MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Με ποιο έργο Τέχνης συνδεθήκατε το 2020;

Όχι μόνο εμείς. Και οι καλλιτέχνες βρήκαν παρηγοριά στην τέχνη στο δυσοίωνο 2020. Κάποιοι από αυτούς ξεχωρίζουν εκείνο το έργο που ταυτίστηκε μέσα τους με αυτή την παράξενη χρονιά.

author-image Στέλλα Χαραμή

Ο σκηνοθέτης Πρόδρομος Τσινικόρης επιλέγει την προβολή μιας νεόκοπης θεατρικής παράστασης

«Τώρα μπορείτε επιτέλους να απλωθείτε στα καθίσματα, να βολευτείτε, να βγάλετε και τα παπούτσια σας αν θέλετε».

Με αυτήν την γλυκόπικρη προτροπή προς το ολιγομελές, λόγω συνθηκών, κοινό ξεκινάει στο Θέατρο του Μαξίμ Γκόρκι στο Βερολίνο η τελευταία παράσταση της Γιαέλ Ρόνεν, η οποία αποτελεί ίσως και την πρώτη επί σκηνής εξέταση του θέματος του κορονοϊού και της πανδημίας Covid-19.

Για 80 λεπτά ο θίασος, αντλώντας από προσωπικές εμπειρίες, μας μιλάει για τις αβεβαιότητες που γέννησε ο εγκλεισμός, τους τρόπους αντιμετώπισης των κοινών μας, πλέον, εμπειριών και για το θάνατο αγαπημένων προσώπων.

Κι ενώ το θέμα από μόνο του για πολλoύς μπορεί να μη φαντάζει ελκυστικό, η επεξεργασία του γίνεται με τόση ειλικρίνεια, ζεστασιά και ενίοτε χιούμορ, που καθιστούν την σκηνική πράξη ως την πλέον απαραίτητη γενναιόδωρη χειρονομία για τις μέρες που ζούμε.

Σπάνια παρακολουθεί κάποιος ένα έργο τέχνης που μιλάει τόσο πετυχημένα για την εύθραυστη πραγματικότητά γύρω μας και το γεγονός ότι εδώ πρόκειται για μια θεατρική παράσταση, μας υπενθυμίζει όχι μόνο τη σπουδαιότητά του συγκεκριμένου αυτού καλλιτεχνικού είδους, αλλά και την αναγκαιότητα για επιστροφή στις αίθουσες και στην αίσθηση μιας κοινότητας.

  • Το live stream της παράστασης θα είναι πάλι διαθέσιμο τον Ιανουάριο του 2021 με εισιτήριο των 3 και 5 ευρώ.
  • Στην ίδια κατεύθυνση θα πρότεινα και το ντοκιμαντέρ «Dick Johnson is dead» της Kirsten Johnson

Ο συγγραφέας Μισέλ Φάις επιλέγει ολόκληρη την εργογραφία του Κάφκα

Πέρασα και τα δύο κύματα αυτοπεριορισμού, εγκλεισμού, περιστολής επικοινωνίας, προσδιορίστε κατά βούληση αυτό το διάστημα, συντροφιά με τον βιρτουόζο, τον μετρ, τον εμπειρογνώμονα του είδους: τον Φραντς Κάφκα. Όταν κοιμάσαι και ξυπνάς με τον Τσεχοεβραίο σχεδόν όλα ξεφλουδίζονται, γυμνώνονται, βρίσκεις κόκκαλο.

Αυτό όμως επέδρασε πάνω μου και ομοιοπαθητικά. Καθώς βίωσα όλο αυτό το συλλογικό και δυσοίωνο μη-μου-άπτου μέσα από το καφκικό κάτοπτρο: Άλλοτε, δηλαδή, ως έλλογο εφιάλτη κι άλλοτε ως μεταφυσική φάρσα. Στην αρχή έδειχνε τυχαίο. Στην πορεία αποδείχτηκε πως μόνο τυχαίο δεν είναι.

Κοντολογίς, σ’ αυτό το ελέω Covid-19 εσώκλειστο δεκάμηνο, διάβασα και ξαναδιάβασα όλο το έργο του συγγραφέα του «Πύργου». Αυτή τη φορά, όμως, η ανάγνωση έδρεψε καρπούς βιβλίου. Καθώς ο συγγραφέας κατά βάθος είναι ένας δόλιος αναγνώστης. Διαβάζει για να γράψει. Ούτε για να απολαύσει, ούτε για να ταξιδέψει, ούτε για να μοιραστεί. Αλλά για να ξαναγράψει πάνω στα γραμμένα. Να καθρεφτιστεί, να αυτολησμονηθεί, να αποσυντεθεί μέσα από έτερα κείμενα.

Φυσικά τον εγκλωβισμένο της Πράγας τον διαβάζω από τα δώδεκά μου. Χρόνια, δεκαετίες άρχιζα και παρατούσα αυτό το βιβλίο. Μάλλον χρειάστηκε το σκοτεινό κουκούλι της πανδημίας για να προκύψει η «Ερευνήτρια» (εκδ. Πατάκης). Ένα μυθιστόρημα που ο αφηγητής, με τη μάσκα μιας εμμονικής αναγνώστριας του Κάφκα, μετεωρίζεται ανάμεσα στη βιογραφία, στην αυτοβιογραφία, στο δοκίμιο, στο θέατρο, στην ποίηση.

Η σκηνοθέτης Αργυρώ Χιώτη επιλέγει ένα νεόκοπο δοκίμιο

credit: Παναγιώτης Βαξεβάνης.

«..οι εξεγερμένοι πολίτες έχουν ανάγκη τις Θερμοπύλες τους. Στο κενό πώς να στήσουν οδοφράγματα κι από πού να σφενδονίσουν τα έπιπλα και τις οικοσκευές τους; Οι πλατιές λεωφόροι ευνοούν μόνον τις διμοιρίες που προελαύνουν συντεταγμένες· ενώ τα πλήθη εκτίθενται ανοχύρωτα και διασπώνται, αν δεν σμικραίνουν κιόλας με τρόπο μαγικό. Να γιατί η διάνοιξη των λεωφόρων θεωρήθηκε άψογο μέσο καταστολής των μαζών κι αποτροπής των οδομαχιών κι αποτελεσματικότερο από τα πολυβόλα, όπως έχει πολλάκις παρατηρηθεί. Γιατί τι είναι ένας αντάρτης χωρίς την κόγχη του; […] Η διαπλάτυνση είναι κάποτε μια μορφή ασφυξίας· και το φως που μας φέρνει εξίσου».

Απόσπασμα από το «Λεωφόρος Νάτο» του Νικήτα Σινιόσογλου. Το διάβασα μετά από προτροπή ενός ανθρώπου που εκτιμώ, του Γιάννη Κατσάνου, κατά την πρώτη καραντίνα.

Άρχισα να υπογραμμίζω αποσπάσματα, με συνεπήρε ο τρόπος του να διυλίζει την αντίληψη μας, πώς ξεκινά από ένα απομεινάρι τσιμέντου ή ενός σκουπιδιού για να φτάσει κάθε φορά σε κάτι βαθιά προσωπικό και υπαρξιακό. Έχει μια αναρχία στη δομή του, μια «ελεύθερη δραματουργία» θα έλεγα θεατρικά, σα να μην ακολουθεί άλλους κανόνες, πέρα από την περιπλάνηση του νου και τις απρόβλεπτες διανοίξεις του. Πολύ γοητευτικό.

Περισσότερα από Art & Culture