε κλέψει σ’ένα ξέσπασμα επαναστατικότητας το βιβλίο του Ρεμπό «Εκλάμψεις», που έκρυβε κάτω από τη φόρμα της σαν φυλαχτό. Και το διάβαζε ξανά και ξανά, ώσπου το εργοστάσιο έκλεισε στα 19 της και με ένα λεωφορείο έφθασε στην Νέα Υόρκη όπου περιπλανήθηκε και κοιμήθηκε αρκετές νύχτες κάτω από τον προστατευτικό ίσκιο των δέντρων της πλατείας Ουάσινγκτον, ώσπου γνώρισε το 1971 τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.

Το αγόρι που την προέτρεψε να τραγουδήσει τα ποιήματά της και που μαζί του μπήκε στον κόσμο της beat και στο περιβάλλον του Άντυ Γουόρχολ κι ενός άλλου «Εργοστασίου» αυτή τη φορά. Αυτός, ο Ρόμπερτ που θα κατέληγε να μετατραπεί σε  gay icon— υπήρξε ένας από τους μεγάλους της έρωτες. Ο Σαμ Σέπαρντ ήταν ο άλλος. Και για χάρη του άντρα της, Φρεντ Σόνικ Σμιθ, πρώην κιθαρίστα των MC5, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τα εγκατέλειψε όλα και αποσύρθηκε για να τα μεγαλώσει στο Ντητρόιτ. Ο Σόνικ όμως πέθανε και για να τα «αναθρέψει», η Σμιθ ξαναγύρισε στη σκηνή. Στα 44 της χρόνια. Στα 55 έγραψε την ιστορία που «χρωστούσε» στον Ρόμπερτ. Το βιβλίο για τα χρόνια και τη σχέση με τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ με τίτλο «Just Kids» («Πάτι και Ρόμπερτ», στην ελληνική έκδοση του Κέδρου) που τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο ΗΠΑ το 2010, 21 χρόνια αφότου εκείνος πέθανε από Aids.

Ακολούθησε το «M Train» (πάλι εκδ. «Κέδρος» και καταπληκτική μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά) ένας οδικός χάρτης της ζωής της με τον Σόνικ από όπου δεν λείπουν τα ταξίδια, οι αστυνομικές σειρές, η λογοτεχνία και η απόλαυση του καφέ. Με δυο λόγια, σε 30 χρόνια, ανάμεσα σε Μαραθώνιες τουρνέ ανά τον κόσμο, η Πάτι Σμιθ έγραψε 18 βιβλία-καλειδοσκόπια μιας ποιητικής ζωής, βουτηγμένης στην Ομορφιά και των Αστερισμό των Αγίων της, αγαπημένων νεκρών και αγαπημένων συγγραφέων.

Τελευταίο στη σειρά, το «Year of the Monkey» όπου η Πάτι μνημονεύει δύο άλλους άντρες που συνδέθηκαν μαζί της και έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή: τον παραγωγό και μάνατζερ των Blue Oyster Cult, Σάντι Πέρλμαν και τον διάσημο θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Σαμ Σέπαρντ… Η ίδια αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, στο μεταξύ ο Μπάιντεν έχει βγει πρόεδρος των ΗΠΑ, και εκείνη φοράει πάντα αντρικά ρούχα και έχει πάντα την ελευθερία και τη σοφία να αρκείται στα λίγα. Τούτη τη συνέντευξη όμως, τη συνοδεύει με έναν καφέ σκέτο με λίγη κανέλα…

Η Πάτι με τον Σόνικ τον Μάρτιο του 1988, φωτογραφία του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.

