Μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή στο βιβλίο;
Κατά τους μήνες της πανδημίας το βιβλίο πρωταγωνιστεί ως το μοναδικό πολιτιστικό αγαθό που έχει τονώσει την επαφή του με το κοινό. Εκδότες, βιβλιοπώλες, εμπορικοί διευθυντές οίκων και μεγάλων αλυσίδων εξηγούν με στοιχεία το πως η συνθήκη της καραντίνας έχει επηρεάσει τη σχέση μας με το βιβλίο.
Οι ουρές που είχαν σχηματιστεί έξω από κεντρικά και συνοικιακά βιβλιοπωλεία, πριν την έναρξη της τελευταίας καραντίνας μα και στη διάρκεια των γιορτών, δεν ήταν αφορμές μόνο για social media επευφημίες. Ήταν και η στιγμιαία αποτύπωση μιας εκτιμώμενης (επι)στροφής προς το βιβλίο, ασφαλώς τονωμένης από την συνθήκη του εγκλεισμού, η οποία επιβάλλεται με διαλείμματα από τον περασμένο Μάρτιο.
Τους τελευταίους μήνες, το βιβλίο αναδεικνύεται στο μοναδικό πολιτιστικό αγαθό που δεν χρειάστηκε να υποβάλλει την ταυτότητα του σε σοβαρές αλλοιώσεις (λόγου χάρη, σε άτακτες υποχωρήσεις στις οποίες υποχρεώθηκε το θέατρο μέσω του live streaming υλικού) για να διατηρήσει την επαφή με το κοινό του. Και γιατί όχι να καταφέρει να επανασυνδεθεί με μερίδα αυτού του κοινού που αξιοποίησε τον περισσότερο διαθέσιμο χρόνο στο σπίτι για ανάγνωση.
Προστέθηκαν καινούργιοι αναγνώστεςΒιβλιοπώλες και εκδότες επιβεβαιώνουν πως το βιβλίο πρωταγωνίστησε στις αγορές αφενός ως δώρο γιορτών (πάντα ήταν εξάλλου ιδανικό δώρο) κι αφετέρου ως μια μείζονα πνευματική δραστηριότητα, τη μοναδική πιθανώς που είναι φιλοξενείται ιδανικά στο σπίτι. Το κοινό διευρύνθηκε – και έξω από τους σταθερούς βιβλιοφάγους – είτε από τους ενήλικες που βρίσκονταν σε αναστολή εργασίας και άδεια ειδικού σκοπού είτε από παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο, προσθέτοντας στο σώμα των αναγνωστών.
Βιβλιοπώλες και εκδότες επιβεβαιώνουν πως το βιβλίο πρωταγωνίστησε στις αγορές ως δώρο γιορτών
Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός πως ο χώρος του βιβλίου τονώθηκε σε γενικές γραμμές στη διάρκεια της πανδημικής αναταραχής, άλλοτε διατηρώντας τη δυναμική του ή ακόμα και σημειώνοντας αύξηση στις πωλήσεις, παρά το βασανιστικό «άνοιξε – κλείσε» του λιανεμπορίου.
«Το 2020 ήταν παραδόξως μια καλή χρονιά για το βιβλίο. Για εμάς στις εκδόσεις Μεταίχμιο ήταν μια χρονιά που πήγε καλά στο σύνολό της – και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Όσο τα φυσικά καταστήματα ήταν κλειστά, υπήρξε αύξηση στις ηλεκτρονικές παραγγελίες από τα eshop των βιβλιοπωλείων αλλά και από το δικό μας eshop, ενώ τους μήνες που η αγορά λειτουργούσε κανονικά, το ενδιαφέρον για το βιβλίο ήταν επίσης αυξημένο.
