Λουίζ Μπουρζουά: Ανατρέποντας την Τέχνη του 20ου αιώνα
Σαν σήμερα, 25 Δεκεμβρίου του 1911, γεννιέται στο Παρίσι η Λουίζ Μπουρζουά.
Όσα ξέρουμε για τη Λουίζ Μπουρζουά μας στοιχειώνουν. Οι αράχνες, 30 μέτρα πάνω από το κεφάλι μας μπροστά στο Guggenheim του Μπιλμπάο, τη γκαλερί Tate, την πλατεία Ροκφέλερ (ΝΥ), την Αβάνα, τη Σεούλ… Τα «Γυναικεία Σπίτια», τα «Κελιά», «Η καταστροφή του πατέρα», «Η Αντιπαράθεση» – σύμβολα του πατέρα και της μητέρας, αντίστοιχα και της γυναικείας σεξουαλικότητας, του πόνου, της βίας και μιας τραυματικής ηλικίας που… ξόρκιζε με την τέχνη. Δείτε διαδικτυακά μερικά σχέδια της στην έκθεση της γκαλερί Hauser & Wirth: Louise Bourgeois: Drawings 1947 – 2007.
«Γεννήθηκα τη μέρα των Χριστουγέννων. Ήμουν το δώρο που δεν ήθελε κανείς», θα πει αναφερόμενη στο ότι γεννήθηκε κορίτσι. Μεγάλωσε στο Σουαζί, σ’ ένα τεράστιο βλοσυρό σπίτι, όπου 8 χρονών μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση, επιδιόρθωνε ταπισερί ξεκινώντας από χαμηλά, ζωγραφίζοντας πόδια. Πόδια αλόγων, αυλικών κι ευγενών. Στα γεωμετρικά αυτά μοτίβα που έμειναν γνωστά ως αρ ντεκό κυριαρχούσαν δύο στοιχεία: η χάρη και η κομψότητα.
Και, μετά το οικογενειακό γεύμα, υποτίθεται ότι ακολουθούσε διασκέδαση, κάποιο τραγούδι, ένα κομμάτι στο πιάνο. Ο πατέρας έλεγε αστεία που, συνήθως, είχαν στόχο εκείνη…
«Διάλεγε ένα ωραίο ζουμερό μανταρίνι, ζωγράφιζε πάνω του μια γυναικεία φιγούρα, τη χάραζε απαλά με το κοπίδι κι έπειτα αργά, επιδεικτικά, τη ξεφλούδιζε ξεκινώντας από το κεφάλι και τα στήθη. Σταματούσε στον αφαλό, κρατώντας την προσεκτικά από τα πόδια με τους αντίχειρες, την ξεκολλούσε τελείως και τη γύριζε ανάποδα για να αποκαλύψει μια γυναίκα με πέος, φωνάζοντας: Α! Η κόρη μου, η Λουίζ! Υποτίθεται ότι ήταν αστείο, αλλά εμένα με σόκαρε… Και μετά, παγιδεύτηκα ανάμεσά τους, ανάμεσα στα δύο πλάσματα που αγαπούσα περισσότερο». Αναφέρεται, στις ερωτικές ατασθαλίες του πατέρα της και στη σιωπηρή αποδοχή της μητέρας. «Όταν η μητέρα μου αρρώστησε, περνούσαμε τον χειμώνα στη νότια Γαλλία με μια Αγγλίδα γκουβερνάντα. Το όνομά της ήταν Σάντυ. Υποτίθεται ότι θα μας μάθαινε αγγλικά, βρισκόταν όμως εκεί αποκλειστικά για τον πατέρα μου. Και έμενε σπίτι μας. Καθόταν, μάλιστα, δίπλα του στο αυτοκίνητο, μπροστά. Η μαμά κι εγώ καθόμασταν πίσω. Τη μίσησα! Με πρόδωσαν κι αυτή και ο πατέρας μου, κι ένιωσα εγκατάλειψη, ζήλια και ταπείνωση…».
Μιλάμε τώρα για μια εποχή τέτοιου πουριτανισμού που η μητέρα της έκοβε τους φαλλούς απ’ τις ταπισερί με το ψαλιδάκι για αν μην προσβληθεί η υψηλή πελατεία. Αλλά δεν τους πέταγε, τους φύλαγε. Ίσως εκεί να οφείλονται τόσοι φαλλοί στο έργο της Μπουρζουά, σ’ αυτή τη δήθεν αυστηρότητα… Ίσως έτσι γεννήθηκε η παρακάτω φωτογραφία.
Η φωτογράφιση της Louise Bourgeois από τον Mapplethorpe προοριζόταν για τον κατάλογο της αναδρομικής της έκθεσης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1982. Εκείνη ήταν πεπεισμένη πως η φωτογράφιση θα ήταν καταστροφή, αν δεν πήγαινε προετοιμασμένη. Πήρε μαζί της ένα δικό της γλυπτό, σε σχήμα φαλλού με τον τίτλο Fillette, 1968, (κοριτσάκι, στα γαλλικά), σίγουρη πως θα «ήταν άνετα, κρατώντας και κουνώντας το». O Mapplethorpe σχολίασε: δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ο εαυτός της!
