Την «Στέγη» την ξέρω απ’ την κοιλιά της μάνας της. Μια και κάθομαι τρεις δρόμους πιο πίσω. Την ξέρω από τότε που έβλεπα να σκάβουν, και να σκάβουν, και να σκάβουν στο οικόπεδο της Συγγρού. Την παρακολούθησα να ψηλώνει, να στολίζεται, να ομορφαίνει κι απ’ το τέλος του 2010 ν’ ανοίγει τις πόρτες της. Τις διάβηκα πολλές, πάρα πολλές φορές ως δημοσιογράφος του Πολιτιστικού στα -τότε…- «Νέα» μέχρι το 2012, ως totetartokoudouni.blogspot.com έκτοτε. Και τι δεν είδα εκεί…
Τώρα, μου είπε η Στέλλα Χαραμή να γράψω, μαζί μ’ άλλους εννιά συναδέλφους, για τις πέντε πιο δυνατές εμπειρίες μου στην Στέγη η οποία μόλις -7 Δεκεμβρίου- έκλεισε τα δέκα της. Άρχισα, λοιπόν, να «ξεφυλλίζω» totetartokoudouni.blogspot.com, όπου καταγράφω τις εντυπώσεις μου, και να σημειώνω… Και «οι πιο δυνατές εμπειρίες» μου βγήκαν 26! Τελικά, έσκυψα το κεφάλι και «παραμέρισα» με σπαραγμό πολλά χιλιοαγαπημένα για να διαλέξω πέντε πρόσωπα που καταύγασαν, κατά τη γνώμη μου, τη σκηνή της Στέγης:
- Τον Μεγάλο Ποιητή της Σκηνής, τον Καναδό σκηνοθέτη-συγγραφέα-ηθοποιό Ρομπέρ Λεπάζ, που δυο φορές, τον Οκτώβριο του 2011 με την «Αθέατη πλευρά της σελήνης» (2000) και τον Οκτώβριο του 2017 με το «887» (2015) με καθήλωσε πλέκοντας, απόλυτα λιτά αλλά, κατά βάθος, πολύπλοκα, με σκελετό τις μνήμες του, το παρελθόν του με την ιστορία.
- Τον δικό μας αλλά διεθνή, πλέον, σκηνοθέτη-χορογράφο-εικαστικό Δημήτρη Παπαϊωάννου που με βύθισε στον συγκλονιστικό, μπεκετικό, απεγνωσμένο κόσμο του, τον Μάιο του 2014, με το σισυφικό «Still Life», και τον Ιούνιο του 2017, με τον «Μεγάλο δαμαστή», ένα ρέκβιεμ γι αυτούς που χάθηκαν επειδή ήταν διαφορετικοί…
- Τον Νοτιοαφρικανό καλλιτέχνη Μπρετ Μπέιλι για την ανεπανάληπτη, στο πλαίσιο του Fast Forward Festival 3, τον Μάιο του 2016, ωμή έκθεση-περφόρμανς-γροθιά «Exhibit B» γύρω από τις αγριότητες που διέπραξαν στην Αφρική οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες.
- Το σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά για τις δυο εξαιρετικά ευφυείς και ευφάνταστες προτάσεις του πάνω σε δυο δύσκολα αλλά ενδιαφέροντα νεοελληνικά κείμενα: «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη, τον Οκτώβριο του 2013, και, κυρίως, «Rob» του Ευθύμη Φιλίππου, τον Ιανουάριο του 2018.
- Τον Νοτιοαφρικανό καλλιτέχνη Γουίλιαμ Κέντριτζ για το συναρπαστικό ντανταϊστικό σύμπαν της περφόρμανς «Refuse the Hour» τον Νοέμβριο του 2012.
- Τον σκηνοθέτη-ηθοποιό Άρη Μπινιάρη για τις εξαίσιες «Βάκχες» του: Aνέβασε (Μάρτιος 2018) την τραγωδία του Ευριπίδη ως ροκ ορατόριο ψιλοκεντώντας την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ελληνική παράσταση του έργου από το ’70.
