Οι σιδεριές στην πρόσοψη του Εθνικού Θεάτρου στην Πανεπιστημίου είναι κατεβασμένες. Κατεβασμένα ρολά – πως το λένε. Όμως, όσο μπαίνει το απόγευμα η κίνηση αυξάνεται στο εσωτερικό του ισογείου του Rex. Τεχνικοί του θεάτρου και συντελεστές της «Στέλλας με τα κόκκινα γάντια» κυκλοφορούν στην πλατεία και στα παρασκήνια. Οξύμωρο που τόση σκηνική ζωή θα εκτονωθεί μόνον σε ένα προγραμματισμένο live streaming τις επόμενες ημέρες.
Κι ας εκτιμά ο Γιάννος Περλέγκας πως είναι η σημαντικότερη στιγμή του ως σκηνοθέτης. Κι ας αποκαθιστά, τρόπον τινά, το πρωτότυπο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, έχοντας δουλέψει με τα χαμένα χειρόγραφα του. Κι ας προλέγει πως «τύφλα να ‘χει η Μερκούρη μπροστά στην Εύη Σαουλίδου» που υποδύεται την θρυλική Στέλλα.
Δυστυχώς, όλα αυτά μοιάζουν ψιλά γράμματα σε μια εποχή ισοπεδωτική – μεταξύ άλλων προς την τέχνη και τους ανθρώπους της. «Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει θέατρο πριν την επόμενη χρονιά. Παροπλίζομαι και παροπλιζόμαστε» λέει με έκδηλη απογοήτευση ο Γιάννος Περλέγκας.
Φύση πολιτική από κούνια, με διαρκή θέληση να την μεταγγίζει και μέσα από την καλλιτεχνική του ιδιότητα, ο Περλέγκας μοιράζεται τους φόβους του για την ιστορική χοάνη στην οποία έχει μπει η ανθρωπότητα όπου η συνύπαρξη και η ελεύθερη έκφραση διώκονται. Ήδη, ακρωτηριασμένος ως δημιουργός κάνει μια προβολή στο μέλλον όπου η τέχνη θα απωθείται ως σενάριο επιβίωσης και θα λειτουργεί, ακόμα πιο έντονα, ως χόμπι. Αλλά όπως αναρωτιέται και ο ίδιος «πώς μπορείς να υπάρχεις με τόσους συμβιβασμούς;».
Τα θέατρα παραμένουν κλειστά για το κοινό αλλά εδώ μέσα αναπτύσσεται μιαν άλλη ζωή – με τις πρόβες λόγου χάρη της «Στέλλας». Τι είδους συναισθήματα κυοφορείς αυτόν τον καιρό;Ανάμεικτα. Από τη μια, νιώθω πως «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» είναι η πιο ώριμη δουλειά που έχω κάνει, μ’ έναν ευλογημένο θίασο, με τον οποίο έχουμε μοιραστεί απίστευτα πράγματα. Αλλά από την άλλη, υπάρχει η πίκρα πως δεν πρόκειται να συναντηθεί με το κοινό· δεν θα συναντηθεί ο αέρας που αναπνέουμε στη σκηνή με τον αέρα που θα αναπνέει το κοινό μας. Είναι πολύ δραματική αυτή η διαπίστωση καθώς γι’ αυτό είναι πλασμένο το θέατρο.
Μισός. Όπως λέει και ο αγαπημένος μου Παπαβασιλείου «βάζουμε το 50% και το κοινό βάζει το άλλο 50%». Στο θέατρο η σιωπή του κοινού σου δίνει την εντολή να την καλύψεις με τα λόγια σου. Επομένως, αυτή η δημιουργική σιωπή και η σιωπή που φέρνει κάθε φορά το κοινό – γιατί υπάρχει μια σταθερή υπόσχεση – μέλλει να γεμίσει με συναισθήματα. Και τώρα, όλο αυτό το πράγμα είναι ανεπίδοτο. Δεν θέλω να διανοηθώ ότι η παράσταση μας για το Εθνικό δεν θα μπορέσει να βρει τον πραγματικό της προορισμό.
