Είναι ένα κοινό αίτημα που πηγάζει από χιλιάδες αλήθειες. Γιατί το θέατρο δεν είναι μόνο η καθαυτή τέχνη. Είναι οι άνθρωποι που το υπηρετούν, το αγαπούν, το μελετούν, το αναζωογονούν. Είναι οι άνθρωποι φτιαγμένοι από τα υλικά του.
Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, δραματολόγοι, μεταφραστές. Σε όλον τον κόσμο. Κι έτσι πλάι σε κάθε πρόσωπο – 40 καλλιτέχνες της πρώτης γραμμής του θεάτρου μιλούν εδώ – υπάρχει ένα ξεχωριστό γιατί, μια προσωπική ερμηνεία και αιτιολογία, συχνά συγκινητική, άλλοτε βαθιά ρεαλιστική αλλά πάντα επιτακτική. Το θέατρο μπορεί να γιορτάσει μόνο με ανοιχτές σκηνές.
Είναι γνωστό ότι το θέατρο δεν είναι αυτό που συμβαίνει στη σκηνή αλλά αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στη σκηνή και στην πλατεία. Αυτή η συνάντηση στον φυσικό χώρο είναι που λείπει και τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ.
Τα θέατρα πρέπει να ανοίξουν γιατί δεν τρώμε! Μικρή μερίδα ανθρώπων κυριολεκτικά, τεράστια μερίδα ανθρώπων πεινάει πνευματικά! Γιατί τη στιγμή που σβήνουν τα φώτα στην πλατεία και ανοίγουν στη σκηνή, η ψυχή μας δέχεται τροφή και το μυαλό μας πνευματικές βιταμίνες! Το θέατρο προσφέρει στο γενικό καλό, δημιουργεί πολιτισμό, γιατρεύει τα ψυχικά κομμάτια μας που ασθενούν, μας συνδέει ξανά με κομμάτια που έχουν ξεχαστεί και θα ‘πρεπε να τα θυμόμαστε και μας διδάσκει πράγματα τα οποία μας εξελίσσουν. Γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι με το θέατρο, γι’ αυτό το χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ αυτήν εποχή.
Γιώργος Βαλαής, ηθοποιός – σκηνοθέτηςΜια θεατρική παράσταση είναι μια πραγματικότητα με την μορφή ονείρου, που συμβαίνει μέσα στις διαστάσεις της ζωής που ζούμε κι όχι σε μια οθόνη. Αυτή η διαφορά σημαίνει ότι το θέατρο ή θα είναι ζωντανό ή τίποτα. Η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση έχει εξαφανίσει την δυνατότητα να πάμε σε ένα μέρος τηρώντας τους υγειονομικούς κανόνες, να σωπάσουμε και να δούμε πλευρές της ζωής μας να ξεδιπλώνονται μπροστά μας. Το θέατρο είναι μέρος ενός συλλογικού ονείρου που πρέπει να δούμε ξανά. Ζούμε λιγότερο χωρίς αυτά τα όνειρα.
Θοδωρής Γκόνης, σκηνοθέτης – συγγραφέαςΤο θέατρο είναι υπηρεσία πρώτης ανάγκης. Δεν απευθύνεται σε μυστικές σέχτες που συναντιούνται κάθε που γεμίζει το φεγγάρι. Δεν είναι πολυτέλεια η σκηνή, ούτε οι ηθοποιοί χομπίστες που ζούνε με αέρα κοπανιστό πάνω στα σύννεφα. Το θέατρο είναι ο παρήγορος καθρέφτης που όλοι αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας: Αυτός ο εαυτός που άλλες φορές θέλουμε να του δώσουμε μια αγκαλιά κι άλλες φορές να τον στήσουμε στα πέντε μέτρα.
Κλειστά θέατρα σημαίνει κλειστά στόματα, κλειστά αυτιά, κλειστά μάτια. Κλειστά θέατρα σημαίνει κλειστές ζωές, νεκρές ζωές. Το θέατρο πρέπει να είναι ανοιχτό, όπως τα φαρμακεία και οι φούρνοι. Παρηγορεί και τρέφει το θέατρο, φάρμακο και ψωμί είναι σ’ αυτές τις σκοτεινές μέρες.
