11 διεθνείς προσωπικότητες ξεχωρίζουν τα βιβλία της χρονιάς
11 σημαντικοί ξένοι συγγραφείς, πολιτικοί, καλλιτέχνες μιλούν για το βιβλίο που τους κέντρισε αυτή την περίεργη χρονιά…
Κάθε φορά που διαβάζω βιβλία του Μπολάνιο εμπνέομαι τόσο, που μου δημιουργείται αμέσως η επιθυμία να γράψω… Είναι ιδιοφυία –η ευρύτητα των γνώσεων του από το ένα βιβλίο στο άλλο– λειτουργεί ως πρότυπο γραφής. Όταν πρωτοδιάβασα κείμενο του Ρομπέρτο ένιωσα πώς μπαίνει στο μυαλό μου…
Η Πάτι Σμιθ νιώθει μια περίεργη ταύτιση με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο. Θαρρείς και στα βιβλία του καθρεφτίζεται το είδωλό της. «Όταν έπεσαν στα χέρια μου Οι άγριοι ντετέκτιβ συνδέθηκα μαζί του, μέσω κάποιας αλχημείας με δυο δεσμούς αίματος: αυτού που ενώνει δύο καλλιτέχνες κι εκείνου που νιώθει κανείς για την οικογένειά του. Ο Μπολάνιο αποτυπώνει στις σελίδες του ένα νέο, άγνωστο σύμπαν. Το αποκορύφωμα όμως της γραφής του, είναι το 2666. Το βιβλίο που μου επιβεβαίωσε πόσο μεγάλος, οικουμενικός συγγραφέας είναι και τι μας ενώνει με τη γραφή του. Έκτοτε, γνώρισα την οικογένειά του και συνδέθηκα μαζί της, φωτογράφισα την πολυθρόνα του, συμμετείχα σε εκδηλώσεις-αφιερώματα για τον Ρομπέρτο Μπολάνιο μα, πάνω απ’ όλα, φύλαξα σαν ευαγγέλιο στην καρδιά μου όσα προφήτεψε στα βιβλία του».
Ένα σπουδαίο βιβλίο για τον αντισημιτισμό!
Κάτω από ένα πέπλο κοσμικής ευγένειας, ο Γκρίσα (όπως αποκαλούσαν τον Γκρέγκορ φον Ρετσόρι οι φίλοι του) έκρυβε τη βαθιά μελαγχολία του στην αποδοχή του ψεύδους και στη συνειδητοποίηση ότι σταδιακά γίνεται δεύτερη φύση μας. Γεννημένος σ’ ένα χωνευτήρι λαών, στην Μπουκοβίνα της Αυστροουγγρικής τότε Αυτοκρατορίας το 1914, ο Ρετσόρι σπούδασε στη Βιέννη, έζησε στο Βουκουρέστι, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στην Αμερική ώσπου εγκαταστάθηκε στην Τοσκάνη της Ιταλίας. Ηθοποιός, τεχνοκριτικός, ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός παραγωγός και σεναριογράφος, ο άπατρης και ανιθαγενής συγγραφέας εξέφρασε με βαθιά ποίηση, την αίσθηση της ύπαρξης ως ένα παιχνίδι στο οποίο η εξαπάτηση είναι αναπόφευκτη, αλλά όχι αποδεκτή. Δεν σας ζητώ να τα εγκρίνετε όλα αυτά, σας ζητώ μόνο να καταλάβετε…, λέει.
Τι μας άφησε αυτός ο θηριώδης συγγραφέας που η πένα του παραπέμπει στα γραπτά του Ρόμπερ Μιούζιλ;
«Πολλές αξέχαστες ιστορίες, ένα μαγικό φανάρι της πολυφωνίας, της αμφιθυμίας του σύγχρονου ατόμου, της επισφαλούς και προσωρινής πολλαπλότητας που γρήγορα διαλύεται σε πολλά θραύσματα. Αλλά και της παράδοξης ηθικής της. Κάποτε του είπα ότι τον αγαπούσα γιατί, αν και μερικές φορές έλεγε ψέματα σε άλλους, δεν είπε ποτέ ψέματα στον εαυτό του, νομίζω δεν του άρεσε.
Αυτή όμως είναι η απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ηθικής. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που μου αφιέρωσε μια υπέροχη ιστορία, το Σκούτσνο, την πρώτη από τις ιστορίες αυτού του εξαιρετικού βιβλίου που περιλαμβάνεται στις Αναμνήσεις ενός αντισημίτη. Φανταστικές αναμνήσεις ενός φανταστικού εγώ, φυσικά, αλλά ενός εγώ που περιέχει λανθάνουσες δυνατότητες πολλών από εμάς και, επομένως, και του συγγραφέα. Ένα σπουδαίο βιβλίο για τον αντισημιτισμό, ακριβώς επειδή εξερευνά τον λανθάνοντα χρόνο του, ασυνείδητο ακόμα και αθώο, σε πολλούς εξ ημών και ειδικά σε πολλούς απ’ αυτούς που προέρχονται από την Κεντρική Ευρώπη.