Πρόσφατα τραγουδήσατε το «People Have The Power» στους δρόμους της Νέας Υόρκης προτρέποντας τους Αμερικανούς να πάνε να ψηφίσουν. Το 2016 γράψατε ότι όσοι σιώπησαν κέρδισαν τις εκλογές. Τώρα, σ’αυτές ποιος κέρδισε;

Το ότι τόσοι άνθρωποι έκαναν χρήση της φωνής τους στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ επιβεβαιώνει ότι τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Γιατί: «Οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη / Τη δύναμη να ονειρεύεσαι, να εξουσιάζεις να παλεύεις για τον κόσμο ενάντια στους ανόητους».

Η αγάπη –στους συντρόφους σας, τον σκύλο σας ή τη μνήμη των γονιών σας – καθορίζει τη γραφή σας. Ανεβαίνει κανείς οργισμένος στη σκηνή για να αποφορτίσει το συναίσθημα;

Δύσκολα δείχνεις την αγάπη σου αν δεν βγάλεις τον θυμό σου. Η οργή είναι συνήθως απόρροια της αναζήτησης της αλήθειας, γι’αυτό οι άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους. Αυτή την αλήθεια δηλώνει η μουσική μου.

Μεταξύ εκείνων που αγαπάτε συγκαταλέγεται ο σκύλος σας ο Bambi και ο δραματουργός Σαμ Σέπαρντ.

Δυο εξίσου αγαπημένα μου πλάσματα. Ο Bambi προτίμησε να τον πατήσει αυτοκίνητο όταν πηγαίναμε να τον δώσουμε για υιοθεσία γιατί η αδελφή μου, η μικρή ήταν αλλεργική. Του αγόρασα φαγητό και τον έβγαλα βόλτα. Όλη τη μέρα παίζαμε στα μέρη που υπήρξαμε ευτυχισμένοι. Μετά έπεσε στις ρόδες του αυτοκινήτου εκείνου που επρόκειτο να τον υιοθετήσει. Ο Σαμ κι εγώ είχαμε έναν πολύ ισχυρό δεσμό. Πάντα μπορούσα να βασίζομαι σε εκείνον. Στο τέλος, όταν πια προσβλήθηκε από ELA [αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση] ήμουν πλάι του. Μια μέρα στην κουζίνα πίναμε καφέ. Του έφτιαξα ένα σάντουιτς και μου είπε: «Πάτι Λι, έχουμε γίνει σαν το έργο του Μπέκετ». Πάντα με φώναζε και με το δεύτερο όνομα μου. Μόνο η μητέρα μου το έκανε αυτό, ο Τζόνι Ντεπ και εκείνος.

Πώς θα ορίζατε τον εαυτό σας σαν καλλιτέχνη;

Ακολούθησα απλά τη συμβουλή του Ουίλιαμ Μπάροουζ, κράτησα το όνομα μου καθαρό αλλά δεν κράτησα τα προσχήματα.

Με τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ ήμασταν δυο αδελφές ψυχές στη δίνη ενός μυητικού ταξιδιού. Παίρναμε τα χρωματιστά μολύβια μας και τα χαρτιά μας και αρχίζαμε να ζωγραφίζουμε σαν άγρια, πρωτόγονα παιδιά μέσα στη νύχτα, ώσπου πέφταμε εξουθενωμένοι στο κρεβάτι

Ωστόσο, σας καταλόγισαν όταν ήσασταν ζευγάρι με τον Μέιπλθορπ, μια μερίδα τουλάχιστον του τύπου, πώς ήσασταν λεσβία.

Με την ίδια λογική με κατέκριναν και οι φεμινίστριες όταν μετακόμισα με τον άντρα μου στο Ντητρόιτ για να φροντίσω τα παιδιά μου. Πρέπει να κάνεις πολλά βήματα για να κατακτήσεις την ελευθερία. Κρίνεσαι για κάθε σου απόφαση. Κάποιοι άνθρωποι προκειμένου να βρουν τον εαυτό τους, θαρρούν πως πρέπει κάπου να ανήκουν, π.χ. σε μια ομάδα… Αυτό δεν είναι αλήθεια, πρέπει να ψάξεις βαθιά μέσα σου να δεις ποιος είσαι. Και η μητρότητα δεν με καταπίεσε. Για μένα η έννοια της θυσίας είναι μέρος της ανθρώπινης εξέλιξης. Η ζωή που σώζεις, μπορεί να είναι η δικιά σου.