Πώς στέκεσαι απέναντι στο φαινόμενο του streaming, μέσα από το οποίο εκτονώνεται η θεατρική τέχνη;Είμαι μισός χωρίς το κοινό μου
Όπως όλα δείχνουν, η μοναδική φορά που θα δείξουμε την προσπάθεια μας θα είναι μέσω της διαδικασίας του streaming αυτό το Σάββατο. Μια διαδικασία που δεν ξέρω, δεν προλαβαίνω να μάθω και δεν θέλω να μάθω. Ακόμα κι αν ήθελα, δηλαδή, θα χρειαζόμουν άλλο τόσο χρόνο προβών καθώς η παράσταση έχει στηθεί για να παιχτεί από σκηνής, ζωντανά. Όμως, από τη στιγμή, που δεν μπορώ να ελέγξω τη μαγνητοσκόπηση είμαι καχύποπτος σε αυτό. Είμαι πολύ βέβαιος για την παράσταση που έχουμε ετοιμάσει, μα την ίδια ώρα είμαι πολύ φοβισμένος για το νέο μέσο αφήγησης που επιβάλλεται και το αποτέλεσμα του θα προκύψει χωρίς το δικό μου έλεγχο.
Αν πέρυσι σου έλεγε κάποιος ότι ένα χρόνο μετά θα βρισκόμασταν σε μια τέτοια δυστοπική συνθήκη και θα μιλούσαμε για ένα θέατρο μέσω πλατφόρμας, πώς θα αντιδρούσες;Θα έβριζα! Και σίγουρα θα υπενθύμιζα το απευθυντικό της δουλειάς μας. Βεβαίως, επειδή είμαι άνθρωπος της επιβίωσης και του μεροκάματου – κι εφόσον είχα καταφέρει να εξασφαλίσω τα δεδομένα που θα μου παρείχαν ένα ευπρόσωπο streaming αποτέλεσμα, θα προχωρούσα. Αυτή τη στιγμή, όλοι εμείς στην παράσταση, είμαστε απολύτως εξαρτημένοι από τον παράγοντα της επιβίωσης.
Έχουμε αντιληφθεί το έργο σαν μια μετεμφυλιακή τοιχογραφία παρά σαν μια αμιγώς ερωτική ιστορία. Μιλάμε για ήρωες κατειλλημένους από το άγχος της επιβίωσης κατά την περίοδο μετά τον Εμφύλιο. Και νομίζω ότι μπορούμε να το συγκρίνουμε με το προπολεμικό (κατά την γνώμη μου) άγχος που ζούμε τώρα.
Αποκωδικοποίησε μου την έννοια του προπολεμικού άγχους.Μα δεν είναι σαν κάτι προπολεμικό αυτό που ζούμε; Μακάρι να διαψευστώ, μα έτσι νιώθω. Μιλώντας και ως ένας ηθοποιός που έχω την απερίγραπτη τύχη να δουλεύω από το καλοκαίρι, φτάνω ν’ ανήκω στο 1% των συναδέλφων μου που εργάζονται οι οποίοι – στην συνείδηση μου – θυμίζουν δοσιλόγους της Κατοχής. Βεβαίως, όταν αναλογίζομαι ότι πρέπει να επιβιώσω μου φεύγουν αυτές οι ενοχές· αλλά και πάλι αισθάνομαι πως είμαστε σαν τους ηθοποιούς του Εθνικού το ’40 ή λίγο πιο πριν που υπήρχαν τα κοινωνικά φρονήματα και μόνο εκείνοι είχαν δουλειά. Τέτοιες μνήμες μου ξυπνούν.
Εντάξει, αυτές είναι οι δικές μου ενοχές. Είναι η ευθύνη του ότι δεν είμαι μόνος μου και ανήκω σε έναν κλάδο – ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, πάντα περνούσε δύσκολα. Αλλά η πανδημία έχει εκθέσει περισσότερο τις παθογένειες μας οπότε εκδηλώνεται κι ανανεώνεται μια επιθετικότητα για το «ποιοι δουλεύουν και ποιοι δεν δουλεύουν».