Στη δεύτερη καραντίνα ήταν πλέον περισσότερα τα βιβλιοπωλεία που έμειναν ενεργά εξυπηρετώντας με ηλεκτρονικές και τηλεφωνικές παραγγελίες και με παράδοση στο σπίτι, αφού είχαν ήδη διαπιστώσει ότι οι αναγνώστες συνεχίζουν να τους στηρίζουν. Τον Δεκέμβριο, που τα βιβλιοπωλεία ήταν ανοιχτά, η κίνηση ήταν αισθητά αυξημένη και έχω την αίσθηση ότι όλα τα βιβλιοπωλεία έμειναν ευχαριστημένα από τα εμπορικά αποτελέσματα», σημειώνει η εκδότρια του οίκου «Μεταίχμιο» Ελένη Παπαγεωργίου, περιγράφοντας το γενικότερο τοπίο που διαμορφώθηκε εσχάτως στο χώρο του βιβλίου.
Ανέλπιστη άνθιση των ηλεκτρονικών πωλήσεωνΤο φαινόμενο της ουράς έξω από τα βιβλιοπωλεία φαίνεται να προλόγισε την, άνευ προηγουμένου, ζήτηση μέσω των eshop τόσο των εκδοτικών οίκων όσο και των, κατά τόπους, καταστημάτων. Όπως επιβεβαιώνει ο εμπορικός διευθυντής των προϊόντων ψυχαγωγίας του Public Σπήλιος Λαμπρόπουλος, «το ηλεκτρονικό εμπόριο γνώρισε άνθιση από την πρώτη μέρα που επιβλήθηκαν οι περιορισμοί. Άρα, αν εξετάσουμε αυτόνομα το κομμάτι των ηλεκτρονικών πωλήσεων, σαφώς μέσα στο έτος αρκετές επιχειρήσεις είχαν σημαντική αύξηση, ενίοτε και με τριψήφια ανάπτυξη».
Ανάμεσα τους, ο Ιανός σημείωσε απρόσμενη αύξηση στις ηλεκτρονικές πωλήσεις∙ που, ωστόσο, δεν στάθηκε ικανή ν’ αναπληρώσει το τίμημα των κλειστών του καταστημάτων. «Η σύγκριση δεν είναι δυνατή διότι ο Ιανός έχει οκτώ φυσικά καταστήματα, τα οποία τελούσαν σε αναστολή. Κι ενώ το ηλεκτρονικό κατάστημα είχε αύξηση πάνω από 300%, δεν μπορεί να καλύψει την απώλεια τζίρου των υπόλοιπων» τονίζει η Μαρία Λιαποπούλου, η εμπορική διευθύντρια του βιβλιοπωλείου.
Η αγοραστική δύναμη στην καραντίναΗ πρώτη καραντίνα απείχε πολύ από την δεύτερη. Το σοκ του πρώτου lockdown περιόρισε – σύμφωνα με την εκδότρια του οίκου Σοκόλη, Αθηνά Σοκόλη – την αγοραστική δύναμη ακαριαία – «κατά 70-75%, γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τον χώρο του βιβλίου, αν προσμετρήσει κανείς την πολυετή οικονομική κρίση που έπληξε ανεπανόρθωτα το βιβλίο».
Η ανοιξιάτικη καραντίνα συγκριτικά με την πρόσφατη είχε και ποιοτικές, εκτός από ποσοτικές, διαφορές όπως εντοπίζει ο εμπορικός διευθυντής των εκδόσεων «Ψυχογιός», Βασίλης Μωϊτσίδης αφού στην πρώτη περίπτωση υπήρξε η εκτόξευση της ηλεκτρονικής αγοράς ενώ στην δεύτερη αυτή συνυπήρξε και με το μικρό διάστημα της λειτουργίας των καταστημάτων πριν τις γιορτές που ενίσχυσαν εκ νέου τις πωλήσεις του βιβλίου.
Οι περιορισμοί στη μετακίνηση αλλά και οι καθυστερήσεις στις παραδόσεις με μεταφορικές εταιρίες ευνόησαν τα συνοικιακά βιβλιοπωλεία.