Ήταν θυσία ο έρωτάς σας για τον Μέιπλθορπ;

Ούτε κατά διάνοια. Στα είκοσί μας και στο αποκορύφωμα μιας μποέμικης ζωής είχαμε μια ερωτική σχέση. Στα χρόνια της αθωότητας ποτέ δεν μου περνούσε από το μυαλό πώς διερευνούσε τις άγνωστες πτυχές της σεξουαλικότητάς του. Ήμασταν δυο αδελφές ψυχές στη δίνη ενός μυητικού ταξιδιού. Παίρναμε τα χρωματιστά μολύβια μας και τα χαρτιά μας και αρχίζαμε να ζωγραφίζουμε σαν άγρια, πρωτόγονα παιδιά μέσα στη νύχτα, ώσπου πέφταμε εξουθενωμένοι στο κρεβάτι. Ξαπλώναμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, αμήχανοι ακόμα αλλά ευτυχισμένοι, ανταλλάσσοντας ξέπνοα φιλιά μέσα στον ύπνο μας. Κι όταν εκείνος τόλμησε να θίξει κάποια ζητήματα, βρεθήκαμε άοπλοι προ μεγάλων θεμάτων. Ήμασταν και οι δυο πολύ νέοι. Και επειδή, κανείς δεν ξέρει την αλήθεια για τις μέρες μας και για τις νύχτες μας, όταν έφευγε, ανέθεσε σε εμένα να σας την πω.

Είναι σοκαριστικό ένας τόσο ρηξικέλευθος άνθρωπος να επιβάλλει στον εαυτό του τέτοια καταπίεση.

Σοκαριστικό ακούγεται σήμερα. Το 1968, το να κρύβεις την ομοφυλοφιλία σου ήταν ο κανόνας. Οι νέοι άνδρες κατέληγαν στο ψυχιατρείο για αυτό. Θεωρείτο στίγμα. Και εκείνος ήθελε να γίνει καλλιτέχνης και να διαφυλάξει τη σχέση μας. Και ήμασταν άπειροι.

Ήσασταν άπειροι, μα ήταν ξεκάθαρο πως η αγάπη σας ήταν υπεράνω όλων.

Πιστεύαμε σε μας, ζούσαμε ο ένας για τον άλλον. Κι όταν κάποιος σου έχει μια τέτοια εμπιστοσύνη, αυτό κρατάει μια ολόκληρη ζωή. Αφού ακόμα και σήμερα, σε μια στιγμή αδυναμίας, αναπολώ εκείνη την εποχή και χαμογελάω. Μπορεί κανείς να ανατρέχει στις αναμνήσεις να παίρνει δύναμη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑFreddie Mercury: 29 χρόνια από την αναχώρηση του Great Pretender12.09.2018

Ζείτε εξίσου στο κεφάλι σας, όσο και στην πραγματικότητα;

Ζω στο παρελθόν και στο παρόν. Στο κεφάλι μου και στο δρόμο. Καμιά φορά είναι επώδυνο να κοιτάς πίσω. Έχω τόσες απώλειες: τον άντρα μου, τον Ρόμπερτ, τον Σαμ, τους γονείς μου, τον αδελφό μου, τον σκύλο μου… Κι άλλοτε μια φωτογραφία ή ένα βιβλίο τους ανακαλεί στο παρόν. Με τη φαντασία ταξιδεύεις στο γνωστό αλλά και στο άγνωστο. Έχει αυτή τη δυναμική. Κρίμα που δεν την αξιοποιούμε.

Γνωρίσατε τον Μέιπλθορπ όταν μετακομίσατε στη Νέα Υόρκη στα 19 σας χρόνια.