Μα δεν είναι σαν κάτι προπολεμικό αυτό που ζούμε; Μακάρι να διαψευστώ, μα έτσι νιώθω
Με την έννοια ότι διαπραγματευόμαστε εκ νέου τόσα πράγματα, εργασιακές κατακτήσεις, ατομικές ελευθερίες, ναι σαφώς. Εξ αφορμής της παράστασης θα πω το εξής: Η Στέλλα είναι το έργο των φιλιών, έχει πολύ ωραίες σκηνές φιλιών. Φιλιά δεν υπάρχουν ούτε με ούτε χωρίς μάσκα. Συνεπώς, κληθήκαμε να δώσουμε την απάντηση τι σημαίνει η ατομική ευθύνη του υπάρχω και συνυπάρχω μέσα από την υγειονομική -πολιτική ντιρεκτίβα – δεν είμαι σίγουρος τι από τα δύο – της απόστασης.
Υπό αυτές τις ιστορικές συνθήκες τι είδους βάρος πέφτει στον ανήσυχο καλλιτέχνη να κάνει;H δουλειά του ηθοποιού είναι να περάσει μια περιπέτεια, να μην κάνει οικονομία δυνάμεων στα δεινά του ήρωα του, να μην θυσιάσει στο βωμό μιας εμπορικής συνθήκης στην συνάντηση του με αυτό που τον καλεί να ζήσει ο συγγραφέας. Ακόμα περισσότερο τώρα. Συχνά νιώθω πως οι ηθοποιοί στο βωμό της εμπορικής σύμβασης είναι περισσότερο υπόλογοι σ’ αυτήν, παρά στα όσα κάθε συγγραφέας μας καλεί να βιώσουμε.
Η Στέλλα πληρώνει το τίμημα της ανελευθερίας της εποχής της με μεγάλο κόστος. Η Στέλλα της ταινίας είναι, εξ ορισμού, μια ελεύθερη φύση, επαναστάτρια και femme fatale στα πρότυπα των χολυγουντιανών ταινιών. Όμως, η Στέλλα του έργου – έτσι όπως αποκαλύφθηκε από τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στα χέρια μου χάρη στην κόρη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Κατερίνα – αποκαλύπτεται ένα κορίτσι υπόλογο στη μικροαστική αποκατάσταση που χρειαζόταν μια κοπέλα της Αθήνας του ’50. Με πολύ κόπο την αρνείται και η άρνηση της είναι μια σπασμωδική κίνηση αυτοκαταστροφής. Κι αυτό μ’ έναν τρόπο τη συνδέει και μ’ εμάς αφού οι έννοιες της αποκατάστασης και του συμβιβασμού μας αφορούν μετασχηματισμένα αλλά εξίσου τραγικά.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έζησε τη φρίκη του φασισμού. Πώς παραλαμβάνεις αυτό το αίσθημα μέσα από το έργο του;Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις που συνάντησα στα χειρόγραφα του. Εκεί υπάρχει μια ολόκληρη σκηνή (η οποία κόπηκε στην ταινία) και αναφέρεται στο ότι ο Μίλτος ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Συνεπώς, δεν είναι μια απλή γυναικοκτονία ο φόνος της Στέλλας – οι ήρωες είναι επιβαρυμένοι με ένα σωρό πράγματα τα οποία έχουν παρακαμφθεί. Αναβιώνουμε ένα σκηνικό όπου η Aθήνα έχει περάσει από τον Εμφύλιο κι αρχίζει και μετασχηματίζεται σ’ ένα τέρας. Στο τέρας όπου οι αυλές χάνονται, οι πολυκατοικίες και η αντιπαροχή ζώνουν τα πάντα αρχίζει ένα ξεπούλημα και μια εκπόρνευση. Η ιστορία της Στέλλας και όλων των ηρώων είναι η ιστορία μιας κοινωνικής εκπόρνευσης. Κι επειδή ενστικτωδώς την αντιλαμβάνεται, σκοτώνεται ενάντια σ’ αυτήν.