«Σε καμία περίπτωση η αύξηση ζήτησης στα e-shop δεν κατάφερε να καλύψει τις πωλήσεις που θα είχαμε υπό κανονικές συνθήκες. Μέχρι που αποφασίστηκε ν’ ανοίξουν τα βιβλιοπωλεία και πραγματικά ο κόσμος έσπευσε να αγοράσει βιβλία που, εκτός από το – κατά πολλούς – καλύτερο δώρο, ήταν πλέον και το μοναδικό που μπορούσε να αγοράσει φυσικά! Αυτό ήρθε να καλύψει σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες όλης της χρονιάς, σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο. Κερδισμένα σίγουρα βγήκαν τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία τα οποία είχαν πιεστεί πολύ τα προηγούμενα χρόνια» παρατηρεί.
Πράγματι, οι περιορισμοί στη μετακίνηση αλλά και οι αναμενόμενες καθυστερήσεις στις παραδόσεις με μεταφορικές εταιρίες ευνόησαν τις αγορές της τοπικής κλίμακας, άρα και τις μικρότερες επιχειρήσεις. «Είναι πραγματικά συγκινητική η ανταπόκριση του κόσμου στις εκκλήσεις μας για στήριξη των μικρών, ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων και των βιβλιοπωλείων της γειτονιάς. Στην πρώτη φάση της πανδημίας οι περισσότεροι και οι περισσότερες συνάδελφοι καταφέραμε και κρατήσαμε ένα μεγάλο ποσοστό των πωλήσεων μας και σε πολλές περιπτώσεις παρατηρήσαμε αυξήσεις. Αυτό που έγινε, όμως, σε αυτή τη δεύτερη φάση της πανδημίας ήταν πρωτόγνωρο και εντυπωσιακό! Οι πωλήσεις μας πολλαπλασιάστηκαν σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά» επιβεβαιώνει η Αρετή Γεωργιλή, ιδιοκτήτρια του Free Thinking Zone, του ενεργού βιβλιοπωλείου στα σύνορα Κολωνακίου και Νεάπολης Εξαρχείων.
Η κ. Γεωργιλή σπεύδει δε να υπογραμμίσει πως εκτός από την ποσοτική σημαντική ήταν και η ποιοτική διάρθρωση των πωλήσεων. «Δηλαδή όχι μόνο μπήκαν περισσότεροι αναγνώστες και αναγνώστριες στα μαγαζιά μας αλλά επέλεξαν και πολύ καλά βιβλία, γεγονός που με γεμίζει αισιοδοξία»
Χάρη στη φύση του ως conceptual βιβλιοπωλείου, το Free Thinking Zone είδε να φεύγουν από τις προθήκες του ενδιαφέρουσες θεματικές κατηγορίες. Όπως και όλη η αγορά του βιβλίου, κατά την περασμένη Άνοιξη, είδε ζήτηση σε τίτλους κλασικής αλλά και σύγχρονης λογοτεχνίας αλλά και σε συγγράμματα για το ιστορικό των πανδημιών. «Στη δεύτερη φάση, οι αγορές στράφηκαν σε νέες κυκλοφορίες όπως για παράδειγμα το βιβλίο της Καμάλα Χάρις ή του Μπαράκ Ομπάμα, το καινούριο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου ή του Τζούλιαν Μπαρνς, της Όλγας Τοκάρτσουν. Επιπλέον, εμείς επειδή προωθούμε τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαμε μεγάλη αύξηση των σχετικών βιβλίων για το προσφυγικό, τον φεμινισμό, την ισότητα, την ταυτότητα φύλου, τη βία» σημειώνει η κ. Γεωργιλή.
Εκτός από το μυθιστόρημα – κλασικό και μη – που προκρίθηκε συλλήβδην σε όλη την αγορά καθώς και τα παιδικά βιβλία αφού το lockdown περιελάμβανε κλειστά σχολεία αλλά και εορταστική ανάπαυλα, στο ερώτημα τι διαβάζουν οι Έλληνες στην καραντίνα (ή ορθότερα στις διαδοχικές καραντίνες) προκύπτουν διαφοροποιήσεις ακόμα και από περίοδο σε περίοδο. Ψηλά σε κινητικότητα έμειναν τα αστυνομικά αναγνώσματα και τα δοκίμια αλλά την παράσταση έκλεψαν τα βιβλία αυτοβελτίωσης, ερωτικής λογοτεχνίας και μαγειρικής.