Δούλευα σ’ ένα εργοστάσιο ποδηλάτων που έκλεισε. Έψαχνα δουλειά. Ήρθα άφραγκη, αλλά ήξερα ότι υπάρχουν πολλά εστιατόρια, όλο και κάτι θα έβρισκα. Βρήκα ένα πόστο σ’ένα βιβλιοπωλείο, αλλά αναγκάστηκα να κοιμηθώ μια βδομάδα στο δρόμο γιατί δεν είχα εγγύηση να νοικιάσω δωμάτιο. Εμένα η ανέχεια δεν με τρομάζει. Είμαι εξοικειωμένη.

Πεινάσατε ως παιδί;

Έμαθα τι εστί πείνα και να μην με παίρνει από κάτω γιατί κάποια μέρα θα ξανάρθει το φαΐ στο τραπέζι. Το να αντιμετωπίζω δυσκολίες δεν είναι για μένα πολύπλοκο όπως για κάποιον άλλον. Αντέχω. Και επιπλέον, ήμουν ρομαντική. Σκεφτείτε τον Βαν Γκονγκ. Πίστευε πως η ζωή του καλλιτέχνη απαιτεί θυσίες.

Ο Μόρισον συνδύαζε την ποίηση με το rock and roll, αυτός όμως που πραγματικά μου έδειξε το δρόμο ήταν ο Μπομπ Ντύλαν, απλά γιατί δοκίμασε τα πάντα. Μου φαινόταν σαν τον Πικάσο: ποτέ δεν έπαψε να αλλάζει.

Και νιώθατε ότι το να περνάτε πείνες ήταν το πρώτο βήμα;

Ήμουν παιδί τότε, αλλά η θυσία όντως σε δυναμώνει. Ο Ρόμπερτ προερχόταν από μεσοαστική οικογένεια, εκείνος δεν άντεχε την ανέχεια.

Μιλάτε για σας «ως το κακό κορίτσι που ήθελε να το παίξει καλό» και για τον Μέιπλθορπ ως «το καλό αγόρι που το έπαιζε κακός».

Εγώ ήμουν πιο βγαλμένη στη ζωή. Και είχα μάθει να τα βγάζω πέρα, όχι τίποτε σοβαρό: έκλεβα ας πούμε κάτι φαγώσιμο και μετά γινόμουν καπνός. Για τον Ρόμπερτ αυτό ήταν αδιανόητο. Ήταν έξυπνος, ταλαντούχος…, το καμάρι της οικογένειας. Εκείνος όμως ήθελε άλλα πράγματα. Γι’αυτό το έπαιζε κακό παιδί, για να αποστασιοποιηθεί από τις προσδοκίες τους.

Το να είσαι καλός δεν θεωρείται καλό στην τέχνη;

Μιμούμαστε συνήθως καταραμένες μορφές της Βίβλου. Εγώ είχα μια έντονη θρησκευτική εκπαίδευση. Έμαθα ότι το να είσαι καλή εξαρτάται από την ικανότητά σου να θυσιαστείς για έναν υπέρτατο σκοπό. Αλλά ήξερα επίσης ότι ποτέ δεν θα γινόμουν αγία.

Οι γονείς σας ήταν μάρτυρες του Ιεχωβά;

Η μητέρα μου. Ο πατέρας μου απλά μελετούσε τη Βίβλο. Τη θεωρούσε υψηλή λογοτεχνία, κι αυτό μου το μετέδωσε.

Στα 19 σας χρόνια αποκτήσατε ένα γιο και τον δώσατε για υιοθεσία. Τον ξανά είδατε από τότε;

Μπορώ να απαντήσω κατ’ ιδίαν;

Φυσικά, αλλά ρώτησα γιατί στο βιβλίο γράφετε ότι δεν περνάει μήτε μέρα που να μην τον σκέφτεστε.

