Πατάς το play· κι αυτό φτάνει. Είσαι ήδη σε θεατρική συνθήκη. Κι ας βρίσκεσαι στο γραφείο σου, μπροστά στον υπολογιστή. Πόσα καινούργια πράγματα κουβαλάει αυτή η εποχή για το θέατρο, αναρωτιέσαι… Με τη διαφορά ότι αυτό είναι παλιό: Όσο παλιό, άλλο τόσο καινούργιο. Ή τέλος πάντων, ξαναβιωμένο. Ακούς θέατρο.
Το θέατρο του ήχουRadio, audio, ηχητικό αρχείο, ραδιόφωνο podcast αλλά πάντως θέατρο. ‘Ήδη όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί στρέφονται σε τούτο το εργαλείο (σίγουρα θ’ ακολουθήσουν δεκάδες άλλοι ) και, στ’ αλήθεια, το βρίσκεις απολύτως λογικό. Μοιάζει να είναι το μοναδικό μέσο τόσο κοντά στις μεγάλες αξίες του θεάτρου.
Play λοιπόν. Στο πρώτο έργο που έχει ανεβάσει η ραδιοφωνική πλατφόρμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. ‘Οχι τόσο για την πρωτιά – εξάλλου το πρώτο audio έργο “ανέβηκε” επίσης δωρεάν από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου με τίτλο «Αυτοί που κοιτούν» – αλλά γιατί σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καταλειφός.
Κι ήταν αυτός που σε δημόσιο βήμα, στις μέρες του πρώτου lockdown είχε προτείνει την αναβίωση της θεατρικής εμπλοκής στο ραδιόφωνο. Άρα, η πρωτιά τρόπον τινά, τον δικαιώνει. Πρώτη ακούς την φωνή του Καταλειφού, μετά την σαξοφωνική εισαγωγή του συνθέτη Δημήτρη Τσάκα που καλεί την μνήμη του παλιομοδίτικου αστυνομικού νουάρ με μια νεοϋρκέζικη αίγλη. Ας είναι. Η ατμόσφαιρα έχει χτιστεί σε δευτερόλεπτα.
«Οι Κορυδαλλοί της πλατείας Αμερικής», το διήγημα του Φίλιππου Φιλίππου, ξεκινάει όπως κάθε έργο αστυνομικής λογοτεχνίας που σέβεται τον εαυτό του: Μ’ ένα έγκλημα. Για την ακρίβεια, με ένα διπλό φονικό. Θύματα δύο γυναίκες. Ο ήχος από την σειρήνα του περιπολικού, τα νεκρά σώματα που φορτώνονται στο ασθενοφόρο, ο δημοσιογραφικός όχλος που έχει φτάσει για να καλύψει το γεγονός. Ο Δημήτρης Καταλειφός αφηγητής μα κι ερμηνευτής του κεντρικού ρόλου, του Τηλέμαχου Λεοντάρη, ενός ρομαντικού δημοσιογράφου που δουλεύει για την εφημερίδα «Εποχή» στήνει το κάδρο: Άνοιξη στα βάθη της Πατησίων, στις απαξιωμένες γειτονιές των φτωχοδιάβολων, των μεταναστών, των ιδεολόγων και των εναπομείναντων αυτοχθόνων που ηλικιωμένοι πια περιμένουν την στερνή τους ώρα σε κάποιο διαμέρισμα της Κυψέλης.
Το θύμα – για την ακρίβεια, το ένα από τα δύο θύματα – υπήρξε η γοητευτική γειτόνισσα και συνάμα ένα τρυφερό φλερτ του ευαίσθητου δημοσιογράφου, που τώρα ορκίζεται να αποκαλύψει τα ίχνη του «φονιά». Ποιος σκότωσε την καλλιεργημένη Μάρθα που διατηρούσε ένα ημι-υπόγειο ραφτάδικο στην Κυψέλη;
Παιχνίδι με τις φωνέςΟρκίζομαι πως φέρνω στο νου μου τα πρόσωπα των ηθοποιών – του Καταλειφού, της Καλλιμάνη, του Νταλιάνη, του Ήμελλου, τηςΑϊδίνη, της Κρούσκα, του Τσορτέκη – να μορφάζουν καθώς προφέρουν τα λόγια των ηρώων τους. Τους έχω τοποθετήσει από ώρα, μέσα σε μια μεσοπολεμική, μαύρη από τα καυσαέρια, πολυκατοικία της πολυ-πολιτισμικής Μηθύμνης, πίσω από το αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης. Τους βλέπω να πηγαίνουν λαϊκή στην Φυλής, να βλέπουν σινεμά στο «Ίλιον», να τρώνε εκμέκ στο ζαχαροπλαστείο της «Χαράς», να τα πίνουν (κάποιοι από αυτούς) στα κωλάδικα της Αχαρνών.
Έχουν ζωντανέψει την πόλη στ’ αυτιά μου ή την έχουν φέρει στα μάτια μου; Το θέατρο που παίζεται στο κεφάλι μου, τροφοδοτείται από την ακοή μου. Τι ωραία διαδρομή κάνουν οι σκέψεις· κι έχουν κι αυτό το σέξι τζαζ σάουντρακ του Τσάκα (γνωστού κι από το Dimitris Tsakas Quartet)· ό,τι πρέπει για να τονώσει την εξέλιξη της αστυνομικής πλοκής.
Τα τιτιβίσματα των πουλιών, ο ήχος του ρολογιού, του κουδουνιού της πόρτας, τα πλήκτρα του υπολογιστή – όλοι αυτοί οι ήχοι στο πίσω μέρος της ηχογράφησης – γίνονται ξαφνικά μαρτυρίες ύπαρξης αυτών των χαρακτήρων εκτός από το αποτύπωμα των φωνών τους. Γιατί, εξάλλου, τι συνιστά το θέατρο; Αφήγηση, ήχος, σώμα. Εδώ, το τελευταίο παίρνει σχήμα με την “ευθύνη” του ακροατή.
Σκέφτομαι, πως όσοι έχουμε εμπειρίες από το παλιό ή το αρχειακό ραδιοφωνικό θέατρο είμαστε κάπως τυχεροί. Με νοσταλγία πλησιάζουμε αυτήν την ευκαιρία για να ξαναβρούμε κάτι από την παιδική ανάμνηση – την τόσο συνυφασμένη με την αφηγηματική διαδικασία. Οι υπόλοιποι έρχονται παρθένοι να γνωρίσουν την καινούργια δυνατότητα που ανοίγεται λίγο πιο έξω από τα αυτιά τους. ‘Ολοι, πάντως, μέλλει να συναντηθούμε στο χώρο όπου ο μύθος μεγαλώνει, αποκτά εικόνες, μεγεθύνεται χωρίς όρια. Ο καθένας μας, στη φαντασία του θα σκηνοθετήσει ένα δικό του έργο, με αθώους και ενόχους. Στις αστυνομικές ιστορίες οι δεύτεροι, συνήθως, συλλαμβάνονται. Η φαντασία, πάλι, όχι.