Έχοντας κάνει σχέσεις ζωής μέσα στο θέατρο μου λείπει ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και της καθημερινότητας μου. Περιμένω να ανοίξουν τα θέατρα για να μπούνε και πάλι όλα στη θέση τους.
Σ έναν ρημαγμένο- ηθικά και οικονομικά, τόπο προς πώληση, σε μια στρατιωτικοποίηση της ζωής αλά Βόυτσεκ, το θέατρο εκτιμάται και προτιμάται, μόνο, ως είδος υπνωτικής πολυτέλειας, και όχι σαν ζωτικό μέσο αγρυπνίας. Και αυτό είναι αποκαλυπτικό για τους εραστές του, γιατί είναι ένα τοπίο ολοκάθαρο και γυμνό.
Κάτια Γκουλιώνη, ηθοποιόςΗ παρωδία που παίζεται τον τελευταίο χρόνο σε σχέση με τα μέτρα θα πρέπει να ρίξει αυλαία και οι εμπνευστές θιασάρχες της να αντιληφθούν έστω κι αυτή την ύστατη στιγμή ότι τα πραγματικά θέατρα και οι πραγματικοί κινηματογράφοι είναι σε κώμα όπως και οι εργαζόμενοι τους. Κάτι για το οποίο δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα, ούτε καν μία αναφορά από την πολιτεία. Είναι περιττό να αναφερθεί ότι οι χώροι αυτοί τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας, μέσω των κρατήσεων υπάρχουν τα στοιχεία για τυχόν ιχνηλάτηση, οι θέσεις είναι οριοθετημένες όπως και ο αριθμός των επισκεπτών.
Μάλλον, δεν είναι αρκετοί οι λόγοι αυτοί για να τραβήξουν την προσοχή από την ατζέντα των ιδιωτικοποιήσεων, της καταστολής, του τσιμεντώματος, των φολκ εξωφύλλων, της κακοποίησης του περιβάλλοντος, της τέχνης να μην υπάρχει ανάληψη πολιτικής ευθύνης και των αλλεπάλληλων πογκρόμ λογοκρισίας. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε, ακόμα και τα αυτονόητα.
Γιατί το θέατρο, όπως άλλωστε και όλες οι εκφάνσεις του πολιτισμού, πηγάζει από τη σύνθετη ανθρώπινη ιδιότητα και απαντά στις πολύπλοκες ανάγκες μας για ονειροπόληση, κατανόηση της φύσης μας, σύνδεση με τους ομοίους μας, ψυχαγωγία, στοχασμό, δημιουργία. Το “μαμ-κακά και νάνι” δεν μας είναι ποτέ αρκετό, από τη στιγμή της γέννησής μας ως το θάνατό μας. Ενδιαμέσως, θέλουμε και να ζήσουμε.
Οι αλλαγές συντελούνται βουβά. Πίσω, κάτω κι ανάμεσα σε αυτά που λέγονται και γράφονται. Προετοιμάζονται καιρό μέσα στα βλέμματα, στις χειρονομίες, στη σιωπή. Και μια μέρα ξαφνικά (ένα ξαφνικά, που διαρκεί πολύ) αλλάζουν οι ιεραρχίες, οι σχέσεις, τα έργα, τα λόγια. Είναι η στιγμή της ακαταστασίας. Σ’ αυτήν ελπίζω. Όσο κρατήσει. Μέχρι να εδραιωθεί ο νέος κονφορμισμός. Προσαρμοσμένος στις καινούργιες απαιτήσεις.
Υπάρχει ένας θεατής που έρχεται και βλέπει τα πάντα. Κάθε φορά που ανεβαίνει μία παράσταση στην οποία συμμετέχω ξέρω ότι κάποια στιγμή θα τον εντοπίσουμε ανάμεσα στο κοινό. Και χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί οι άνθρωποι που δουλεύουμε στο θέατρο λίγο- πολύ τον “ξέρουμε” και μπορώ να πω πως πια σχεδόν τον περιμένουμε να εμφανιστεί.