Τον βρήκα. Μου είπε ότι θέλει να είναι μέρος της οικογένειας αλλά όχι κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας. Απαντά αυτό στην ερώτησή σας;

Κάτι ακόμα: μήπως προτιμάτε να μη θίξουμε αυτό το θέμα;

Χρησιμοποιείστε την πληροφορία όπως εσείς νομίζετε ότι θα είναι πιο ωφέλιμο για όλους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑRosa Bonheur: Το έργο της σπουδαίας ζωγράφου έρχεται ξανά στο φως12.09.2018

Ανάμεσα στα είδωλά σας αναφέρετε και τον Τζιμ Μόρισον, τον τραγουδιστή των The Doors.

Ο Μόρισον συνδύαζε την ποίηση με το rock and roll, αυτός όμως που πραγματικά μου έδειξε το δρόμο ήταν ο Μπομπ Ντύλαν, απλά γιατί δοκίμασε τα πάντα. Μου φαινόταν σαν τον Πικάσο: ποτέ δεν έπαψε να αλλάζει. Κι όταν το μοντέλο σου είναι κάποιος που αλλάζει διαρκώς, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: πρέπει να βρεις τον δρόμο σου με διάφορους τρόπους.

Γι’ αυτό τα χάσατε όταν τραγουδούσατε το “A Hard ­Rain’s A-Gonna Fall” στην απονομή του βραβείου Νόμπελ;

Ήταν ταπεινωτικό. Η ορχήστρα έπαιζε, οι βασιλείς με κοίταζαν, η κάμερα εστίαζε πάνω μου, με έπιασε πανικός. Ποτέ δεν τα είχα χάσει πάνω στη σκηνή, το τρομερό όμως είναι αυτό που επακολούθησε: δέχθηκα έναν καταιγισμό μηνυμάτων. Το λάθος έκανε την ερμηνεία μου πιο ανθρώπινη. Οι στιγμές που εξηγούν τον τρωτό μας χαρακτήρα είναι αυτές που δεν έρχονται. Και πήρα ένα μάθημα: ο κόσμος συγχωρεί ένα λάθος έστω και δημόσια αν πεις ξεκάθαρα αυτό που σου συνέβη.

Συσχετίζετε την τέχνη με την τόλμη.

Ο Μπάροουζ έλεγε: Ο καλλιτέχνης βλέπει αυτό που δεν βλέπουν οι άλλοι. Ο Ρόμπερτ ήθελε να κάνει αυτό που δεν είχε κάνει κανείς. Η τέχνη αγγίζει κατά πολύ αυτό οι άλλοι ονομάζουν Θεό. Σαν καλλιτέχνης γυρεύω την αποκάλυψη. Για μένα η τέχνη είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης.

“Η τέχνη αγγίζει πολύ αυτό οι άλλοι ονομάζουν Θεό. Σαν καλλιτέχνης γυρεύω την αποκάλυψη. Για μένα η τέχνη είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης”.

Και εσείς;

Εγώ θέλω να καταφέρω αυτό που δεν έχω ξαναδεί. Η τέχνη αγγίζει κατά πολύ αυτό οι άλλοι ονομάζουν Θεό. Σαν καλλιτέχνης γυρεύω την αποκάλυψη. Για μένα η τέχνη είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης.

Προτιμάτε τους καλλιτέχνες που αλλάζουν τον κόσμο ή εκείνους που τον καθρεφτίζουν;

Θα ήθελα η τέχνη να με οδηγήσει πέραν του σημείου στο οποίο βρίσκομαι. Δεν διαβάζω συνήθως no ficción, εκτός κι αν μελετώ κάτι, γιατί θεωρώ ότι μόνο η μυθοπλασία έχει περιθώριο για αυτοσχεδιασμό και για το απρόοπτο. Το ίδιο μου συμβαίνει και στη μουσική. Προτιμώ ν’ακούω τον Κολτρέιν και κάθε φορά να μου φαίνεται διαφορετικός. Με αρέσει αυτό που συνεχώς εξελίσσεται και όχι εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο.

