Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μέρες από τα περαστατικά αστυνομικής βίας στη Νέα Σμύρνη και δίναμε ραντεβού στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια, η γειτονιά της Πηνελόπης Τσιλίκα ήταν, ως συνήθως, ήρεμα, πόσω μάλλον τώρα με τα ελάχιστα καταστήματα τροφοδοσίας ανοιχτά. Μα τα Εξάρχεια είναι φιλόξενα ακόμα κι όταν όλα είναι κλειστά.
Γι’ αυτό και οι άνθρωποι του «Άμα λάχει» μας υποδέχθηκαν στον κήπο του παλιού δημοτικού σχολείου της Καλλιδρομίου που, χρόνια τώρα, λειτουργεί ως μεζεδοπωλείο – σημείο αναφοράς της περιοχής. Κάτω από τη σκιά των νεοκλασικών και των αναρριχώμενων φυτών και με ένα θερμό καλωσόρισμα – αφού ήμασταν οι πρώτοι επισκέπτες του χώρου μετά από μήνες μοναξιάς- μπήκαμε σε σκέψεις για την μεταβατική εποχή που τρέχει μαζί μας αλλά και συχνά χωρίς εμάς.
Εκτοπισμένη από το θέατρο λόγω των περιοριστικών μέτρων και με την επαγγελματική της προσοχή να έχει στραφεί σχεδόν αποκλειστικά στα οπτικοακουστικά μέσα, η Πηνελόπη Τσιλίκα δοκιμάζει ήδη εμπειρίες αυτής της νέας πραγματικότητας. Η νέα τηλεοπτική σειρά του Mega «Σιωπηλός δρόμος» σε σκηνοθεσία του κινηματογραφιστή Βαρδή Μαρινάκη απορροφά πολύ από την καθημερινή ενέργεια της, την ώρα που μια σειρά ταινιών με τη συμμετοχή της κάνουν φεστιβαλική πορεία, βρίσκονται σε αναμονή για διανομή και προβολή ή απλώς στη φάση του μοντάζ.
Συνυφασμένη με το σινεμά – το σπουδαίο της ντεμπούτο στην «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη την ακολουθεί ακόμη- η Πηνελόπη Τσιλίκα ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στην εποχή της ύφεσης αναγνωρίζοντας και αφομοιώνοντας όλες τις δυσκολίες βιοπορισμού που αυτή έφερε, ειδικά για τους νέους καλλιτέχνες.
Σήμερα, καθώς ένα ‘επαναστατικό’ τοπίο διαμορφώνεται για τα εργασιακά δικαιώματα στον χώρο των παραστατικών τεχνών κι ενώ η διαχείριση της πανδημίας έχει προκαλέσει νέα αδιέξοδα, η Πηνελόπη επιβεβαιώνει πως ανήκει στην κατηγορία εκείνη των γυναικών καλλιτεχνών με κριτικό βλέμμα και με το θάρρος διεκδίκησης.
Γιατί να τη φοβηθώ; Η τηλεόραση είναι ένα πολύ ξεχωριστό μέσο, με την έννοια ότι μπαίνει στα σπίτια των ανθρώπων. Η τηλεόραση έχει την αντίστροφη λειτουργία του θεάτρου: Στο θέατρο οι θεατές μας επισκέπτονται, στην τηλεόραση τους επισκεπτόμαστε εμείς. Το θέμα είναι να γίνεται καλή τηλεόραση και να συμβαίνουν ωραίες συναντήσεις με τους θεατές.
Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η σκηνοθεσία του «Σιωπηλού δρόμου» ανήκει στον Βαρδή Μαρινάκη;Ναι, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Εμπιστεύομαι τον Βαρδή, τόσο αναφορικά με την αισθητική του όσο και σαν άνθρωπο. Μετά την τελευταία μας συνεργασία στο «Zizoteck» κατακτήσαμε ένα κώδικα επικοινωνίας κι αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει. Ειδικά τώρα, που έχουμε στα χέρια μας ένα σενάριο που είναι ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Παρακολουθεί ένα κεντρικό γεγονός, την απαγωγή μιας ομάδας παιδιών και έχει απίστευτη δομή, αφήγηση και εξαιρετικούς χαρακτήρες.
