Anna, Soror: Ο ίλιγγος της απόλυτης ένωσης. Της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ πρωτοέγραψε το αφήγημα “Anna, Soror” (Άννα, Αδελφή μου) την άνοιξη του 1925, σε ηλικία μόλις είκοσι δύο χρονών.
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ πρωτοέγραψε το αφήγημα Anna, Soror (Άννα, Αδελφή μου) την άνοιξη του 1925, σε ηλικία μόλις είκοσι δύο χρονών, στη διάρκεια μερικών εβδομάδων που πέρασε στη Νάπολη και αμέσως μετά την επιστροφή της από εκεί. Το ξαναδούλεψε, δίνοντας στο κείμενο την τελική του μορφή, το 1935.
Συνομήλικο είναι και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των δύο αδελφών, της Άννας και του Μιγκέλ. Αφού πρόκειται για έναν έρωτα ανάμεσα σε έναν αδελφό και μια αδελφή. Την κυρίαρχη δηλαδή, σχεδόν οικουμενική απαγόρευση της αιμομιξίας, όπως γράφει ο Ζωρζ Μπατάιγ στον «Ερωτισμό».
Τι οδήγησε μια τόσο νέα γυναίκα συγγραφέα σε τέτοια υπέρβαση και μάλιστα σε ένα από τα πρώτα κείμενά της;Ήθελε μήπως να προσεγγίσει θέματα ερωτισμού, επιθυμίας, ταυτότητας; Ή να ανακατέψει την τράπουλα, συσχετίζοντας το πιο θορυβοποιό, προκλητικό και σκανδαλώδες γέλιο με το πιο βαθύ θρησκευτικό πνεύμα, όπως έκανε ο Μπατάιγ;
“Όσο γι’ αυτό, μου ήταν τελείως αδιάφορο”, απαντάει στον Ματιέ Γκαλέ στις συζητήσεις τους, με τίτλο «Με ανοιχτά τα μάτια» η Μ. Γιουρσενάρ. Γράφει για την οικειοθελή ένωση δύο εξαιρετικών υπάρξεων, εξ αίματος συνδεδεμένων, και τον ίλιγγο της ψυχής και των αισθήσεων κατά την παράβαση του νόμου. Και ενώ εκείνη είχε, από τα δώδεκα της χρόνια, πάψει να θρησκεύεται, ομολογεί πως ο μυστικισμός τη συγκινεί τόσο ώστε να μπορεί να επωμισθεί τον θρησκευτικό ζήλο των δύο αυτών παιδιών της Αντιμεταρρύθμισης, στα τέλη του 16ου αιώνα.
Την Κόντρα δηλαδή, μεταξύ Λογικής (ενσαρκωμένης στη μητρική φιγούρα της Βαλεντίνης, στο μοναστήρι της Ίσκια, με έναν Φαίδρο ή ένα Συμπόσιο στα γόνατα και στα όμορφα χέρια να διαβάζει στα παιδιά της), Πίστης, Ερωτισμού και Αμφιθυμίας στα κείμενα των μυστικών. Και η ναπολιτάνικη Μεγαλοβδομάδα όπου λαμβάνει χώρα και λύση η περιπέτεια πυροδοτεί τον φαύλο κύκλο Ταραχής, Ανέκφραστου, Ενοχής, Ζήλειας, Άτρεπτου και Θανάτου…
Στο μικρό επίχρυσο δωμάτιο, ο Μιγκέλ περνούσε πολλές μακρόσυρτες ώρες πλάι στην Άννα και, καθώς άκουγαν την τρυφερή μητρική φωνή να τους εξηγεί κάποιο επιχείρημα ή αξίωμα, τα μαλλιά τους μπλέκονταν πάνω στις σελίδες. Ο Μιγκέλ στην ηλικία αυτή έμοιαζε πολύ της αδελφής του…
Η απώλεια της αθωότητας ξεκινάει από ένα βλέμμα ενώ η Άννα ετοιμάζεται να ξαπλώσει, ή από ένα άγγιγμα αφού η μητέρα πεθάνει… Ενώ η Άννα ήταν σαν πεθαμένη, εκείνος χαλάρωσε τα κορδόνια του κορσέ της, αναζητούσε αγχωμένα τη θέση της καρδιάς, ο σφυγμός επανήλθε κάτω από τα δάχτυλά του… Και μετά, όταν έρχεται η καμαριέρα…
Ο Ντον Μιγκέλ έτριβε συνεχώς τα χέρια του το ένα με το άλλο, λες και ήθελε να αφαιρέσει κάτι από πάνω τους. Η Άννα αργεί να καταλάβει, ο αδελφός της απομακρύνεται, νιώθει εγκαταλελειμμένη. Εκείνος βγαίνει τις νύχτες, εκείνη βάζει να τον παρακολουθούν. Κι όταν ο Μιγκέλ ζητά να είναι και η υπηρέτριά της μαζί τους, ζηλεύει και την απολύει. Εκείνος θέλει να πάει στην Ισπανία, δεν τα καταφέρνει, και μπαρκάρει με πειρατικό.