Εσείς τι αλλάξατε σαν καλλιτέχνης;

Έχω μια μπάντα και είμαι γυναίκα. Κατάφερα να γράψω ποίηση και να την τραγουδήσω πάνω στη σκηνή μετατρέποντάς τη σε ροκ. Οι μόνες αρχές που έχω είναι η ηθική. Όταν έγραψα το Just kids ήθελα να κάνω ένα τίμιο βιβλίο. Ότι γράφει είναι αλήθεια. Όχι μόνο ως προς τι έκανε ο Ρόμπερτ [Μέιπλθορπ] ή τη σχέση μας. Αλλά ακόμη και για το παραμικρό στοιχείο στα βιβλιοπωλεία ή ακόμα και την αξία ενός χοτ ντογκ. Δεν είναι αποκύημα της φαντασίας μου: όντως έτσι έγιναν. Αλλά εκτός του βιβλίου, που μου ζήτησε ο Ρόμπερτ, μένω πιστή στη δική μου αναζήτηση, όχι στα γεγονότα.

Το Chelsea Hotel υπήρξε το πανεπιστήμιο σας;

Δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, αλλά εκεί είχα καθηγητή τον Ουίλιαμ Μπάροουζ ή τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, τα μεγαλύτερα μυαλά εκείνου του καιρού, στο διπλανό δωμάτιο.

Ποτέ δεν είχα εξαρτήσεις. Μεγάλωσα με μια μάνα που κάπνιζε δυο πακέτα τη μέρα κι όταν δεν είχε λεφτά για τσιγάρα την έβλεπα να κλαίει από τα νεύρα της. Αποφάσισα να μην εξαρτώμαι από τίποτε που, εν τη απουσία του, θα με έκανε να αισθανθώ έτσι.

Μικρή ήσασταν αδηφάγος αναγνώστρια. Πώς και δεν συνεχίσατε σπουδές;

Μπήκα στο πανεπιστήμιο, αλλά έπρεπε να δουλέψω στο εργοστάσιο. Δεν ήμουν τόσο καλή ώστε να πετύχω μια υποτροφία. Δεν κατάφερνα να συγκεντρωθώ σε κάτι που δεν μου άρεσε. Η μητέρα μου ήταν σερβιτόρα και ο πατέρας μου εργάτης. Αλλά δεν είχαν προκαταλήψεις. Κι αυτό τους έκανε ενδιαφέροντες. Τσακώνονταν συνέχεια. Τις περισσότερες φορές για χρήματα. Έμειναν όμως μαζί, όχι για τα παιδιά, αλλά γιατί μαζί γελούσανε.

Συνηθίζει κανείς την ανέχεια;

Είναι ένα είδους ρομαντισμού και μια πραγματικότητα. Εγώ δεν χρειάζομαι πολλά πράγματα. Τις προάλλες ήμουν με την κόρη μου και μου ζήτησαν ένα αυτόγραφο. Φορούσα το ίδιο ριγέ μπλουζάκι που είχα στη φωτογραφία του βιβλίου το 1972. Η κόρη μου είπε: Κοίτα, δεν άλλαξες καθόλου.

Έτσι είναι;

Πιστεύω στην εξέλιξη, μα βλέπω ότι οι εκκεντρικότητές μου παραμένουν ίδιες.

Ακόμη φοράτε ρούχα από δεύτερο χέρι;

Ψωνίζω ελάχιστα. Έχω ακόμη τα πουκάμισα που φορούσα πριν 30 χρόνια και μια φίλη μου μου ράβει τα σακάκια. Γενικά προτιμώ τα αντρικά ρούχα.

Όταν είχατε σχέση με τον Μέιπλθορπ, εσείς φορούσατε γραβάτα κι εκείνος παντελόνι λαμέ.