Μόλις έδωσες δύο σημαντικούς νοηματικούς πυλώνες που διαπραγματεύεσαι σκηνοθετικά. Είναι έννοιες με τις οποίες συνδιαλλέγεσαι κι εσύ σήμερα;Αναγκαστικά συνδιαλλέγομαι με την έννοια του βολέματος, του συμβιβασμού, της καλλιτεχνικής και της εργασιακής μου εκπόρνευσης
Συνεχώς και αναγκαστικά. Αναγκαστικά συνδιαλλέγομαι με την έννοια του βολέματος, του συμβιβασμού, της καλλιτεχνικής και της εργασιακής μου εκπόρνευσης.
Βλέποντας τη μεγαλύτερη εικόνα, πιστεύεις ότι αυτό το πανδημικό σοκ θα εργαλειοποιηθεί διαφορετικά από τις εξουσίες εις βάρος των ανθρώπων;Να σου πω την αλήθεια, ήδη νιώθω να συμβαίνει αυτό που περιγράφεις. Το ζήτημα είναι να μην περιπέσουμε περισσότερο στη σιωπή. Οι άνθρωποι είμαστε επιρρεπείς να σωπαίνουμε, να καταπίνουμε, να λουφάζουμε. Σήμερα, μοιάζει σαν να έχει επιβληθεί με εργαλείο τον υγειονομικό φόβο μια πιο εντατική άσκηση αυτής της σιωπής. Είναι μια ύστατη ευκαιρία να πάψουμε να σιωπούμε.
Επουδενί δεν θα πω ότι ο ιός είναι μια κατασκευή. Και ούτε ανήκω σε κάποιο αντιεμβολιαστικό κίνημα. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο άνθρωπος αντιμετωπιζόταν και πριν ως αρρώστια και τώρα αυτό έχει προχωρήσει στην ανάγνωση της ανθρώπινης συνύπαρξης. Θεωρείται αρρώστια η ανθρώπινη συνύπαρξη. Εννοείται, λοιπόν, πως υπάρχει ο ιός. Αλλά όταν το ποδόσφαιρο, τα φιλιά στην τηλεόραση και στο σινεμά επιτρέπονται, μα δεν επιτρέπονται στο θέατρο κάτι σημαίνει. Σημαίνει πως δεν επιτρέπεται η έκφραση. Γι’ αυτό διερωτώμαι αν όλα αυτά συμβαίνουν για υγειονομικούς ή άλλους λόγους.
Το διακύβευμα θεωρείς πως είναι η ελεύθερη έκφραση;Ε, ναι.
Τι πιστεύεις ότι σημαίνει ο πολιτισμός για το ελληνικό κράτος;Τίποτα.
Και γι’ αυτήν την κυβέρνηση;Και πάλι τίποτα. Ή έστω ένα χόμπι. Αλλά εδώ φτάνουμε εμείς οι ηθοποιοί: Ν’ αντιλαμβανόμαστε την δουλειά μας ως χόμπι. Δεχόμαστε συγκεκριμένες εργασιακές συνθήκες, λειτουργούμε ως χομπίστες και δίνουμε το δικαίωμα. Θυμίζω τη φοβερή φράση του Βασίλη Παπαβασιλείου που λέει ότι «οι ηθοποιοί προτιμούν να πληρώνονται σε δόξα παρά σε χρήμα». Αυτή η αντίληψη καλλιεργείται από τους ανθρώπους του χώρου – κι εδώ πρέπει να ξεκινήσει η άλλη μεγάλη συζήτηση για το πόσο έχει ανοίξει η ελεύθερη θεατρική έκφραση στην Ελλάδα, πόσοι ηθοποιοί, παραστάσεις, θέατρα, σχολές υπάρχουν. Από την μια, λοιπόν, έχουμε μερικούς ανθρώπους που φοβούνται να μιλήσουν για τα εργασιακά τους δικαιώματα κι από την άλλη έχουμε μια κυβέρνηση που τους σπρώχνει να γίνουν ακόμα πιο χομπίστες από ότι οι ίδιοι έχουν αποδεχτεί.
Το καλοκαίρι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σας επισκέφθηκε στην πρόβα των «Περσών» με υποσχέσεις. Αν συνέβαινε αυτό στη δική σου πρόβα τι θα είχες να του πεις;Καταρχάς θα έβαζα όλο το κυβερνητικό κλιμάκιο να παρακολουθήσει ένα πέρασμα του έργου και θα τους εφιστούσα την προσοχή στα σημεία εκείνα του έργου που σχολιάζουν την αστυνομοκρατία της εποχής.