Κι εσύ υποδύεσαι μια δημοσιογράφο.Ναι, τη Θάλεια. Είναι μια κοπέλα που ζει υπό το βάρος της σκοτεινής σχέσης με την οικογένεια της, από την οποία “απέδρασε” με το που τέλειωσε το σχολείο. Μετά από πολύ καιρό, επιστρέφει στην Αθήνα με σκοπό να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Και χωρίς να καταλαβαίνει γιατί ακριβώς, εμπλέκεται στην υπόθεση της απαγωγής – αλλά όχι μέσα από την επαγγελματική της ιδιότητα.
Η δημοσιογραφία λίγο έλειψε να γίνει και πραγματική ιδιότητα σου, σωστά;Ναι, έγραφα σε ένα φοιτητικό περιοδικό, στο «Καλειδοσκόπιο». Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, μου αρέσει το γράψιμο και, κατά κάποιον τρόπο, το ότι έγραφα στο συγκεκριμένο περιοδικό με οδήγησε στο να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Ένας από τους συντάκτες του περιοδικού δούλευε σαν βοηθός σκηνοθέτη στη «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, και πήγαμε στα γυρίσματα για να παίξουμε κάτι φοιτητές – αυτό που ήμασταν δηλαδή. Είδα πώς γίνεται ένα γύρισμα από κοντά, με γοήτευσε κι αισθάνθηκα, χωρίς να το περιμένω, μια οικειότητα με τη διαδικασία του γυρίσματος.
Ναι. Σε κάθε παράσταση, ταινία ή σειρά που παίζω, δουλεύω πάρα πολύ γράφοντας. Προσπαθώ να δημιουργώ μιαν αφήγηση γύρω από την ιστορία και το πρόσωπο που υποδύομαι, και προσωπικά με βοηθάει πολύ – αφομοιώνω καλύτερα το υλικό μου.
Έχεις αποπειραθεί να γράψεις ελεύθερα κείμενα;Όχι. Ό,τι γράφω σχετίζεται πάντα με την δουλειά μου πάνω σε κάτι.
Σκέφτομαι πως έχεις περάσει από όλα – από το σινεμά, από το θέατρο, από την τηλεόραση με έναν ωραίο και δημιουργικό τρόπο. Πώς το εξηγείς;Κάνοντας αυτή τη δουλειά είμαι σ’ έναν διαρκή και ενεργητικό διάλογο με τον κόσμο, κι αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί, από καμία διάψευση
Καθετί από όλα αυτά είναι διαφορετικό, σε εισάγει σε έναν άλλο τρόπο ύπαρξης και δράσης, έχει άλλο δείκτη δυσκολίας αλλά τα αγαπώ όλα πολύ. Με βάζουν σε μια διαφορετική λειτουργία κάθε φορά, γι’ αυτό και επιδιώκω όσο μπορώ στη δουλειά μου να υπάρχει μια εναλλαγή από το ένα μέσο στο άλλο. Νομίζω ότι αυτή η εναλλαγή εμπλουτίζει τη δουλειά μας.
Ναι, έπαιξε μεγάλο ρόλο πως η πρώτη μου δουλειά ήταν η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη. Ο Παντελής με σύστησε σε έναν τρόπο δουλειάς – ο οποίος έχει να κάνει με την καθαυτή υποκριτική στην κάμερα. Και συνάμα μου ανέθεσε ένα ρόλο κάπως κρυφό, η Όρσα ήταν ένας ρόλος- ερωτηματικό. Όλη αυτή η συνθετότητα με συνεπήρε απίστευτα.