Έρχεται πάντα περιποιημένος, ήσυχος, δεν κάθεται ποτέ πολύ μπροστά. Μετά την παράσταση μένει για λίγο έξω από το θέατρο. Δεν περιμένει να δει τους ηθοποιούς. Απλά δεν θέλει να φεύγει αμέσως. Μέσα στα χρόνια ξεθάρρεψα και του λέω πια ένα “ευχαριστώ που ήρθατε” και μια “καληνύχτα”. Λίγο παράξενος μου φαινόταν.
Πριν δυο-τρία χρόνια κάποιος από τον θίασο του έπιασε κουβέντα. Και κάπως έτσι μάθαμε πως δουλεύει ως νοσηλευτής σε ένα ίδρυμα και ότι η δουλειά του μεταξύ άλλων είναι να προστατεύει τους ασθενείς από το να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Και πως προσπαθεί να βλέπει θέατρο κάθε βράδυ. ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ. Γιατί το θέατρο λέει τον βοηθάει να μη χάσει το μυαλό του. Τον σκεφτόμουν συχνά όλον αυτόν το χρόνο που είμαστε κλειστά. Θα ήθελα να ανοίξουν τα θέατρα για να τον ξαναδώ.
Η νεαρή, που θέλει να γίνει ηθοποιός και απαγγέλει το πρωτόλειο έργο του νεαρού, που θέλει να γίνει συγγραφέας, στο «Γλάρο» του Άντον Τσέχωφ λέει μεταξύ άλλων: «Μέσα μου η ανθρώπινη συνείδηση έγινε ένα με το ένστικτο του ζώου. Κρύο κρύο κρύο, ερημιά ερημιά ερημιά, τρόμος τρόμος τρόμος». Να ανοίξουν τα θέατρα! Γιατι το κατά μόνας μας κούρασε, μας κατέθλιψε και κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε και γιατί ζούμε. Χρειαζόμαστε παρηγοριά, ενδυνάμωση και αναστοχασμό μέσα από μια κοινή ζωντανή εμπειρία. Αυτή την κοινή ζωντανή εμπειρία την προσφέρει το θέατρο. Το γέλιο να μαλακώσει τον πόνο, η συγκίνηση να μας θυμίσει ότι ανήκουμε στο ανθρώπινο είδος και να μας ενώσει η αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι κι αδύναμοι.
Βασίλης Κουκαλάνι, ηθοποιός – σκηνοθέτηςΖούμε ημέρες στέρησης. Ημέρες πολιορκίας. Η συλλογική φαντασία στέκει μουδιασμένη απέναντι στο ενδεχόμενο να έχει φτάσει η ημερομηνία λήξης του κόσμου όπως τον ξέραμε. Άρα, χρειαζόμαστε από κοινού κι από σκηνής μια εναλλακτική φαντασία, στοχαστική, παρηγορητική, ενεργοποιητική!
Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει πατήσει φρένο και τα βαγόνια του στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο. Όμως, ο άυλος πολιτισμός του θεάτρου είχε και έχει λόγο επάνω (και) σε αυτή τη συνθήκη! Η ίδια η αίσθηση του τι είναι πραγματικό και τι όχι, ατονεί.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, περισσότερο από ποτέ, να πειραματιστούμε (πάλι) με τις αισθήσεις και τα όριά μας, να επανεκκινήσουμε (πάλι) την ενσυναίσθηση. Τι άλλο μπορεί να λειτουργήσει σαν αντίβαρο μπροστά σε τόση δυστοπία, από την μυθοπλασία; Τη δημιουργία του δικού μας συλλογικού αφηγήματος.