Leila Slimani: Ζωή και Πεπρωμένο του Βασίλη Γκρόσμαν Να θυμηθούμε τα σπουδαία πράγματαΈνα τραγούδι της ζωής μεγάλης διάρκειας (χιλίων περίπου σελίδων) είναι, αυτή την «άβολη στιγμή», ένας ακόμη τρόπος να θυμηθούμε τα σπουδαία πράγματα: τη μοναξιά, τον φόβο, αλλά και την αλληλεγγύη και τη δύναμη του έρωτα.
Αδιανόητος ρεαλισμός, λόγος σαν νυστέρι, κανένα ντοκουμέντο δεν μας δίνει τόσο ζωντανά και ανάγλυφα τη μάχη του Στάλινγκραντ, τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα σταλινικά στρατόπεδα εκτόπισης. Ο απόλυτος παραλογισμός του απολυταρχισμού. Τον Φεβρουάριο του 1961, του Γκρόσμαν του έμεναν τρία χρόνια ζωής ακόμα όταν τα χειρόγραφα του βιβλίου του κατασχέθηκαν, και η έκδοση απαγορεύτηκε για τα επόμενα 200 χρόνια! Κρίθηκε, επιζήμια για τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο συγγραφέας πέθανε ξεχασμένος, φτωχός, χαρακτηρισμένος Εχθρός του Λαού και πιστεύοντας ότι κανείς δεν θα διαβάσει το βιβλίο του, Ζωή και Πεπρωμένο: το χαμένο μυθιστόρημα.
Κανείς όμως δεν μπόρεσε να σταματήσει τις λέξεις. Το βιβλίο κυκλοφόρησε, συγκρίθηκε με ένα άλλο μνημειώδες μυθιστόρημα το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι και διαβάστηκε από εκ. αναγνώστες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τι μένει να ειπωθεί για τη ζωή;
Mario Vargas Llosa: “Μια Ζωή ακόμα” του Θοδωρή Καλλιφατίδη Η Επιστροφή στην ΕλλάδαΣυγκινήθηκα βαθιά όταν διάβασα το βιβλίο του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Μια Ζωή Ακόμα. Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης έχει την ικανότητα να αφηγείται μια ιστορία με φυσικότητα, σαν να έχει εκτυλιχθεί αβίαστα, χωρίς να ασφυκτιά μέσα στον ψυχολογικό κατακλυσμό ενός ανθρώπου που στην πραγματικότητα αγωνίζεται να επιβιώσει.
Ένας νεαρός άνδρας, πεισμένος ότι στην Ελλάδα δεν έχει πια ζωή, αφήνει τον τόπο του πριν από μισό αιώνα, και δραπετεύει στη Σουηδία. Εκεί αναμετριέται με τη δύσκολη ζωή του μετανάστη. Και όχι μόνο καταφέρνει να επιζήσει αλλά μαθαίνει και τη γλώσσα καλά και γίνεται συγγραφέας που γράφει στα σουηδικά. Παντρεύεται Σουηδή, αποκτά παιδιά και εγγόνια, σπίτι, εξοχικό κι ένα γραφειάκι όπου πρωί-απόγευμα γράφει καθημερινά ώσπου μια μέρα βρίσκεται μπροστά στη λευκή σελίδα, χωρίς την παραμικρή ιδέα τι να γράψει… Η γυναίκα του πρότεινε τότε να επιστρέψουν στο μέρος που γεννήθηκε, τους Μολάους, ένα μικρό χωριό της Πελοποννήσου.
Η Επιστροφή στην Ελλάδα. Στην ξεχασμένη γλώσσα της παιδικής ηλικίας ενός εβδομηντάχρονου συγγραφέα, ο οποίος νιώθει ότι έχει χάσει την κλίση του. Ότι πια δεν θα ξαναγράψει… Την επόμενη κιόλας μέρα ο Θοδωρής ξύπνησε αχάραγα, όπως έκανε πάντα στη Σουηδία. Ετοίμασε τη φορητή του γραφομηχανή και ξεκίνησε να γράφει. Με την ίδια αβεβαιότητα και πανικό ότι κάθε λέξη τον προδίδει, που τον διακατείχε μισό αιώνα στη Σουηδία. Μόνο που αυτή τη φορά έγραφε ελληνικά. Χωρίς να πάψει να τρέμει, παρατηρώντας με υπερδιέγερση τις λέξεις που έρρεαν και γέμιζαν τις σελίδες, την ίδια που είχε αισθανθεί κάποτε, στο βάθος των καιρών, τότε που έγραφε το πρώτο του μυθιστόρημα στα σουηδικά. Ο Θοδωρής έδωσε στο βιβλίο όπου ανακαλύπτει ξανά τα ελληνικά και μαζί την κλίση που θεωρούσε χαμένη τον (κυριολεκτικό) τίτλο: Μια Ζωή Ακόμα.