Αν, υποθετικά, κάποιος μου ζητούσε να διαλέξω τις εμπειρίες πολιτισμού της ζωής μου, στην κορυφή της λίστας θα σκαρφάλωναν, ακαριαία, δύο τίτλοι: Το «Exhibit B» (2016) του Μπρετ Μπέιλι και το «Far side of the moon» (2011) του Ρομπέρ Λεπάζ. Τότε δεν θα ήταν ανάγκη να εξηγήσω με καλλιτεχνικούς όρους τη σύνδεση μου με αυτές τις δύο δημιουργίες. Θα έπρεπε να αναλύσω το ψυχικό σοκ που μπορεί να προκαλέσει ένα έργο τέχνης αντανακλώντας μερικά από τα πιο αποτρόπαια στιγμιότυπα της ανθρώπινης ιστορίας, από την μια. Και να εξηγήσω τον τρόπο που το ανθρώπινο πένθος γεννά mega εικονοκλαστική ποίηση και συγκίνηση, από την άλλη. Υπό αυτήν την έννοια, η Στέγη (που εξασφάλισε τις δύο παραπάνω παραγωγές) είναι ταυτισμένη με κάποια από τα πολυτιμότερα υλικά, ικανά να σμιλέψουν ατομικές συνειδήσεις – και πιθανώς γι’ αυτό να της χρωστώ μια κάποια ευγνωμοσύνη.
Μετά από αυτά, το κάδρο μικραίνει – όσο μπορεί να μικρύνει ένα κάδρο στο μέγεθος της Στέγης που μετασχημάτισε άρδην και παντοιοτρόπως το ελληνικό πολιτιστικό τοπίο – και να συμπεριλάβει σπουδαίο παραστασιακό υλικό.
- Εδώ, η φόρτιση διαφοροποιείται και μπορώ πια να μιλήσω για το χορευτικό φαινόμενο του Άκραμ Καν που ακούμπησε στη σκηνή την μυρωδιάτων πάτριων χωμάτων με μια εξαίσια λυτρωτική τρυφερότητα στο «Desh» (2012).
- Για τον απόλυτο ορισμό του πολιτικού θεάτρου σε δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές: Ο Ζοέλ Πομερά που έφερε μοναδικά το ιστορικό επίτευγμα και το ιστορικό τραύμα της Γαλλικής Επανάστασης στο εδώ και τώρα του θεάτρου και της δημοκρατίας με το «Όλα θα πάνε καλά, το τέλος του Λουδοβίκου» (2017).
- Και ο Κριστιάν Λούπα, αυτή η βιβλική μορφή της ευρωπαϊκής σκηνής, που δοκίμασε να διαστείλει το θεατρικό χρόνο και να κατασκευάσει έναν υποβλητικό θεατρικό χώρο κι εκεί να χωρέσει την καφκική «Δίκη» (2019), εντοπίζοντας την στα σύγχρονα απολυταρχικά καθεστώτα.
+ Ξεδιάντροπα θα “κλέψω” την πεντάδα αφού μοιάζει αδύνατον να λείψουν οι Έλληνες από μια ρετροσπεκτίβα δεκαετίας.
- Ειδικά όταν αυτοί είναι ο διεθνής Δημήτρης Παπαϊωάννου, βαθιά υπαρξιακός στο πρώτο μεγάλης εικαστικής πνοής έργο του (στη νέα φάση της διαδρομής του) το «Still life» (2014), ο αμείλικτα τέλειος «Άμλετ» (2015) του Γιάννη Χουβαρδά και η σαρωτική ποιητική αθωότητα των «Ορνίθων» (2016) του Νίκου Καραθάνου που έδρεψε δάφνες από την Επίδαυρο έως τη Νέα Υόρκη και τη Χιλή.