Τρεις μέρες όμως πριν… Η Ντόνια Άννα κοίταξε με προσήλωση το σκοτάδι. Ο ουρανός, εκείνη τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής, έμοιαζε γεμάτος αστραφτερές πληγές. Το κορμί της πέτρωνε από την οδύνη. Είπε: Γιατί δεν με έχετε σκοτώσει, αδερφέ μου; Το σκέφτηκα, είπε. Θα σας αγαπούσα ύστερα νεκρή. Μόνο τότε στράφηκε προς το μέρος της. Κι η Άννα διέκρινε, μέσα στο ημίφως, εκείνο το αλλοιωμένο πρόσωπο, που έδειχνε να έχει διαβρωθεί από τα δάκρυα… Έσκυψε κοντά του με απεγνωσμένη συμπόνια. Αγκαλιάστηκαν. Ο Μιγκέλ φεύγει και, όπως είναι επόμενο, πεθαίνει. Τον φυσικό θάνατο του Μιγκέλ ακολουθεί ο εν ζωή θάνατος της Άννας, η απώλεια του μηδενίζει τον χρόνο.
Αυτή η ψυχική διάθεση εξηγεί τη μηδαμινή σχεδόν επιρροή όσων της συμβαίνουν (του γάμου, της γέννησης των παιδιών της). Μοναδικό της καταφύγιο, η θρησκεία. Η Άννα αποσύρεται στο μοναστήρι. Και μέσα από την ανάγνωση των μυστικών, αναβιώνουν οι αναμνήσεις της περασμένης ευτυχίας. Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση μεταξύ πίστης και έρωτα: ο Ντον Μιγκέλ ακτινοβολούσε μέσα στη λάμψη των είκοσι του χρόνων…
Μια εικοσάχρονη επίσης Άννα φλεγόταν και ζούσε και κείνη, απαράλλαχτη, μέσα σε αυτό το φθαρμένο και γερασμένο σώμα… Πέντε μέρες και πέντε νύχτες βίαιης ευτυχίας γέμιζαν με τις αντηχήσεις και τις αναλαμπές τους απ’ άκρη σ’ άκρη ολάκερη την αιωνιότητα… Η ανάμνηση του αγαπημένου πλάσματος αποτυπώνεται και στα τελευταία της λόγια: «Mi amado».
Τα έργα της Μαργκερίτ ΓιουρσενάρΗ ερωτική πράξη για την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Και ο έρωτας είναι η βαθιά συνείδηση, γιατί μόνο με τον έρωτα μπορείς να εξελιχθείς… Η δική της εξέλιξη και ανατροφή πάντως κάπως έτσι προέκυψε… μέσα απ’ την ελευθερία, και την ανοχή.