Οι μεγάλοι χαμένοιΦαίνεται πως οι ‘χαμένοι’ της αναγνωστικής ζήτησης ήταν οι νεότεροι συγγραφείς ή οι καινούργιοι τίτλοι που δεν έτυχαν μεγάλης προβολής καθώς η πανδημία έχει επιφέρει σοβαρές αλλαγές στην διαδικασία του μάρκετινγκ.
Οι ‘χαμένοι’ της αναγνωστικής ζήτησης ήταν οι νεότεροι συγγραφείς ή οι καινούργιοι τίτλοι
«Έχουν αποκλειστεί εκ των πραγμάτων αρκετοί παραδοσιακοί τρόποι προώθησης του βιβλίου: Οι παρουσιάσεις βιβλίων σε βιβλιοπωλεία ή άλλους χώρους, η διοργάνωση σεμιναρίων ή ο επί τόπου δειγματισμός τους σε πελάτες» παρατηρεί η Αθηνά Σοκόλη ενώ η Μαρία Λιαποπούλου του Ιανού επισημαίνει την συρρίκνωση της τελετουργίας που συνοδεύει την περιήγηση στο βιβλιοπωλείο. «Οι συγγραφείς δεν μπορούν να επισκεφτούν το χώρο τους, να καμαρώσουν το βιβλίο τους στο πάγκο ή στη βιτρίνα. Την ίδια ώρα, οι πελάτες περιορίζονται σε μια παραγγελία μέσω της ηλεκτρονικής φόρμας και όλοι εμείς εκτελούμε και πακετάρουμε βιβλία χωρίς καμιά κουβέντα, χωρίς να έχεις την ευκαιρία να προτείνεις και να μοιραστείς αυτό που διάβασες».
Τα προβλήματα στην αγορά του βιβλίουΟι συνέπειες της πανδημίας στο ελληνικό εκδοτικό τοπίο έρχονται να προστεθούν στα προβλήματα μιας σκληρά δοκιμαζόμενης αγοράς που, κατά την τελευταία δεκαετία, έχει ζήσει λουκέτα και πτωχεύσεις σε βιβλιοπωλεία όσο και σε εκδοτικούς οίκους, κατακρήμνιση του αγοραστικού κοινού (τακτικοί αναγνώστες σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat είναι το 7.8% του πληθυσμού), παραγωγή νέων τίτλων σε ελεύθερη πτώση (υπολογίζεται πως έχει ξεπεράσει το 50% μέσα στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης) δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον επιχειρηματικό και τον πνευματικό κόσμο του βιβλίου.
«Από το 2012 και μετά έχει παρατηρηθεί μία μείωση στις πωλήσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται και να ανακάμπτουν τα τελευταία τρία χρόνια. Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα είναι δομικό, καθώς η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες με υψηλό ποσοστό φιλαναγνωσίας» επιβεβαιώνει ο κ. Μωϊτσίδης από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».
Τα καλά του ανταγωνισμούΑναγνωρίζοντας την μεγάλη ταλαιπωρία του κλάδου, ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος τωνPublic δεν μπορεί να παραβλέψει και τα λιγοστά θετικά ίχνη της κρίσης, που τώρα έχει δώσει τη σκυτάλη στην εποχή της πανδημίας. «Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εκδοτών έχει ανεβάσει ψηλά τον πήχη, βγαίνουν, αθροιστικά λιγότερα μεν, αλλά ποιοτικά καλύτερα βιβλία σε σχέση με το παρελθόν, έχουν εμφανιστεί μερικοί νέοι εκδοτικοί οίκοι, οι επικοινωνιακές προσεγγίσεις προς το κοινό έχουν αναβαθμιστεί, γίνονται συχνά εκδηλώσεις με μεγάλη προσέλευση κόσμου και γενικά κάθε βήμα μοιάζει να γίνεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Γενικά, το 2019 ήταν μια καλή χρονιά για το βιβλίο και σίγουρα το 2020 θα ήταν καλύτερο, αλλά κανείς δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις.