Τι σε κάνει να προκρίνεις το σινεμά τελικά;Το σινεμά έχει ένα πλεονέκτημα: Σου δίνει την ευκαιρία να εστιάσεις στον άνθρωπο, στο πρόσωπο. Παρακολουθώντας μια ταινία ‘βλέπεις’ στην οθόνη έναν άνθρωπο που κοιτάει, αντιδράει, σκέφτεται κάτι που δεν είναι απόλυτα φανερό, και σου δίνει την ευκαιρία να αναρωτηθείς. Αυτό στο θέατρο αντικαθίσταται με τη λειτουργία του λόγου, η οποία είναι πολύ σημαντική και σπάνια, κάπως εκλείπει η ικανότητα να αρθρώσουμε λόγο δομημένο, ειλικρινή και βαθύ. Στο θέατρο νομίζω έχουμε – ή μάλλον είχαμε προ lockdown – μια πολύ ευρεία παραγωγή. Θα ευχόμουν να είχαμε μια εξίσου δυνατή κινηματογραφική βιομηχανία, που θα δημιουργούσε ταινίες που θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε, να παίζουμε περισσότερο και θα ευνοούσε τη διαμόρφωση ενός σταθερού κινηματογραφικού κοινού στην Ελλάδα.
Σε είδα σε μια ωραία ταινία που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το «Kalazar».Πιστεύω πολύ στη συντροφικότητα, δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο όχημα για να διανύσουμε τη ζωή μας
Ναι, κι ήταν μια πολύ πλούσια διαδικασία. Η σκηνοθέτις του «Kalazar», η Τζάνις Ραφαηλίδου, είναι μια σπάνια περίπτωση. Έχει ένα τρομερό κριτήριο, μια καλώς εννοούμενη ευαισθησία απένταντι στον κόσμο, και την ανοιχτότητα και την ικανότητα να μετατρέπει το τυχαίο σε κάτι ποιητικό. Είναι μια πολύ ξεχωριστή ταινία, έχει ταξιδέψει ανά τον κόσμο στα Φεστιβάλ κι ελπίζουμε να πάρει διανομή κι εδώ μόλις ανοίξουν τα σινεμά.
Στο μεταξύ, έκανες και γυρίσματα στην Ιταλία προ μηνών, έτσι δεν είναι;Ναι, κάναμε μια ταινία με τον Θάνο Αναστόπουλο. Βρεθήκαμε στην Τεργέστη τον Νοέμβριο, όταν εδώ έκλειναν όλα. Κι είχαμε στα χέρια μας μόνο ένα περίγραμμα του σεναρίου. Γυρίσαμε μια ταινία για την εξέλιξη της οποίας δεν ήμασταν σίγουροι. Και αυτός είναι ο τρόπος του Θάνου∙ δουλεύει πολύ αυτοσχεδιαστικά και θέλει οι ηθοποιοί του να γνωρίζουν τα ελάχιστα για όσα πρόκειται να συμβούν.
Καταλαβαίνω πως παρά την δυσκολία διανύεις μια δημιουργική περίοδο. Έχεις αναρωτηθεί πώς έχεις φτάσει εδώ: Ήταν θέμα τύχης, ταλέντου, εργατικότητας;Ήταν όλα αυτά σε συνάρτηση, νομίζω. Ας πούμε, ήταν τύχη που ως φοιτήτρια ακόμα στην δραματική σχολή συμμετείχα στην ταινία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη. Σε ένα γύρισμά της με είδε ο Παντελής, και- ενώ δεν μπορούμε να το πούμε με απόλυτη σιγουριά – αλλά νομίζω ότι αυτό έπαιξε κάποιον ρόλο στο ότι τελικά συμμετείχα στην ταινία του.