Σε φοβίζει η αστυνομοκρατία της δικής μας εποχής;Σε βαθμό που νομίζω ότι όλοι οι αστυνομικοί εκεί έξω για μένα. Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει.
Συμμαχείς με την αντίσταση σε όσα συμβαίνουν;Σήμερα, μοιάζει σαν να έχει επιβληθεί με εργαλείο τον υγειονομικό φόβο μια πιο εντατική άσκηση της σιωπής. Είναι μια ύστατη ευκαιρία να πάψουμε να σιωπούμε.
Ναι, η αντίσταση μου είναι απαραίτητο συστατικό. Αλλά μπορεί να γίνει μια δικαιολογία για να αποσύρομαι από το μαζί και την συνύπαρξη. Το στοιχείο της ανυποταξίας, της αντίδρασης – που ναι, το έχω – είναι κάτι που συνάμα με έχει εμποδίσει. Μου έχει κοστίσει αφενός σε επίπεδο παρουσίας σε θεσμικά πλαίσια όπως επίσης μου έχει στερήσει την μεγαλύτερη εμπλοκή στο καλλιτεχνικό την οποία επιζητώ και κυνηγάω. Γι’ αυτήν καίγομαι και πονάω. Οπότε, καμιά φορά, η ανυποταξία μου είναι μια πάρα πολύ καλή δικαιολογία για να εγκαταλείψω την καλλιτεχνική μου προσπάθεια. Eίναι δίκοπο μαχαίρι.
Θα εγκατέλειπες πραγματικά την καλλιτεχνική σου προσπάθεια;Αν φτάσουμε πια να γίνουμε πλήρως οθόνες – και όπως όλα δείχνουν αυτό πάνε να μας κάνουν – ναι, μπορεί να την εγκατέλειπα. Και, μάλιστα, χωρίς κόστος αφού σου λένε «μην υπάρχεις άλλο σε αυτό που κάνεις». Πώς μπορείς να υπάρχεις με τόσους συμβιβασμούς;
Η μεγαλύτερη κληρονομιά που μου άφησε η μητέρα μου είναι 20.000 βιβλία. Ο πλούτος όσων κάνω συνομιλεί συνέχεια με εκείνο που μπορώ να καταφύγω. Από το μαζί του θεάτρου συνεχώς επιστρέφω στις αναγνώσεις μου ή από εκεί ξεκινάω γιατί έχω να μάθω. Ευτυχώς, έχω και τη μουσική – η οποία, αυτή τη στιγμή, έχει ακόμα χειρότερη μοίρα. Έχω χάσει την απεύθυνση και στη μουσική μου δραστηριότητα. Αν, ωστόσο, φτάσουν τα πράγματα στο θέατρο να γίνουν τόσο ζοφερά, έχω ακόμα και το προπύργιο της μουσικής για ένα μεροκάματο. Αν, πάλι, χαθεί κι αυτό ίσως χρειαστεί να προσαρμόσω τον εαυτό μου σε πιο μοναχικές καταστάσεις και να απολέσω την ανάγκη της συνύπαρξης. Δεν ξέρω…
Είσαι απαισιόδοξος;Θεωρώ ότι, μ’ έναν τρόπο, είναι αισιόδοξα αυτά που λέω. Τα λέω παρατηρητικά, είμαι πιο προσαρμόσιμος σε αυτά, λιγότερο μεμψίμοιρος. Δεν παύω να πιστεύω στις συναντήσεις κι αυτό είναι ελπιδοφόρο.
Τους καημούς σου τους τραγουδάς;Αρχίζω και αποκαθιστώ την σχέση μου με το πιάνο. Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήρθε μέσα από το πιάνο, αλλά επειδή συνδυάστηκε με μια μορφή επιβολής της μητέρας μου κι επειδή συνιστά μια πιο μοναχική σχέση με τη μουσική, στράφηκα στα ρεμπέτικα. Κάθομαι, λοιπόν, ξανά στο πιάνο μετά από 22 χρόνια όπου δεν παίζω πια κλασική μουσική – παρά μόνο ρεμπέτικα.