Εκδηλώσεις onlineΟ ανταγωνισμός μεταξύ των εκδοτών έχει ανεβάσει ψηλά τον πήχη, βγαίνουν, αθροιστικά λιγότερα μεν, αλλά ποιοτικά καλύτερα βιβλία σε σχέση με το παρελθόν,
Έχουμε άπαντες προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα – το ίδιο και οι εκδότες και τα βιβλιοπωλεία και, ασφαλώς, οι αναγνώστες: Οι εκδηλώσεις στήθηκαν σε ψηφιακό περιβάλλον για να μπορεί ο καθένας να τις παρακολουθήσει από το σπίτι του, το home/οffice delivery εκτοξεύχθηκε, οι νέες εκδόσεις σταδιακά ‘ξεπάγωσαν’ και, ευτυχώς, ο κόσμος ανακάλυψε ξανά, έστω ελλείψει άλλων επιλογών, την απόλαυση της ανάγνωσης. Αυτό το τελευταίο ήταν το ένα από τα δύο μεγάλα κέρδη αυτής της περιόδου. Το δεύτερο είναι ότι τα ‘μικρότερα’ βιβλιοπωλεία αντιλήφθηκαν τη δύναμή τους, ακόμα και αυτά που δέχονταν παραγγελίες μέσα από μία σελίδα στα social media».
Η πρόσφατη θετική ανταπόκριση των πιστών και η πιθανή εμφάνιση νέων ή ευκαιριακών αναγνωστών αποτυπώνεται ως μια φωτεινή καμπή σ’ ένα, κατά τα άλλα, άγνωστο τοπίο που μέλλει να διαμορφωθεί στον κλάδο των εκδόσεων και στην ελληνική οικονομία γενικότερα. Μήπως, όμως, είναι και ένα σήμα αφύπνισης για την διαχείριση των προβλημάτων στην αγορά του βιβλίου τώρα που, παρά τις συνθήκες, ενδυναμώνει την σχέση του με τους αναγνώστες;
Θέλουν βιβλιοπωλεία ανοιχτάΤο αίτημα της αδιάλειπτης λειτουργίας των βιβλιοπωλείων – όπως είχε διατυπωθεί στις αρχές Δεκεμβρίου από την Σύμπραξη Εκδοτών – είναι μια αναγκαιότητα στην οποία υπακούουν ήδη πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζοντας τη ζωτική σημασία του βιβλίου. «Αυτή τη στιγμή, έπειτα από μήνες αστάθειας, το μείζον πρόβλημα είναι η υγιής συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον χώρο του βιβλίου. Υπάρχει ανάγκη για σταθερότητα ώστε να μπορούν να συνεχίσουν και οι εκδότες να εκδίδουν τα βιβλία που έχουν προγραμματίσει χωρίς σημαντικές περικοπές, να σχεδιάζουν την έκδοση νέων τίτλων και να διατηρούν σε κυκλοφορία τίτλους Ελλήνων και ξένων συγγραφέων» συμπληρώνει η εκδότρια του «Μεταίχμιου», Ελένη Παπαγεωργίου.
Χάραξη πολιτικής για το βιβλίοΤον περασμένο Μάϊο, στην εκπνοή της πρώτης καραντίνας και με πρωτοβουλία της Αθηνάς Σοκόλη, είχε αποσταλεί σε όλα τα αρμόδια υπουργεία επιστολή (την οποία συνυπέγραφαν περισσότεροι από 300 εκδότες, συγγραφείς, πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι) με κοινό τόπο την επιτακτική ανάγκη χάραξης μιας στιβαρής πολιτικής για το βιβλίο.