Ποιος άλλος θεσμός μπορεί να θεραπεύσει με τον τρόπο που το κάνει το θέατρο, την πιο συνεκτική, πιο αντιπροσωπευτική μας ιδιότητα, την κοινωνικότητα;
Το ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να ανοίξουν τα θέατρα, διότι τα θέατρα επιβάλλεται να ανοίξουν. Το ερώτημα είναι «Ποιοι θα βρεθούν να τα ανοίξουν, αν όχι εμείς οι ίδιοι;!»
Θα περιμένουμε να μας τ’ ανοίξουν αυτοί που τα κλείσανε; Θ’ ανοίξουν από μόνα τους ή θα ενεργοποιήσουμε εμείς όλα τα πολιτιστικά πεδία που θα μας βγάλουν από την limbo των συρρικνωμένων σχέσεων και του εξαρθρωμένου χρόνου, να βγούμε από την βία του να αρμέγουμε τις οθόνες μας για λίγη ανθρώπινη ζεστασιά, να δραπετεύσουμε απ’ τον κλυδωνισμό της παθητικοποίησης, να πετάξουμε ψιλά πάνω από τους μαινόμενους, μετά- αποκαλυπτικούς κρανοφόρους που αλωνίζουν στους δρόμους ΜΑΣ;
Το κλείσιμο των θεάτρων από την πρώτη στιγμή της επιβολής μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας υπήρξε άμεση συνέπεια μιας παλαιάς, ευρέως εδραιωμένης αντίληψης που θέλει το θέατρο αποκλειστικά συναρτώμενο με τον «ελεύθερο χρόνο», τα χόμπι, τη διασκέδαση και την ευζωία.
Το ίδιο το ερώτημα «γιατί πρέπει να ανοίξουν τα θέατρα» υποδηλώνει άρρητα μια ειδική μεταχείριση που θα έπρεπε να επιφυλάσσεται στα θέατρα, σαν να επρόκειτο για κάποιο αγαθό πολυτελείας. Με την τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων, που αποδείχτηκε ότι ο καθένας και η καθεμιά μας είναι διατεθειμένος –η να σεβαστεί, τα θέατρα πρέπει να ανοίξουν για τον ίδιο λόγο που πρέπει να ανοίξουν και τα σχολεία και τα βιβλιοπωλεία και κάθε τόπος ελευθερίας που ευνοεί την κριτική σκέψη, το διάλογο, τη χαρά της ζωής – για την επιβίωση όχι μόνο των εργαζομένων σ’ αυτά, αλλά κυρίως, για την επιβίωση της ίδιας της κοινωνίας. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά σε τι αποσκοπεί μια προτεραιοποίηση ζωτικών περιοχών της κοινωνικής συνύπαρξης. Τι είδους κοινωνία προετοιμάζει;
Πραγματικότητα δεν είναι μόνο η υποχρέωση της παραγωγής, είναι και η υποχρέωση της κριτικής επεξεργασίας των πληροφοριών που δεχόμαστε και της σκέψης. Πραγματικότητα δεν είναι μόνο ο υλικός κόσμος, είναι και όλα τα στρώματα ύπαρξης που κρύβονται πίσω από αυτόν. Δεν είναι μόνο αυτό που ζούμε αλλά και ό,τι οραματιζόμαστε για τη ζωή – χωρίς το οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη θα εξαντλούνταν αποκλειστικά στην ικανοποίηση των πρωτογενών αναγκών της. Αυτόν ακριβώς τον οραματισμό κάνει το θέατρο και η δημιουργική διαδικασία προς την παράσταση εφικτό – όχι, όμως, μόνο το θέατρο. Η συνάντηση, η κοινή δουλειά, ο συντονισμός κάνουν εφικτή τη δημιουργία μια άλλης πραγματικότητας, βαθύτερης, ελεύθερης, ενσυνείδητης. Τη χρειαζόμαστε; Μπορούμε να φανταστούμε συλλογικά τη δυνατότητα, όχι μόνο των ανοιχτών θεάτρων, αλλά μιας ελεύθερης, αλληλέγγυας όσο και υπεύθυνης, κοινωνίας;
Είχαν λέει επιτέλους ανοίξει τα Θέατρα, αλλά χαρήκαμε τόσο λίγο. Χάσαμε τα κλειδιά. Δεν ξέραμε πώς να μπούμε στην αίθουσα. Τώρα ψάχναμε απεγνωσμένα όπως οι ήρωες του Τσέχωφ τα κλειδιά του πιάνου, αφού το όργανο μετατράπηκε σε φέρετρο από τότε που αποκοιμήθηκε ο πατέρας. Ας ανοίγανε τουλάχιστον οι κηδείες. Έστω οι γάμοι. Ούτε τα βαφτίσια; Πώς θα ξαναπούμε τη λέξη: Κοινό. Πώς θα κοιταχτούμε στα μάτια;
Όλια Λαζαρίδου, ηθοποιός – σκηνοθέτηςΤα θέατρα πρέπει ν’ ανοίξουν. Που αλλού άγνωστοι, μπορούν να καθίσουν σιωπηλοί και ήσυχοι, πλάι-πλάι και να αφεθούν σ’ ένα συλλογικό όνειρο; Τα ονειροδρόμια πρέπει ν’ ανοίξουν. Χωρίς εκτοξεύσεις η πραγματικότητα δεν αντέχεται.