Δηλαδή, με τι ζεσταίνεις τα δάχτυλα σου;Με το «Γλέντα, μην αργοπορείς» του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο έχουμε βάλει και στην παράσταση.
Πόσο ρεμπέτης είσαι;Ο πολιτισμός δεν σημαίνει τίποτα για το ελληνικό κράτος
Είμαι ζυμωμένος με αυτά τα τραγούδια από μωρό παιδί. Και είναι η πρώτη φορά που αυτή μου η ιδιότητα συνυπάρχει με κάτι που κάνω στο θέατρο.
Τι δηλώνουν τα ρεμπέτικα για τον ψυχισμό σου;Όσο περνάει ο καιρός ωριμάζει το κοίταγμα μου πάνω σ’ αυτά τα τραγούδια. Νιώθω πως οι άνθρωποι αυτοί εννοούσαν ότι έλεγαν. Τα τραγούδια αυτά έχουν μια αδιανόητη σχέση με την κυριολεξία. Όταν λένε «πονάω» εννοούν «πονάω» – χωρίς να κλαίνε όπως έκαναν μεταγενέστερα τραγούδια. Τα λόγια, οι ενορχηστρώσεις, οι εκτελέσεις με συγκινούν για την κυριολεξία και την ακρίβεια τους. Δεν είναι γενικός ο νταλκάς, ο πόνος ή το μεράκι. Γι’ αυτό και είναι ανεξάντλητη η δεξαμένη αυτών των τραγουδιών. Είναι παιδιά ανθρώπων που είχαν ανάγκη να πουν κάτι αλήθεια. Ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και ο Παπαϊωάννου είναι ιδιοφυείς σκηνοθέτες ιστοριών που της έγραψαν, την έντυσαν μουσικά και τις τραγούδησαν. Αυτή η αλήθεια δεν παύει να με συγκινεί, δεν σταματάει το δέος μου απέναντι τους – πέραν του ότι άκουγα αυτά τα τραγούδια και λόγω του πατέρα μου.
Ποιο τραγούδι σου θυμίζει τον πατέρα σου;Υπάρχει ένα τραγούδι, το τελευταίο που βάλαμε στην παράσταση, το τραγούδι του φόνου, το «Για σε μεθώ κάθε βραδιά». Καθορίζει πολύ τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι το ρεμπέτικο και είναι ένα τραγούδι που θυμάμαι πολύ έντονα από τον πατέρα μου.
Είσαι βαπτισμένος σε πολλά χάρη στους γονείς σου, τον Τίμο Περλέγκα και την Αριστούλα Ελληνούδη. Η στάση σου στα πράγματα είναι και μια δικαίωση των αγώνων τους;Δεν ξέρω αν την δικαιώνει αλλά σίγουρα συνδιαλλέγεται με αυτήν. Η ανατροφή μου έχει περάσει από το στάδιο του θαυμασμού μα και της αμφισβήτησης. Έχω χάσει και τους δύο γονείς μου και στην ανάμνηση τους γέρνω ξανά προς τη μεριά της τιμητικής αναφοράς. Συνάμα, εξακολουθώ να συνδιαλλέγομαι και με την γκρίνια της εποχής που βίωσαν. Κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο την βίωσε η μητέρα μου σφραγίστηκε με μια δραματικότητα· αλλά καλό είναι – για να μπορέσει κανείς να ζήσει την δική του ζωή – ν’ απαλλαγεί από την δραματική θεώρηση των πραγμάτων. Να θυμάται ότι δεν χρειάζεται να βιώσει το ίδιο δραματικά τα πράγματα, να τα κοιτάξει με ένα κριτικό μάτι.
Πώς βιώνεις τώρα τα πράγματα; Είσαι γκρινιάρης;Αφόρητα γκρινιάρης. Όμως, προσπαθώ να γίνω πιο πολύ παρατηρητής, παρά εμπλεκόμενος.
Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, θα παρουσιαστεί σε live streaming από το Θέατρο Rex Σκηνή – «Ελένη Παπαδάκη», το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου στις 20:30.
Εισιτήρια: €8