Τι έχει αλλάξει στον τρόπο που έβλεπες την δουλειά αυτή ξεκινώντας, μέχρι σήμερα;Μόνο με παραδοχές, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Πρέπει να κάνουμε και ερωτήσεις
Έχουν περάσει οκτώ πολύ πυκνά χρόνια. Στην «Μικρά Αγγλία» βούτηξα με τον ενθουσιασμό του ανθρώπου που δεν ξέρει αν θα ξαναδουλέψει ως ηθοποιός. Μεγαλώνοντας μαθαίνω, εξελίσσω τα μέσα μου, εξασκώ το θάρρος και την περιέργεια μου. Και είμαι πιο ήρεμη στον τρόπο που δουλεύω.
Ενθουσιασμός υπάρχει ακόμα;Όταν έδωσα εξετάσεις στη δραματική του Εθνικού το έκανα με την συνείδηση ότι απλώς δοκιμάζω κάτι και τις δυνάμεις μου σε αυτό. Και το θέατρο ήταν κάτι που ερωτεύτηκα. Από τη στιγμή που μπαίνεις επαγγελματικά μέσα σε αυτό, βλέπεις άλλες πτυχές της πραγματικότητας και της εργασιακής συνθήκης. Πλέον, η δουλειά μου στο θέατρο και στο σινεμά είναι μια συνειδητή επιλογή, γνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα και τους κινδύνους που ενέχει.
Σε βρήκαν διαψεύσεις;Βεβαίως. Και εκπλήξεις, και διαψεύσεις. Ωστόσο, για να συνεχίζω να δουλεύω εδώ, η πλάστιγγα γέρνει στο πιο θετικό αποτύπωμα. Κάνοντας αυτή τη δουλειά είμαι σε ένα διαρκή και ενεργητικό διάλογο με τον κόσμο, κι αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί, από καμία διάψευση.
Δηλαδή, δεν φαντάστηκες τον εαυτό σου ως δικηγόρο;Έπαψα να με φαντάζομαι δικηγόρο από το πρώτο έτος της Νομικής, σχεδόν με το που μπήκα.
Και τελικά δεν πήρες πτυχίο. Πάντως, δεν δείχνεις να μετανιώνεις γι’ αυτό.Όσο σπούδαζα στη δραματική, διάβαζα τα καλοκαίρια και έδινα μαθήματα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Μόλις, όμως, αποφοίτησα και άρχισα να δουλεύω, έβρισκα δικαιολογίες, πως δεν προλαβαίνω. Πλέον σκέφτομαι πως δεν υπάρχει λόγος να περάσω τα τρία μαθήματα που απομένουν για να λέω πως έχω ένα πτυχίο ή για να καθησυχάσω τους δικούς μου πως έκλεισα ένα κύκλο, και έχω μια επιπρόσθετη ασφάλεια. Δεν είναι αναγκαίο να κλείνουν όλοι οι κύκλοι, κάποιοι κύκλοι θεωρώ πως είναι καλό να διακόπτονται, για να ανοίγουν άλλοι.
Έχεις κι άλλους ‘ανοιχτούς λογαριασμούς’;Έχουν ανοίξει τόσα μέτωπα συζητήσεων, διεκδικήσεων, ψαλιδίσματος των δικαιωμάτων μας, θεωρώ απίθανο τα πράγματα να παραμείνουν ως είχαν∙ ήδη έχουν αλλάξει
Δίπλωμα οδήγησης. Είναι στις άμεσες προτεραιότητες…
Θυμάσαι πρωτογενώς τι σε οδήγησε στα Νομικά;Ήδη από το σχολείο, παρότι δεν είχα μια και μοναδική κλίση προς κάτι, ήξερα ότι έτρεφα την ανάγκη να ασχοληθώ με τους ανθρώπους και όχι με τους αριθμούς. Και πίστευα ότι η Νομική ήταν ένας κλάδος που θα το εξασφάλιζε αυτό με διάφορους τρόπους. Στην πορεία αγάπησα μαθήματα γύρω από το Συνταγματικό και το Ποινικό Δίκαιο, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι θα είμαι πράγματι χαρούμενη αν γίνω δικηγόρος.