Ευριπίδης Λασκαρίδης, ηθοποιός, περφόμερ, σκηνοθέτης– Γιατί πρέπει ν’ ανοίξουν τα θέατρα;
– Για να θυμηθούμε το είδος της συγκέντρωσης που μπορεί να μας προσφέρει μόνο το ζωντανό θέαμα.
Εύα Μανιδάκη, σκηνογράφοςΓιατί πρέπει να ανοίξουν τα θέατρα: Για να σταματήσει η Ακινησία. Για να φύγουν οι φόβοι μας.
Για να ξορκίσουμε το κακό. Το Θέατρο είναι αναντικατάστατο. Το Θέατρο δεν είναι η μοναξιά του streaming. Έχει σημασία – Η στιγμή, Το τώρα.
Το Θέατρο θέλει κοινό. Είναι η συμμετοχή – Η υπόκλιση. Είναι η Δράση και η Αντίδραση. Το Θέατρο πρέπει να ανοίξει με τα δικά μας κλειδιά. Η θερμοκρασία της ανάσας να γίνει το φάρμακο μας. Να γίνει όπλο απέναντι στον Covid-19 να γίνει το άλλο εμβόλιο… Να γίνει το Φωτεινό τοπίο μέσα στο έξω σκοτάδι.
Με τα θέατρα κλειστά, ίσως να μην μπορούσε ποτέ να συντελεστεί ένα θαύμα μπροστά στα μάτια σου, μια συνηθισμένη Πέμπτη βράδυ στο κέντρο της Αθήνας.
Με τα θέατρα κλειστά, δεν θα είχες δει ποτέ, πουλιά να φτερουγίζουν, με το δειλό κοίταγμα του Τάσου μέσα στο στέρνο της Γκόλφως, ούτε θα είχε σταματήσει η αναπνοή σου, από την ομορφιά και την αγριότητα της ερωτικής πράξης της Μήδειας και του Ιάσονα της «Ομάδας Εδάφους».
Με τα θέατρα κλειστά, δεν θα είχες νιώσει ποτέ, τα κόκκαλα σου να ραγίζουν, με τον εκκωφαντικό ήχο από το κόψιμο ενός καρότου στην κουζίνα του “Purgatorio” ούτε θα είχες βρέξει την μπλούζα σου με δάκρυα, πλημμυρισμένος από την ποιητικότητα του “Συρανό ντε Μπερζεράκ”.
Με τα θέατρα κλειστά, δεν θα είχες δει ποτέ μπροστά σου τον ωκεανό να φουρτουνιάζει, με τα πελώρια πάνινα κύματα στο “Le dernier caravanserail”, ούτε θα είχες νιώσει ποτέ, τη γη να σείεται κάτω από τα πόδια σου, στο άκουσμα ενός τραγουδιού από το Καστελλόριζο στη “Νύχτα του Τράγου”.