Η απλότητα και η φυσικότητα της αφήγησης αυτού του θαύματος, σαν ένα καθημερινό, τετριμμένο στιγμιότυπο δίνουν στο βιβλίο ανεπανάληπτη δύναμη και ομορφιά.
Jonathan Coe: Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς Η προοπτική του να προκαλέσει πλήξη στο κοινό του προξενούσε φρίκη, γεγονός που εξηγεί πολλά, τόσο για τη λογοτεχνία μας όσο και την πολιτική μαςΗ μύησή μου στις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς έγινε μέσω του κινηματογράφου. Ανακάλυψα την καταπληκτική μεταφορά του βιβλίου, σκηνοθετημένη από τον Ντέιβιντ Λιν το 1946, τυχαία, στην τηλεόραση. Η σκηνή που ο εξάχρονος Πιπ σε μία από τις επισκέψεις του στον τάφο των γονιών του, στο νεκροταφείο συναντάει τον δραπέτη κατάδικο Μάγκουιτς, με στοίχειωνε για χρόνια. Όταν διάβαζα Ντίκενς, στην εφηβεία μου, δεν σκεφτόμουν ότι διαβάζω έναν κλασικό συγγραφέα. Στο μυαλό μου, τα βιβλία του ήταν ταυτισμένα με το μυστήριο, το σασπένς και την απόλαυση.
Σήμερα, σκέφτομαι ότι ο Ντίκενς αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις της αγγλικής κουλτούρας. Από τη μία, ασκεί κοινωνική κριτική αποκαλύπτοντας το καλύτερό μας πρόσωπο. Κι από την άλλη, ο γκροτέσκος χαρακτήρας των ηρώων του, το χιούμορ και το πώς «δανείζεται» αφηγηματικές τεχνικές του αστυνομικού μυθιστορήματος, αποκαλύπτουν τον τρόμο του μπροστά στην ενδεχόμενη πλήξη του αναγνώστη κι αυτό το βρίσκω ιδιαίτερα σημαντικό. Πρέπει πάντα να το θυμάσαι, το κοινό δεν ακούει ποτέ, δεν εμπιστεύεται και δεν συγχωρεί αυτόν που το κάνει να βαριέται, ακόμη κι αν πρόκειται για ιδιοφυία. Κι αυτό εξηγεί πολλά πράγματα για τη λογοτεχνία μας, αλλά και για την πολιτική μας.
Pedro Almodóvar: “Οδηγίες για οικιακές βοηθούς” της Lucia Berlin
Τη φώναζαν Μπερλίν. Λουτσία, τ’ όνομά τηςΜιλούσε καλά ισπανικά. Εξέδωσε 77 ιστορίες όσο ζούσε σε μια ντουζίνα σχεδόν βιβλία. Τα τελευταία, ζήτημα αν πούλησαν χίλια αντίτυπα. Και όμως, άφησε πίσω της ένα λογοτεχνικό θησαυρό.
Η Λουτσία Μπερλίν υπήρξε αλλόκοτο πλάσμα. Αλκοολική, παντρεμένη με τζάνκι, έκανε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει, και έζησε σχεδόν παντού, από την Αλάσκα, στο Τέξας κι από κει στο Νέο Μεξικό, την Καλιφόρνια, τη Νέα Υόρκη και το Κολοράντο. Πέθανε το 2004, στα 68 της χρόνια. Η φωνή της, σαρκαστική μαζί και τρυφερή αφηγείται ιστορίες που διαδραματίζονται σε κέντρα αποτοξίνωσης, νοσοκομεία, σπίτια και οι χαρακτήρες της, νοσοκόμες, δασκάλες, οικιακοί βοηθοί δίνουν πολύτιμες συμβουλές.
Το Οδηγίες για οικιακές βοηθούς της Λουτσία Μπερλίν είναι απίστευτο βιβλίο (!) Σκοπεύω να γυρίσω 5 από τις 43 ιστορίες του, μεταξύ Τέξας, Όκλαντ και Μεξικού, στα αγγλικά και στα ισπανικά. Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του ’40 στην Αμερική, όπου η Μπερλίν πραγματικά έκανε ότι δουλειά έβρισκε μπροστά της. Μέχρι σπίτια καθάριζε μερικές φορές. Σημασία έχει όμως ο τρόπος που τα μεταφέρει όλα αυτά, το ύφος της είναι απίστευτα κωμικό. «Τι να την κάνω την πραγματικότητα, αν μπορώ να γράψω κάτι χαριτωμένο;» έλεγε. Παρότι η πραγματικότητα που βίωνε ήταν ουσιαστικά θλιβερή.