Η Μαρία Πολυδούρη και ο Κώστας Καρυωτάκης, δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της λογοτεχνικής γενιάς του 1920, έκαναν αισθητή την παρουσία τους όχι μόνο με το ποιητικό έργο τους αλλά και με τον θυελλώδη έρωτα που γεννήθηκε ανάμεσά τους. Αν και επρόκειτο για δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, τα προσωπικά τραύματα και ο σφοδρός έρωτας που ένιωθε ο ένας για τον άλλο χαρακτήρισαν το δημιουργικό τους έργο, μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Ένας ανεκπλήρωτος έρωταςΟι δύο ποιητές γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Η εξωστρεφής, απελευθερωμένη Μαρία Πολυδούρη, γοητεύτηκε αμέσως από τον μελαγχολικό, ταλαντούχο ποιητή. Αυτός με τη σειρά του θα ερωτευτεί τη δυναμική νεαρή ποιήτρια με τα μαύρα μάτια και το γλυκό χαμόγελο.
Παρ’ όλο που και οι δύο έτρεφαν έντονα συναισθήματα, ο έρωτας τους έμεινε ανεκπλήρωτος. Με πρόσχημα την καχεκτική του εμφάνιση, ο ντροπαλός ποιητής ζητά από την Πολυδούρη να χωρίσουν. Αργότερα της εξομολογείται πως πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Παρ’ όλο που εκείνη του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, ο Καρυωτάκης δε δέχεται αυτή τη θυσία και την απορρίπτει για ακόμα μία φορά.
Αυτή η επιμονή του να χωρίσουν γέννησε στην νεαρή ποιήτρια αμφιβολίες σχετικά με την ασθένειά του. Πολλοί θεώρησαν πως η ατίθαση, μποέμικη ζωή της προβλημάτισαν τον ποιητή. Ενώ η επικοινωνία τους συνεχίζεται μέσα από επιστολές, η προδομένη πια Πολυδούρη μετακομίζει στο Παρίσι.
Και οι δύο ποιητές βρήκαν τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Τον Ιούλιο του 1928, η εσωτερική συγκρουσιακή κατάσταση του Καρυωτάκη τον οδηγεί στην αυτοκτονία με πιστόλι, σε μια παραλία του Αμβρακικού. Στο άκουσμα της αυτοκτονίας του, η ήδη επιβαρυμένη υγεία της Πολυδούρη επιδεινώνεται. Στις 29 Απρίλιου του 1930, μετά από ενέσεις μορφίνης, αφήνει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Καταρρακωμένη από τον θάνατο του Καρυωτάκη, η Πολυδούρη γράφει το ποίημα «Μόνο γιατί μ` ἀγάπησες». Μέσα από την εξομολόγησή της, ο έρωτας εξιδανικεύεται και δίνει ουσία στην ύπαρξη του υποκειμένου. Το ερωτικό βίωμα του παρελθόντος εκφράζεται αυθόρμητα και ειλικρινά. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της ποιήτριας φανερώνονται. Η σφοδρή επιθυμία για τον παρελθοντικό έρωτά της συναντιέται με τον πόνο και την μελαγχολία που φέρνει η απώλεια.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες – Μαρία ΠολυδούρηΔεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)