Με τα θέατρα κλειστά, δεν θα είχες αισθανθεί ποτέ, ολόκληρη την ύπαρξή σου να θρυμματίζεται, με τις επαναλαμβανόμενες κρούσεις των σωμάτων στον τοίχο του «Café Mϋller», ούτε να ματαιώνεται και να ορθοποδεί ξανά, με το έρημο και αιώνιο «Θα ζήσουμε Θείε Βάνια» της Σόνιας.
Με τα θέατρα κλειστά, δεν θα είχε φτάσει ποτέ στα αυτιά σου, πόσο μάλλον στα χείλη σου, το “Χάρτινο το Φεγγαράκι”, ούτε η “Όμορφη Πόλη”, ούτε ο “Μορμόλης”, ούτε ο “Οδυσσεβάχ”.
Με τα θέατρα κλειστά, ίσως να μην είχε μπορέσει ποτέ η ψυχή σου να φύγει για λίγο από τον στενό της χώρο και να επιστρέψει ομορφότερη, ανοιχτότερη, γενναιότερη, ψηλότερη και αγιασμένη, όπως μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής, μουσικής ή χορευτικής παράστασης.
Μα τα θέατρα, ακόμα κλειστά;
Τα θέατρα καταρχήν πρέπει να στηριχτούν από την πολιτεία πριν ανοίξουν. Θα περάσουμε δύσκολες στιγμές κατά το άνοιγμα. Θα χρειαστεί χρόνος να συνέλθουμε. Όμως είναι σημαντικό να ξεκινήσει αντίστροφη μέτρηση για το άνοιγμα τους και να κινήσουμε όλες μας τις δυνάμεις προς τα μπρος.
Η τέχνη του θεάτρου δημιουργεί ένα κοινό τόπο συνάντησης, διαλόγου και πνευματικής διέγερσης τόσο σημαντικό που η απουσία από τη ζωή μας, στερεί στο πνεύμα μας ένα σημαντικό ερέθισμα προς αυτή τη κατεύθυνση. Η πνευματική μας δύναμη καλλιεργείται μέσα από τις τέχνες οπότε μπορεί να αποτελέσει δύναμη για μας, να αντέξουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε.
Βασίλης Μαυρογεωργίου, ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέαςΤο θέατρο πρέπει να ξεκινήσει. Τα θέατρα πρέπει να ανοίξουν και πάλι. Ίσως βοηθήσουν κάπως σε όλη αυτή την περίεργη κατάσταση. Βέβαια και πριν κλείσουν, υπήρχε εκείνο το είδος θεάτρου που έβαζε τον θεατή να αναλογιστεί και να ασχοληθεί με ζητήματα που δεν ήξερε κι ο ίδιος πως τον απασχολούν ή και αν το ήξερε, το έβλεπε πλέον ξεκάθαρα μπροστά του και υπήρχε κι ένα άλλο είδος θεάτρου πιο εύπεπτο, που δεν διαφέρει και πολύ από την τηλεόραση, ένα είδος ζωντανής τηλεόρασης, που δεν απαιτεί από τον θεατή και κανένα μεγάλο ποσοστό προσπάθειας, όπως απαιτεί το πρώτο, και τον ταΐζει αυτό ακριβώς που θέλει να δει.
Θα ήθελα λοιπόν να ανοίξει κυρίως το πρώτο είδος, με την ελπίδα να δούμε πληθώρα νέων ελληνικών θεατρικών κειμένων και με τους ανθρώπους του θεάτρου να ρισκάρουν προς μια κατεύθυνση που ερευνά όλα τα προβλήματα που μας απασχόλησαν αυτό το διάστημα. Προβλήματα που ήταν για χρόνια κάτω από το χαλί. Ας μην τα καταχωνιάσουμε, λοιπόν, ξανά κι ας ελπίσουμε ότι το θέατρο θα ασχολείται πλέον με όλα αυτά που τόσο εύκολα ένας ιός και η απελπισία έφεραν στην επιφάνεια.