Μεγαλωμένη από τον κοσμοπολίτη πατέρα της Μισέλ ντε Κραγιανκούρ, αφού η μητέρα της πέθανε το 1903 από επιλόχειο πυρετό, η Μαργκερίτ υπήρξε παράξενο παιδί. Η κατ’ οίκον διδασκαλία και το ανεξάρτητο πνεύμα του πατέρα της που ήθελε πάντα να προχωρεί, να μη στέκεται στα λάθη και τις επικρίσεις και η διαρκής μετακίνηση, ο νομαδισμός τους, την έμαθαν στα οκτώ της χρόνια να επιλέγει στους σταθμούς των τρένων και να ρουφάει με πάθος βιβλιαράκια τσέπης όπως οι Όρνιθες του Αριστοφάνη, η Φαίδρα του Ρακίνα.
Στα δέκα της χρόνια μαθαίνει λατινικά και στα δώδεκα αρχαία ελληνικά. Τα αγγλικά τα άρπαξε ταξιδεύοντας, όπως άλλωστε κι άλλες σύγχρονες γλώσσες και, μαζί με αυτές, αγάπησε και τη φύση αλλά και τους ανθρώπους που τις μιλούσαν… Στα δεκάξι της, εκδίδεται η πρώτη της ποιητική συλλογή, δώρο του πατέρα της, μαζί με το ψευδώνυμό της Μ. Γιουρσενάρ (αναγραμματισμός του πραγματικού). Και στα δεκαοχτώ, οι δυο μεγάλοι ήρωες της, ο Ανδριανός, ο αυτοκράτορας και ο Ζήνων, ο αλχημιστής ζούνε ήδη στη σκέψη της…
Μεσολάβησαν τα νεανικά της έργα, ο Αλέξης, η Χαριστική βολή, η Άννα, σορόρ (στα οποία πολλοί διακρίνουν επιρροές του Ζιντ αλλά και του Μαν και του Ρίλκε συμπλήρωνε η ίδια) στα χνάρια λοιπόν μιας μεγάλης ευρωπαϊκής γραφής. Και εδώ να πούμε ότι το βιβλίο αυτό, το με τόση διαύγεια, λεπτότητα και ομορφιά διατυπωμένο, έχει μεταφραστεί εξαιρετικά από τον Σπύρο Γιανναρά και, εξίσου, απολαυστικά με το πρωτότυπο.
Και ίσως είναι καιρός να εκδοθούν ξανά όλα της τα έργα, γιατί εκτός από εξαντλημένα είναι και μεταφρασμένα από την εκδότρια και προσωπική φίλη της Γιουρσενάρ, Ιωάννα Χατζηνικολή –που σε τόσους μεγάλους συγγραφείς μας μύησε –, πριν από τέσσερις δεκαετίες. Πάει πολύς καιρός (!) Μεσολάβησαν όμως και οι δικές της μεταφράσεις έργων της Βιρτζίνια Γουλφ και του Χένρι Τζέιμς, ενώ είχε επιμεληθεί και μεταφράσει ανθολογίες για τα μαύρα τραγούδια της Αμερικής Fleuve profond, sombre riviére, Negro Spirituals και για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση «Το στεφάνι και η λύρα».
Τέλος, το 1958 η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξέδωσε τη μελέτη «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη» (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση Γ. Π. Σαββίδη). Ο τόμος αυτός συνοδευόταν από μεταφράσεις ποιημάτων του Αλεξανδρινού που τις συνυπέγραφε η Γιουρσενάρ και ο Κ. Θ. Δημαράς.
Τα μεγάλα έργα που ακολούθησαν, Ανδριανού Απομνημονεύματα & Άβυσσος αντίστοιχα, αλλά και τα Αρχεία του Βορρά όπου κεντρικός χαρακτήρας είναι ο πατέρας της, διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν πολύ και της άνοιξαν τις πύλες της Γαλλικής Ακαδημίας!
Στην υποδοχή της στην Ακαδημία που προβλήθηκε το 1980 σε απευθείας μετάδοση, από την τηλεόραση η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ είπε: “Νιώθω ότι συνοδεύομαι από έναν αόρατο θίασο γυναικών που θα έπρεπε να έχει γίνει δεκτός στην Ακαδημία από τον προηγούμενο αιώνα. Αισθάνομαι τον πειρασμό να παραμερίσω για να επιτρέψω στις σκιές τους να περάσουν”.