Ο Τσαρλς Ντίκενς έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο παραγωγής βερνικιών παπουτσιών Warren, όταν ο πατέρας του φυλακίστηκε για χρέη στο Μάρσαλσι. Η βάρδια ήταν δεκάωρη, ο μισθός 6,7 σελίνια τη βδομάδα και οι συνθήκες αφόρητες.
Στη Γη υπάρχουν σκοτεινά μέρη…«Η αποθήκη βερνικιών ήταν το τελευταίο κτίριο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στην παλιά συνοικία των Χάνγκερφορντ Στερς. Επρόκειτο για ένα χαοτικό, ετοιμόρροπο παλιό οίκημα, που ρύπαινε τον ποταμό με τα απόβλητά του και είχε κυριολεκτικά κατακλυστεί από τους αρουραίους. Τα δωμάτια με τις ξύλινες επενδύσεις, τα σάπια πατώματα, η ετοιμόρροπη σκάλα και οι γκρίζοι γερο-αρουραίοι, που εφορμούσαν στα κελάρια, τα σκουξίματα και γρατσουνίσματά τους να ηχούν από τις σκάλες όλη την ώρα, όπως και η βρωμιά και η αποσύνθεση του μέρους, είναι ξεκάθαρα ακόμη μπροστά μου, σα να βρισκόμουν και πάλι εκεί. Το λογιστήριο βρισκόταν στον πρώτο όροφο, έχοντας μια εποπτική άποψη του ποταμού και των φορτηγίδων κάρβουνου. Εκεί υπήρχε μια εσοχή, όπου ήταν το πόστο μου.
Το αντικείμενο της εργασίας μου ήταν να καλύπτω τα δοχεία με το βερνίκι: Πρώτα, με ένα φύλλο λαδόχαρτου και μετά με ένα κομμάτι μπλε χαρτιού. Μετά τα έδενα με σπάγκο και στο τέλος έκοβα κοντά και ταιριαστά το χαρτί, γύρω από το στόμιο, έτσι που έμοιαζε με δοχείο αλοιφής, που έβρισκε κανείς σε φαρμακείο. Όταν ολοκλήρωνα ένα συγκεκριμένο αριθμό πακεταρισμένων δοχείων, κολλούσα στο καθένα μια τυπωμένη ετικέτα και ξανάρχιζα από την αρχή.
Δύο ή τρία άλλα αγόρια είχαν ανάλογα καθήκοντα στο ισόγειο με παρόμοιο μισθό. Ένα από αυτά, φορώντας μια κουρελιασμένη ποδιά και ένα χάρτινο καπέλο, ήρθε το πρωί της πρώτης μου Δευτέρας στην αποθήκη και μου έδειξε το κόλπο, με το οποίο έσφιγγε το σπάγκο και έδενε τον κόμπο. Ονομαζόταν Μπομπ Φάγκιν και πολύ αργότερα, λογοτεχνική αδεία, δανείστηκα το όνομά του στο μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ» εξομολογήθηκε αργότερα ο Ντίκενς στο βιογράφο του.
Εξαιτίας μιας ανέλπιστης κληρονομιάς, ο πατέρας βγαίνει από τη φυλακή, ο γιος παρατάει την απεχθή δουλειά στο εργοστάσιο, συνεχίζει το σχολείο και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός, και μάλιστα κωμικός. Λόγω όμως ενός κρυολογήματος, χάνει την ακρόαση και στρέφεται στη δημοσιογραφία. Στις διαθέσιμες ώρες του γράφει διηγήματα, με ήρωες πρόσωπα που γνώριζε, ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τύπους που δημιουργούσε με την αστείρευτη φαντασία του: κάθε βδομάδα και κάθε μήνα δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες, που τρέχει να παραδώσει την τελευταία στιγμή, επινοώντας έτσι 2000 ήρωες σε 14 μυθιστορήματα (15 αν συμπεριλάβουμε και το ημιτελές Μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ).
Η πικρία και η αγανάκτηση για τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης είναι κεντρικό θέμα στο έργο του Ντίκενς
Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα Χαρτιά του Πίκγουικ, που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο Όλιβερ Τουίστ, εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος. Το 1859 εξέδωσε την Ιστορία δύο πόλεων και το 1860-1861 δημοσίευσε σε σειρές τις Μεγάλες Προσδοκίες.
Η πικρία και η αγανάκτηση για τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης είναι κεντρικό θέμα στο έργο του Ντίκενς, όπως και στη σχεδόν αυτοβιογραφία του, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, όπου στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ απαθανατίζει τον πατέρα του, και στο πρόσωπο του Ντέιβιντ τον εαυτό του.
Τι μας έμαθε ο Τσαρλς Ντίκενς;Το BBC δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ με τίτλο, 6 πράγματα που πρόσφερε ο Τσαρλς Ντίκενς στο σύγχρονο κόσμο: τον εορτασμό των Χριστουγέννων με αφορμή την τεράστια απήχηση της ιστορίας του, Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία, την καταγγελία της φτώχειας, τους ήρωες μιας σύγχρονης κωμωδίας, τον κινηματογράφο (όχι, μην τον συγχέετε με τους αδελφούς Λυμιέρ, ο Αϊζενστάιν υποστήριζε ότι τα θεμέλια της έβδομης τέχνης οφείλονται στον Γρίφφιθ, ο οποίος βασίστηκε στις ιδέες του Ντίκενς για το παράλληλο μοντάζ ή τα αρχικά πλάνα), τα διφορούμενα ονόματα ηρώων, και το αίσθημα του νόμου και του δικαίου.
Στον ημιτελή πίνακα του Robert Williams Buss, Το όνειρο του Ντίκενς, ο συγγραφέας είναι καθισμένος στο γραφείο του, περιστοιχισμένος από τους ήρωές του, τον Όλιβερ Τουίστ που ζητά δεύτερη μερίδα χυλού, τον Σκρουτζ που τον βασανίζει το φάντασμα των Χριστουγέννων, τη Μις Χάβισαμ που μαραζώνει φορώντας ακόμα το κουρελιασμένο της νυφικό, τα χαρτιά του κου Πίκγουικ και τη μικρή Νελ…
Η κληρονομιά του Ντίκενς περιλαμβάνει άπειρους ήρωες και φαντάσματα, ευρηματικές ιστορίες και πλοκές και ανυπέρβλητες αρχές, όπως: «Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν τα χρόνια της πίστης, ήταν τα χρόνια της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτε μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι γραμμή για τον Παράδεισο, πηγαίναμε γραμμή όλοι προς την αντίθεση κατεύθυνση…». Και, σύμφωνα με τους βιογράφους του, όλος αυτός ο πλασματικός κόσμος πηγάζει από την πραγματική του ζωή και την πόλη του Λονδίνου.
Στην πόλη των μεγάλων προσδοκιών του Πιπ, ένας έφηβος υποχρεώθηκε να δουλέψει σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών σε μια κοινωνία που μετασχηματιζόταν ραγδαία και ένας συγγραφέας έκτισε τον κόσμο του πάνω σ’ αυτόν τον ιλιγγιώδη ρυθμό. Σήμερα, το επίθετο «Ντικενσιανός» αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής. Ο χαρακτηρισμός όμως ενός έργου ως Ντικενσιανού υπονοεί μια ιστορία στην οποία η πραγματική περιπέτεια και ανακάλυψη συμβαίνει στα πιο απρόσμενα μέρη…
Δείτε εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον Video αφιερωμένο στα έργα του Ντίκενς