Θα έλεγες πως είσαι ανθρωποκεντρικό πλάσμα;Κανείς μας δεν ζήτησε να γεννηθεί, κανείς δε ρωτήθηκε πριν έρθει στη ζωή σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Αυτό προκαλεί στον καθένα μας μια απορία, είτε μπορούμε να τη διατυπώσουμε είτε όχι, και αυτή η απορία θεωρώ ότι μας ενώνει. Πιστεύω στη γνωριμία των ανθρώπων, στη δημιουργία διαλόγου και σχέσεων με τους γύρω μας, γιατί με αυτούς μοιραζόμαστε ισότιμα την υπαρξιακή συνθήκη. Προσωπικά, πιστεύω πολύ στη συντροφικότητα, δε μπορώ να φανταστώ καλύτερο όχημα για να διανύσουμε τη ζωή μας.
Είσαι τυχερή σ’ αυτό το κομμάτι;Ναι, είμαι ευγνώμων και για την οικογένεια μου, και για τους φίλους μου και για τους ανθρώπους που έχω συναντήσει μέσα από το θέατρο και το σινεμά.
Τι αποτύπωμα επιδιώκεις ν’ αφήνεις μέσα στην περιπέτεια της ζωής;Θεωρώ πως η διαχείριση της πανδημίας στην Ελλάδα και αλλού, έγινε με πρώτο γνώμονα να ελεγχθεί ο πληθυσμός – κι όχι να είναι ασφαλής
Να προσπαθώ να μην φοβάμαι. Ν’ αναρωτιέμαι για τα πράγματα. Μόνο με παραδοχές, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Πρέπει να κάνουμε και ερωτήσεις.
Απαντήσεις έχεις;Προς το παρόν καμία και δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχαμε απαντήσεις καθαρές και στέρεες. Νομίζω, μεγαλύτερη σημασία έχει να επεξεργάζεσαι και να αναδιατυπώνεις διαρκώς τα ερωτήματα. Έτσι ενδεχομένως φωτιστούν κάποιες πτυχές∙ απάντηση δεν ξέρω αν θα πάρουμε.
Που εντοπίζεις το κέντρο σου, αυτό που σε επαναφέρει σε μιαν ισορροπία στην τρέχουσα δυστοπική συνθήκη;Στους ανθρώπους που αγαπώ. Στη γνώση πως μοιράζομαι αυτήν την τραυματική εμπειρία με κάθε άνθρωπο με τον οποίο διασταυρώνομαι στο δρόμο. Κι αυτό μου δίνει δύναμη και πίστη πως θα μπορέσουμε να το περάσουμε όλο αυτό χωρίς να ακρωτηριαστεί η ύπαρξή μας. Ίσως και να διεκδικήσουμε τον χώρο που δικαιούμαστε. Το γεγονός πως συνεχίζουμε σημαίνει κάτι∙ ότι προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε μέσα στις συνθήκες. Γιατί αυτές οι συνθήκες μας ενώνουν.
Τι πιστεύεις ότι μας περιμένει μετά την πανδημία;Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Πάντως, έχουν ανοίξει τόσα μέτωπα συζητήσεων, διεκδικήσεων, ψαλιδίσματος των δικαιωμάτων μας, θεωρώ απίθανο τα πράγματα θα παραμείνουν ως είχαν, ήδη έχουν αλλάξει.
Φορτίζεσαι με όσα συμβαίνουν, με την αστυνομική βία, με τον διαρκή εγκλεισμό, την καλπάζουσα ανεργία;Αν κάτι κέρδισα με τα χρόνια, είναι να έχω έναν πιο ανοιχτό τρόπο σκέψης και συνύπαρξης με τους άλλους
Πάρα πολύ, και κυρίως με τον τρόπο που το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες. Από τη μία αισθάνομαι ότι, ενώ συντελούνται διεκδικήσεις που δεν είναι παράνομες, ούτε υπερβολικές – μιλάμε για δικαιώματα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα – παρόλα αυτά, μας απευθύνονται σαν άτακτα παιδιά που δεν κάθονται φρόνιμα. Και από την άλλη, εντελώς αντίστροφα, όταν η ευθύνη βαραίνει, μετατρέπονται σε παιδιά έξι χρονών που μας απευθύνονται σαν δασκάλους, στους οποίους δικαιολογούνται πως π.χ. δεν ήξεραν, εκείνοι δεν έκαναν τίποτα κακό, για να γλιτώσουν την αποβολή.