Η κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου προ οκταετίας άφησε ορφανό το κλάδο των εκδόσεων από έναν επικεφαλής θεσμό, ανανεώνοντας τη σωρεία προβλημάτων που, ήδη, τον ταλάνιζαν.
«Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένας φορέας, όπως ήταν παλιότερα το ΕΚΕΒΙ, που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας στην Ελλάδα και θα πλαισιώσει την προσπάθεια εκδοτών και βιβλιοπωλών με συντονισμένες πανελλαδικές δράσεις. Μια έκθεση βιβλίου δεν αρκεί. Η βασική ανάγκη στην Ελλάδα είναι να αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων που διαβάζουν, να γίνει το διάβασμα μια συνήθεια που θα έχει θέση στην καθημερινότητα πολλών Ελλήνων. Η καλύτερη οργάνωση και ο τακτικός ανεφοδιασμός με νέους τίτλους των βιβλιοθηκών, σχολικών και μη, κρίνονται επίσης απαραίτητα. Νέες πρωτοβουλίες, όπως ήταν η γνωριμία με τις Λέσχες Ανάγνωσης που έγινε πράξη χάρη στο ΕΚΕΒΙ, καμπάνιες και έρευνες για τον χώρο του βιβλίου θα ήταν κάποιες κινήσεις που θα ωφελούσαν σημαντικά τον χώρο των εκδόσεων» προτείνει η κ. Παπαγεωργίου.
Αναζητούνται επειγόντως νέες ιδέεςΗ βελτίωση του τοπίου είναι, κατά την Αρετή Γεωργιλή του «Free Thinking zone» ευθύνη, όχι μόνο των θεσμών, αλλά και των άμεσων λειτουργών, των επιχειρηματιών στην αγορά του βιβλίου.
Στα εννέα χρόνια λειτουργίας του βιβλιοπωλείου της διαπιστώνει πως «η ελληνική είναι, μια γερασμένη σε πρακτικές, αγορά και για να επιβιώσει, για να σταθεί με επάρκεια και ανταγωνιστικότητα απέναντι σε κινδύνους τύπου Amazon, θα πρέπει πρώτα να εκσυγχρονιστεί, ν’ ακούσει τις νέες τάσεις και να προσαρμοστεί σε αυτές αποτελεσματικά. Πώς θα μπορέσουμε να ‘μιλήσουμε’ στον έφηβο του σήμερα και αναγνώστη του αύριο αν χρησιμοποιούμε ακόμη τηλέγραφο και εκείνοι βρίσκονται στην εποχή του internet of things και της επαυξημένης πραγματικότητας; Είναι ενδεικτικό ότι η πανδημία μας αιφνιδίασε και έφερε στην επιφάνεια αυτά τα προβλήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ανταποκριθούμε επαρκώς στη μεγάλη ζήτηση. Ας δούμε αυτή την συγκυρία σαν μια τελευταία ευκαιρία για να αλλάξουμε προς το καλύτερο».
Η φιλαναγνωσία σώζειΆπαντες συμφωνούν πως η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας πρέπει να γίνει κοινή και άμεση προτεραιότητα για κάθε φορέα γύρω από το βιβλίο. Όπως παρατηρεί και ο κ. Λαμπρόπουλος «επειδή τα βιβλία έχουν τον τρόπο, αν όχι να επιλύουν όλα τα προβλήματα, τουλάχιστον να παρηγορούν όποιον προσπαθεί να ζει με αυτά, θα έλεγα ότι το βασικό που πρέπει να μας προβληματίζει είναι η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Αν το 2021 διαμορφωθούν οι συνθήκες ώστε έστω χίλια νέα παιδιά να ανοίξουν ένα βιβλίο, το όφελος θα είναι πολλαπλό και όχι μόνον στα στενά όρια του κλάδου. Γενικά, μια κοινωνία με πολίτες που διαβάζουν είναι μια κοινωνία είτε με λιγότερα είτε με ήσσονος σημασίας προβλήματα».