Ναι του άρεσε να τραβά την προσοχή. Εμένα τα αντρικά ρούχα μου φαίνονται πιο άνετα, σου επιτρέπουν να κινείσαι. Το ελάχιστο που ζητάω από ένα ρούχο είναι να μην με περιορίζει.

Ακόμη κι όταν ζούσατε περιστοιχισμένη από τα ναρκωτικά των φίλων σας, μιλούσατε για τον καφέ ως τη μόνη σας εξάρτηση.

Ποτέ δεν είχα εξαρτήσεις. Μεγάλωσα με μια μάνα που κάπνιζε δυο πακέτα τη μέρα κι όταν δεν είχε λεφτά για τσιγάρα την έβλεπα να κλαίει από τα νεύρα της. Αποφάσισα να μην εξαρτώμαι από τίποτε που, εν τη απουσία του, θα με έκανε να αισθανθώ έτσι. Επιπλέον, ήμουν φιλάσθενη. Είχα φυματίωση και η μητέρα μου έδωσε μάχη για να με κρατήσει στη ζωή. Δεν θα πήγαινα στη Νέα Υόρκη να τα πετάξω όλα στο καλάθι των αχρήστων! Έπειτα είδα φίλους να πεθαίνουν. Η Τζάνις Τζόπλιν ήταν λίγο μεγαλύτερή μου και πέθανε από υπερβολική δόση. Μπορεί να είμαι ρομαντική με το θέμα της πείνας και της τέχνης, αλλά δεν υπήρξα ποτέ με τον πρόωρο θάνατο. Είμαι 73 ετών, και ελπίζω να φτάσω ως τα 93.

Ο Νερβάλ έγραψε: “Τα όνειρα είναι μια δεύτερη ζωή”. Αυτό είναι για σας τα βιβλία σας;

Είμαι ένα άτομο αθεράπευτα ονειροπόλο. Αφού καμιά φορά βλέπω ένα στούντιο στη Νέα Υόρκη που με τρελαίνει. Δεν μπορώ να το αποκτήσω, ονειρεύομαι όμως ότι κάποια ηλικιωμένη μου το προσφέρει γιατί δεν το χρειάζεται πλέον. Και αυτή η σκέψη με κάνει να νιώθω καλά. Είναι αυτό που λέει ο Στήβενσον: είμαστε δύο. Ο ένας περπατάει στο δρόμο κι ο άλλος στον ύπνο του.

Στα βιβλία σας αφηγείστε τα πάντα, εκτός από τα οικογενειακά προβλήματα. Δεν υπήρξαν;

Φυσικά. Όταν πέθανε ο άνδρας μου τα παιδιά μου ήταν 6 και 12 ετών. Είχα πολλές απώλειες, αλλά δεν ξεχνώ ούτε στιγμή τα βάσανα των άλλων. Όταν ήμουν νέα το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω καλλιτέχνης. Δεν καιγόμουν να αποκτήσω οικογένεια, να κάνω παιδιά. Αλλά απέκτησα κι ακολούθησα ένα δρόμο που μου έσωσε τη ζωή.

Πάντα ήσασταν ελεύθερη;

Ναι. Το σκεφτόμουν αυτό στην πανδημία: δεν έπαψα να νιώθω ελεύθερη ούτε ένα δευτερόλεπτο, παρότι ήμουν περιορισμένη. Πιστεύω ότι είναι ένα προνόμιο που αποκτά κανείς όταν αφιερώνει τη ζωή του στο να μην ενοχλεί τους άλλους και κάνει αυτό που του επιτρέπει να γίνει καλύτερο άτομο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑRosa Bonheur: Το έργο της σπουδαίας ζωγράφου έρχεται ξανά στο φως12.09.2018

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Με στοιχεία από δημοσιεύματα της El País, New York Times, Bomb, Rolling Stone & των βιβλίων της Πάτι Σμιθ: Just Kids, M Train,  Year of the Monkey.

Περισσότερα από Βιβλία