Εκτιμάς ότι μπαίνουμε σε μια εποχή ελέγχου;Ναι, θεωρώ πως η διαχείριση της πανδημίας στην Ελλάδα και αλλού, έγινε με πρώτο γνώμονα να ελεγχθεί ο πληθυσμός – κι όχι να είναι ασφαλής. Αισθάνομαι πως μπαίνουμε σε μια εποχή μεγάλων αναταραχών, ελπίζω να μην εξελιχθεί σε μια σκοτεινή εποχή.
Γενικά, φοβάσαι την αλλαγή;Όχι. Η αλλαγή είναι ένας τρόπος εξέλιξης, υπάρχει μέσα στη φύση. Το βλέπουμε γύρω μας τέσσερις φορές το χρόνο. Κι εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε διαρκώς, μέσα από τις εμπειρίες και τις συναντήσεις με τους ανθρώπους.
Τι έχει αλλάξει πολύ δυναμικά σε σένα;Αν κάτι κέρδισα με τα χρόνια, είναι να έχω έναν πιο ανοιχτό τρόπο σκέψης και συνύπαρξης με τους άλλους.
Είσαι αντιδραστικό πλάσμα;Όταν αισθάνομαι ότι πλήττεται ένας βαθύς πυρήνας αξιών, ναι.
Τι θα έλεγες ότι περιγράφει τις στέρεες αξίες σου;Πιστεύω πολύ στην αλληλεγγύη, στην αξιοπρέπεια, στην αγάπη, στη συντροφικότητα.
Έννοιες που, πιθανώς, ακούγονται και παρωχημένες σε μια εποχή που τα έχει αλέσει όλα με βία…Πράγματι, η έννοια της αλληλεγγύης έχει πληγεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Τουλάχιστον, στη δική μας δουλειά, η αλληλεγγύη έδωσε τη θέση της στον ανταγωνισμό, ο οποίος με τη σειρά του ευνόησε την άνθιση και την ατιμωρησία κακοποιητικών συμπεριφορών. Ευτυχώς, με αυτή την παύση που έχει συμβεί, κάπως καταλάβαμε ότι χωρίς αλληλεγγύη, δεν μπορείς να προχωρήσεις.
Διάβασα πρόσφατα μια άποψη-άρθρο σου και ξαφνικά σε είδα πλάι σε εκείνες τις γυναίκες που μίλησαν ανοιχτά για μια κακοποίηση. Κάνω λάθος;Μπαίνοντας στο θέατρο, διδαχτήκαμε – από κάποιους, όχι από όλους – πως η ανοχή κακοποιητικών συμπεριφορών είναι μέσα στις προδιαγραφές αυτής της δουλειάς
Όταν ξεκίνησε αυτή η σειρά αποκαλύψεων από την Σοφία Μπεκατώρου και στη συνέχεια από τη Ζέτα Δούκα, αισθάνθηκα ότι άνοιξε ένας χώρος ώστε πραγματικά να μπορέσουμε να συζητήσουμε για το πώς φτιάχνονται οι παραστάσεις, πριν μπουν οι θεατές στην αίθουσα. Το θέατρο δεν είναι εύκολος χώρος – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν κρούσματα κακοποίησης σε κάθε εργασιακό χώρο. Απλώς, μπαίνοντας στο θέατρο, διδαχτήκαμε – από κάποιους, όχι από όλους, πως η ανοχή κακοποιητικών συμπεριφορών είναι μέσα στις προδιαγραφές αυτής της δουλειάς. Υπήρχε η αντίληψη ότι ο κάθε σκηνοθέτης θα σε φέρει στα όριά σου, για να υπερβείς τον ναρκισσισμό και την τάση για συντήρηση δυνάμεων που υπάρχουν σε όλους τους ανθρώπους. Προσωπικά, δεν μπορώ να φανταστώ πώς αυτό μπορεί να συμβεί με την κακοποίηση του νευρικού συστήματος των ηθοποιών, δηλαδή του οργάνου τους, χωρίς συντροφική σκέψη και με εντελώς διαρρηγμένο τον δεσμό εμπιστοσύνης. Έχουν ανέβει παραστάσεις με αυτόν τον τρόπο δουλειάς και αναρωτιέμαι πώς θα έμοιαζαν αυτές οι παραστάσεις αν η διαδικασία των προβών και η σχέση των συντελεστών ήταν διαφορετική.
Έχεις υπάρξει θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς;Δεν νομίζω πως υπάρχει ηθοποιός που δεν έχει δεχτεί βία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Η κακοποιητική συμπεριφορά δεν έχει μόνο έναν αποδέκτη∙ την υφίστανται όλοι όσοι είναι μάρτυρες ενός τέτοιου γεγονότος. Δημιουργείται μια κατάσταση βίας που υπομένει μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων.
Η απόφαση να κοινοποιήσεις τις σκέψεις σου γι’ αυτό το φαινόμενο ήταν ένα είδος χρέους στον εαυτό σου ή και σε άλλους;Αυτή τη στιγμή, καθώς η συζήτηση έχει ανοίξει, είναι χρέος και προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους να συνεισφέρουμε όπως μπορούμε, στη διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης του τρόπου που γίνεται αυτή η δουλειά.
Μετά από μια τέτοια τραυματική εμπειρία, πώς νομίζεις ότι επανέρχεται ο ηθοποιός σε εργασιακή τροχιά;Κάθε κατάσταση που εμπνέει φόβο προκαλεί ένα τραύμα, που προφανώς έχει ανάγκη να επουλωθεί. Γίνονται παραστάσεις από τις οποίες βγαίνουμε κουτσοί. Και είναι στο χέρι του καθένα να βρει τον τρόπο να θεραπευτεί. Την ίδια ώρα, τέτοιες καταστάσεις είναι και μεγάλα μαθήματα, για το πώς να συνεχίσεις – από την στιγμή που θέλεις να συνεχίσεις να ασχολείσαι με τις ιστορίες και τους ανθρώπους.
Κακοποιητικά συμβάντα κλόνισαν την εμπιστοσύνη σου στους ανθρώπους ή δεν θέλεις να τους βάλεις όλους στο ίδιο τσουβάλι;Δεν νομίζω πως υπάρχει ηθοποιός που δεν έχει δεχτεί βία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο
Υπάρχουν σκηνοθέτες και ηθοποιοί που είναι συνειδητοποιημένοι, συνεργατικοί, αναλαμβάνουν την ευθύνη τους, έχουν ταλέντο και δε χάνουν την ανθρωπιά τους όταν τα βρίσκουν σκούρα. Είναι άδικο να λέμε πως αυτός ο χώρος είναι άρρωστος – γιατί δεν είναι. Κι αν σε κομμάτια του ασθενεί, δεν μπορούμε να ενοχοποιήσουμε γι’ αυτό μεμονωμένα την θεατρική πρακτική, οι θύτες θα ήταν θύτες όποια δουλειά κι αν έκαναν. Αυτή τη στιγμή, το θέατρο έχει γίνει ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Είναι κρίμα να δαιμονοποιούμε το θέατρο ή το σινεμά καθαυτά, ενώ η βία υπάρχει σε όλες τις σχέσεις, υπάρχει στον δρόμο, στην κάθε μέρα μας.
Θα περίμενε κανείς πάντως πως η τέχνη θα είναι πιο υγιής χώρος.Ίσως επειδή πολλές φορές διαμορφώνεται ένα ασαφές πλαίσιο δουλειάς και δημιουργίας, η “ιδιορρυθμία” του καλλιτέχνη κερδίζει έδαφος και επιτρέπει πολλά. Γι’ αυτό και, μέχρι σήμερα, οι θύτες όχι μόνο δεν αναρωτιόντουσαν για τις πρακτικές τους, αλλά έντυναν την κακοποιητική τους συμπεριφορά με τον μανδύα μιας ιδιορρυθμίας που συναντάται συχνά σε καλλιτεχνικές ιδιοφυίες, συνδυασμός που σπάνια συνέβαινε πράγματι. Η ντροπή – με την έννοια της ευθύνης απέναντι στο σύνολο για τη δουλειά που αναλαμβάνει κάποιος – δυστυχώς έχει ατονήσει, το βλέπεις πεντακάθαρα στον πολιτικό χώρο, πώς να μην το δεις στο θέατρο.
Πώς παρακολουθείς την κινηματική προσπάθεια έκθεσης του προβλήματος που έχει διαμορφωθεί στην θεατρική κοινότητα;Καταρχάς, η πανδημία έπαιξε ένα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό. Κάναμε παύση εργασιών και κλειστήκαμε στα σπίτια μας, στρέψαμε το βλέμμα μέσα μας και αυτό βοήθησε να αναδυθούν οι πτυχές του ζητήματος, και ήμασταν δίπλα ο ένας στον άλλο.
Που εύχεσαι να οδηγήσει όλο αυτό;Στον επαναπροσδιορισμό των όρων εργασίας. Στο μέλλον πιστεύω πως θα μπορούμε να μιλάμε περισσότερο με όρους εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και συνεργατικότητας.
Ελπίζεις να αφήσει και κοινωνικό αποτύπωμα;Όχι, δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι επειδή κάποιος άλλος ξεπέρασε τα όρια απέναντι σου
Να μην είναι μια κίνηση εσωτερικής κατανάλωσης; Αυτό που έχει ήδη συμβεί είναι ότι υπήρξαν άνθρωποι με θάρρος που είπαν «είμαι αυτός/αυτή και μου συνέβη αυτό το πράγμα». Κι αυτό απάλυνε την, εντελώς στρεβλά τοποθετημένη, ντροπή. Όχι, δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι επειδή κάποιος άλλος ξεπέρασε τα όρια απέναντι σου.
Η πανδημία έχει ταυτιστεί με το #metoo αλλά και με τον κλειστό πολιτισμό. Πόσο οξύμωρο είναι αυτό;Οι συζητήσεις αυτές είναι το μόνο κέρδος αυτού του χρόνου χωρίς θέατρο και σινεμά. Κατά τα άλλα δεχόμαστε ένα ξεκάθαρο πλήγμα. Το βιώνουν και οι εργαζόμενοι στον Πολιτισμό αλλά και οι θεατές, που δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν αν θα πάνε ή όχι να δουν μια παράσταση, μια ταινία, έναν πίνακα, έναν αρχαιολογικό χώρο. Κι αυτή η απώλεια της πιθανότητας και της επιλογής έχει ήδη αφήσει τα ίχνη της, σε όλη την κοινωνία.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα πρωταγωνιστεί στη νέα σειρά του Mega “Σιωπηλός δρόμος” σε σκηνοθεσία Βαρδή Μαρινάκη.
Η σειρά κάνει πρεμιέρα στις 4 Απριλίου.
Πρωταγωνιστούν επίσης οι: Δημήτρης Λάλος, Αντώνης Καφετζόπουλος, Χρήστος Λούλης, Ανθή Ευστρατιάδου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Νικόλας Παπαγιάννης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννος Περλέγκας, Μυρτώ Αλικάκη και Χριστίνα Φαμέλη.