Δεν έπεσε έξω, η Μπουρζουά ήξερε πάντα τι ήθελε. «Για να είσαι καλλιτέχνης» έλεγε, «χρειάζεται να μπορείς να ζεις σ’ έναν κόσμο σιωπής».
Και η Μπουρζουά έζησε πολλές τέτοιες περιόδους…
Όπως όταν πέθανε η μητέρα της και η δεκαοχτάχρονη Λουίζ πήγε στη Σορβόνη να σπουδάσει Γεωμετρία και Φιλοσοφία ελπίζοντας να βάλει τάξη και λογική στη ζωή της και να «μαθητεύσει» πλάι στα πιο ανήσυχα μυαλά της εποχής της τον Ντυσάν, τον Μαξ Έρνστ, τον Μπρετόν και τον Λεζέ. Ο τελευταίος, την πείθει να στραφεί στη γλυπτική. Τους κάνει τον διερμηνέα με τα λίγα αγγλικά που ξέρει και αναλαμβάνει να τους βρίσκει μοντέλα. «Όλες τους σχεδόν έκαναν πεζοδρόμιο με πρόσωπα άσπρα σαν κιμωλία, χείλια κόκκινα σαν αίμα και πορτοκαλί μαλλιά. Ακόμη πιο περίεργη όμως ήταν η εμμονή τους με την καθαριότητα. Φαίνεται ότι όσο πιο ελεύθερος είναι κανείς, τόσο πιο καθαρός είναι». Σπουδάζει Ιστορία Τέχνης στο Λούβρο, όπου γνωρίζει έναν από τους σημαντικότερους ιστορικούς της τέχνης και μετέπειτα σύζυγό της, τον Αμερικανό Ρόμπερτ Γκολντγουότερ. Είναι 27 χρονών όταν φθάνουν ζευγάρι πια στη Νέα Υόρκη. Και ο ουρανός τη συναρπάζει.
«Έχεις κοιτάξει ποτέ τον ουρανό; Είναι καταγάλανος, το φως λευκό κι ο άνεμος δυνατός. Κάτω από τέτοιο ουρανό δεν υπάρχει αμαρτία…»
Θα έλεγε κανείς ότι ανοίγεται μπροστά της ένα απέραντο πεδίο ελευθερίας και πειραματισμού. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Σύζυγος ενός άντρα με κύρος και μητέρα τριών αγοριών, δουλεύοντας ακατάπαυστα η Μπουρζουά μέσα σε 37 χρόνια κάνει μόλις 8 εκθέσεις όπου (διόλου παράξενο) κυριαρχούν οι γυναίκες-σπίτια, γυναικείες φιγούρες με σπίτια αντί για κεφάλι, από τα παράθυρα των οποίων ανεμίζουν σαν φτερά, ξέπλεκα μακριά μαλλιά, και γυναίκες-μινιόν σαν μεκανό, ενώ οι άντρες του σπιτιού απεικονίζονται σαν αφρικανικά τοτέμ-φαλλοί.
Μόνο μετά τον θάνατο του Ρόμπερτ, το 1976 η Λουίζ θα αρχίσει να βρίσκει τον πραγματικό εαυτό της. «Ίσως γιατί πλάι στον Ρόμπερτ έβλεπα ότι το παιχνίδι (της τέχνης) παιζόταν μεταξύ κάποιων ισχυρών και πλούσιων γυναικών, όπου φυσικά είχαν πέραση οι νέοι και αδέσμευτοι άντρες. Τώρα οι όροι αντιστράφηκαν, οι καλλιτέχνες που θεωρούνται «ιν» είναι νεότεροι και μεγαλύτερες γυναίκες».
Έτσι το 1974, επιστρέφει μέσα από τα έργα της στο βλοσυρό σπίτι του Σουαζύ, το μέρος που μεγάλωσε. Και ξεκινάει η σειρά με τις Κυψέλες, όπου το σπίτι γίνεται κελί με μια λαιμητόμο να καραδοκεί από πάνω του. Σ’ ένα από αυτά φιγουράρουν μερικά φίνα μπουκάλια γαλλικού αρώματος κι ένα ζευγάρι μαρμάρινων χεριών που προσεύχεται. Της μητέρας της… Κι αυτό, όπως κι όλες οι αράχνες αντιπροσωπεύουν την προστατευτική φιγούρα της ανυφάντρας μητέρας.
Αντίθετα, αντιστρέφοντας τον μύθο του Σισύφου στο έργο η «Καταστροφή του πατέρα» βάζει τα παιδιά του να τον κατασπαράζουν… Ρεβάνς ή όχι, στην τέχνη η Λουίζ Μπουρζουά έσπασε όλα τα καλούπια και τους κανόνες και τράβηξε πολύ μπροστά…
Γιατί όπως έλεγε:
«Μαθαίνεις από τον εαυτό σου, όχι από τους άλλους. Η γνώση είναι το μυστικό σου, το μόνο που έχεις. Και κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει».