Διατρέχοντας τους τελευταίους σαρωτικούς μήνες για το ελληνικό θέατρο, ο αναστοχασμός σπανίως οδήγησε στο ξέφωτο του θεατρικού μέλλοντος. Του μέλλοντος που ορίζεται, όχι μόνο από την ανάγκη μιας ριζικής επανίδρυσης των θεατρικών δομών, αλλά και από την επόμενη γενιά που θα το συστήσει.
Η φωνή των φοιτητών των δραματικών σχολών (κάποιοι – όχι λίγοι – επιμένουν να τους αποκαλούν σπουδαστές σ’ έναν εμμονικό διαχωρισμό από την ανώτερη φοίτηση) ελάχιστα ακούστηκε στο διάστημα αυτό. Παρότι θα είναι εκείνοι που θα κληθούν να παραλάβουν το ελληνικό θέατρο των πολλών παθογενειών. Και παρότι, είναι εκείνοι που πρώτοι αναγνωρίζουν την συμπτωματολογία τους.
Πότε θ’ ανοίξουν οι δραματικές σχολές;Δεν έχουν περάσει δύο εβδομάδες από την σύγκρουση ομάδας διαμαρτυρόμενων σπουδαστών με τα ΜΑΤ. Κι όπως φάνηκε, ήταν το μοναδικό επιδραστικό μέσο προκειμένου να συνομιλήσουν με το υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο και είχαν ξεκινήσει να προσεγγίζουν από τα τέλη Δεκεμβρίου – χωρίς αποτέλεσμα.
Κατά τη συνάντηση τους με τον υφυπουργό Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλα Γιατρομανωλάκη απόσπασαν μια, μόνο, δέσμευση για πιθανό άνοιγμα των σχολών τους στις 12 Απριλίου μαζί με την πρώτη επανεκκίνηση δημόσιας εκπαίδευσης (Γυμνάσια, Λύκεια) μολονότι του είχαν κοινοποιήσει εδώ και μήνες τα αιτήματα τους που αφορούν σε πολλά περισσότερα.
«Δεν ζητάμε προνομιακή μεταχείριση. Απεναντίας, έχουμε απόλυτη συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω μας. Έχουμε έρθει κι εμείς αντιμέτωποι με προβλήματα που, ούτε καν φανταζόμασταν ότι θα προέκυπταν όταν δίναμε μάχη για να μπούμε σε μια δραματική σχολή. Ζητάμε ν’ ανοίξει ο διάλογος σχετικά με την καλλιτεχνική εκπαίδευση, μα το μόνο που εισπράττουμε είναι αδιαφορία, η οποία μας κάνει να αισθανόμαστε τόσο σπουδαστές και πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Και ρωτάμε γιατί» επισημαίνει ο Στράτος Νταλαμάγκος, δευτεροετής της δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών, συνοψίζοντας τον απαξιωτικό τόνο με τον οποίο αντιδρά το ΥΠΠΟ στις εκκλήσεις τους.
Εννιά δραματικές σχολές που αποφάσισαν να μπουν σε 20ημερη αποχή από τα διαδικτυακά μαθήματα – θεωρώντας πως αυτά δεν μπορούν ν’ αναπληρώσουν την δημιουργική καλλιτεχνική διδασκαλία – κοινοποιούσαν, προ ημερών, τα αιτήματα τους προς το Υπουργείο Πολιτισμού. Συνοπτικά ζητούν:
Η πρακτική της τηλεμάθησης που εφαρμόστηκε, πέρυσι, στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας όσο και τους τελευταίους έξι μήνες – οπότε και διακόπηκαν όλα τα δια ζώσης μαθήματα στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση – αποδείχθηκε ανεπαρκής για να ανταποκριθούν στη διδασκαλία του θεάτρου που καθορίζεται από τη σωματική ενέργεια.
Το ΥΠΠΟ, όχι μόνο μας έκλεισε χωρίς καμία περαιτέρω οδηγία, αλλά μετέθεσε τον τρόπο τηλεκπαίδευσης στην αρμοδιότητα της κάθε σχολής, ανοίγοντας πολλά παράθυρα για αυθαιρεσίες.
Η συμπερίληψη των δραματικών στο φορμάτ του zoom ήταν, για την πλειονότητα των φοιτητών, χαρακτηριστική της άγνοιας του υπουργείου για τις ανάγκες της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. «Αισθάνομαι πως οι σχολές μας έκλεισαν βιαστικά, ως μια κίνηση πανικού. Κι αυτό γιατί ενώ υπήρχαν σχολές με κατάλληλες εγκαταστάσεις για, δια ζώσης, μαθήματα όπου θα μπορούσαν να τηρηθούν τα υγειονομικά πρωτόκολλα, έκλεισαν όλες άκριτα. Το ΥΠΠΟ, όχι μόνο μας έκλεισε χωρίς καμία περαιτέρω οδηγία, αλλά μετέθεσε τον τρόπο τηλεκπαίδευσης στην αρμοδιότητα της κάθε σχολής, ανοίγοντας πολλά παράθυρα για αυθαιρεσίες» εξηγεί η τριτοετής φοιτήτρια της δραματικής σχολής του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, Λαμπρινή Mίγγου.
Την ίδια ώρα, όσες σχολές και οι φοιτητές τους απέφυγαν παρόμοιες παγίδες, αναλώθηκαν για έναν ολόκληρο χειμώνα στον παραλογισμό του «κάνω μάθημα κίνησης και τραγουδιού από το zoom». «Φανταστείτε να είσαι αναγκασμένος να κάνεις μάθημα χορού μέσα σε ένα φοιτητικό σπίτι το οποίο μοιράζεσαι με συγκατοίκους. Και να χορεύεις μέχρι εκεί που είναι το πλυντήριο ή εναλλακτικά στο μπαλκόνι. Ή να κάνεις φωνητικές ασκήσεις σε ώρα κοινής ησυχίας» συνεχίζει η Λαμπρινή Μίγγου, περιγράφοντας γλαφυρά την κατάσταση.
Χαμένη χρονιάΕίναι χαρακτηριστικό πως το τέταρτο έτος σπουδών που έχει καθιερώσει το Ωδείο Αθηνών και χαρακτηρίζεται από μια φιλοσοφία πρακτικής σχεδόν ισοπεδώθηκε. «Το τέταρτο έτος περιλαμβάνει μόνο παραστάσεις, λειτουργώντας σαν μεταβατικό στάδιο από την σχολή στο επάγγελμα. Αλλά και δεν έχουμε κάνει τίποτα. Οι πρόβες μέσω zoom δεν λειτουργούν – το διαπιστώσαμε μετά από πολλές απόπειρες – και, στην πραγματικότητα, έχουμε χάσει μια ολόκληρη χρονιά. Η θέση μας ήταν πάνω στη σκηνή κι εμείς βλέπουμε το χρόνο να περνάει» εξηγεί η φοιτήτρια Έμιλυ Κεφαλά.
Ο Στράτος Νταλαμάγκος δεν στέκεται μόνο στις αμέτρητες στιγμές αμηχανίας που γεννήθηκαν στη σύζευξη «μάθημα θεάτρου και zoom» αλλά και στην αδυναμία πολλών συμφοιτητών του να εξασφαλίσουν την κατάλληλη συσκευή για να συμμετέχουν σε αυτά. «Δεν είναι αυτονόητο πως όλοι οι φοιτητές έχουν την υλικοτεχνική υποδομή για να υποστηρίξουν ένα online μάθημα. Δεν θα έπρεπε να δοθεί επιχορήγηση γι’ αυτό;» αναρωτιέται.
Ενδειξη της υπουργικής άγνοιαςΗ Δέσποινα Παυλίδη, τριτοετής της σχολής του Ωδείου Αθηνών, εκτιμά πως και μόνο η τρέχουσα διαχείριση της εκπαίδευσης από απόσταση, είναι ενδεικτική της υπουργικής αδράνειας. «Πώς να μιλήσουμε για την ανάγκη ενός οικονομικού πλαισίου στήριξης όταν καλά – καλά δεν έχει κατανοηθεί η φύση του επαγγέλματος; Όταν δεν έχει αναγνωριστεί από κανέναν η ιδιαιτερότητα της φύσης των σπουδών μας; Σκεφτείτε πως πέρυσι, χωρίς καμία προειδοποίηση, κληθήκαμε να δώσουμε εξετάσεις έτους ενώ οι μισοί φοιτητές είχαν γυρίσει στους τόπους καταγωγής τους ή είχαν βρει εποχική δουλειά για να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους. Γι’ αυτό και κρίνουμε το υπουργείο απολύτως ανεπαρκές» τονίζει.
Τα χαμηλά αντανακλαστικά του υπουργείου Πολιτισμού στη φωνή των φοιτητών των δραματικών σχολών δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Αντίθετα, απηχούν την χρόνια στρεβλή αντιμετώπιση τους που, κατά κοινή ομολογία, έχει οδηγήσει στο σημερινό ανεξέλεγκτο τοπίο: Στο άνοιγμα πλήθους ιδιωτικών σχολών δραματικής τέχνης, με αμφίβολο πρόγραμμα σπουδών η καθεμία που κατά συνέπεια παράγουν αθρόα νέους ηθοποιούς για να προστεθούν με τη σειρά τους στο σώμα των χιλιάδων ανέργων συναδέλφων τους. Στο μεταξύ, τα όρια της θεατρικής αγοράς έχουν εξαντληθεί, υποβαθμίζοντας την ολοένα και περισσότερο.
Ιδιωτικές επιχειρήσεις, αδιαβάθμιτη εκπαίδευσηΗ λειτουργία των δραματικών σχολών βασίζεται σε ΦΕΚ του 1981 που ορίζει την υπαγωγή τους στο υπουργείο Πολιτισμού (κι όχι στο Παιδείας), που τις καθιστά ιδιωτικές επιχειρήσεις κι όχι εκπαιδευτικά ιδρύματα και που συντηρεί τα πτυχία σπουδών αδιαβάθμητα (και τελικά εφάμιλλα με το απολυτήριο Λυκείου).
Κατά καιρούς, και πρόσφατα ακόμα πιο έντονα, έχουν διατυπωθεί σοβαρά αιτήματα για αναβάθμιση των δραματικών σχολών που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και την εξίσωση τους αν, όχι με τις Πανεπιστημιακές σχολές, με τα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης. Η Λαμπρινή Μίγγου παραπέμπει στις ρωσικές ακαδημίες Τέχνης – όπως το πολύφημο Gitis που εξασφαλίζει τετραετή φοίτηση, πτυχία διεθνούς κύρους και μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τον επαναπροσδιορισμό της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Το σύνολο αυτών των διαδοχικών θεσμικών αστοχιών – που έχουν γίνει αδιαπραγμάτευτο καθεστώς – δημιουργεί νέους στρόβιλους προβλημάτων και γκρίζων ζωνών.
Ως κρισιμότερη εξ αυτών, προβάλλει η λειτουργία των δραματικών σχολών με βάση το επιχειρηματικό τους όφελος. Δεν είναι λίγες οι καταγγελίες φοιτητών – από τις σχολές που πρόσφατα απείχαν της διαδικτυακής μάθησης – οι οποίοι καταγγέλλουν διεκπεραιωτική τακτική σχολαρχών στην πλήρωση των μαθημάτων προκειμένου να μην χαθεί το έτος – άρα και τα δίδακτρα τόσο της τρέχουσας όσο και της επόμενης φουρνιάς.
Ο καθένας βλέπει τη δραματική σχολή σαν μια επιχείρηση. Τη λειτουργεί καλώντας φίλους καλλιτέχνες που -ως καλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί αλλά χωρίς την αναγκαία εκπαιδευτική επάρκεια– αναλαμβάνουν ρόλο δασκάλου.
«Μας αντιμετωπίζουν ως ανοιχτό πορτοφόλι, γνωρίζοντας ότι έχουμε ελάχιστες ελπίδες να μπούμε στις δύο κρατικές σχολές» λέει χαρακτηριστικά η Ν.Π., δευτεροετής φοιτήτρια (σε σχολή που επιθυμεί να μην αναφερθεί για λόγους προσωπικής προστασίας). «Τα διαδικτυακά μαθήματα είναι διαμετρικά αντίθετα με τη φύση του θεάτρου κι όμως, παρά τις ενστάσεις μας τόσο οι καθηγητές όσο και η διοίκηση επέμεναν ότι δεν υπήρχε άλλη λύση. Ας μην γελιόμαστε, όλοι θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να μη χαθεί η χρονιά. Οι σχολάρχες πιέζουν το υπουργείο να προχωρήσουμε κανονικά κι ας βγούμε με κενά στις εξετάσεις του Ιουλίου. Κι ενώ το ΥΠΠΟ μας δίνει τη δυνατότητα να πάρουμε δύο μήνες από την επόμενη χρονιά για να αναπληρώσουμε έστω κάποια από αυτά, θεωρώ απίθανο να αξιοποιηθεί».
Πολλές σχολές, πολλών ταχυτήτωνΤο πλαίσιο της ιδιωτικής επιχείρησης, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από το εποπτευόμενο υπουργείο, αφήνει χώρο σε κάθε σχολή για τη δημιουργία ενός προγράμματος σπουδών κατά το δοκούν. Κάθε σχολή εκπροσωπεί και μιαν άλλη ταχύτητα. Άλλες έχουν εξάωρο καθημερινό πρόγραμμα, άλλες 10ωρο ή 12ωρο. Άλλες τα μισά, άλλες τα διπλάσια μαθήματα, άλλες προσλαμβάνουν ‘επώνυμους’ καθηγητές ως κράχτες, άλλες εστιάζουν ρίχνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο γνωσιακό επίπεδο της διδασκαλίας. Άλλες ζητούν μηνιαία δίδακτρα 180 ευρώ κι άλλες 350. Απόλυτη αναρχία, που στερείται μιας στοιχειώδους συνάφειας διδακτικής φιλοσοφίας – πάντα με την ανοχή του ΥΠΠΟ.
«Ο καθένας βλέπει τη δραματική σχολή σαν μια επιχείρηση. Την λειτουργεί καλώντας φίλους καλλιτέχνες που ως καλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί – αλλά χωρίς την αναγκαία εκπαιδευτική επάρκεια – αναλαμβάνουν ρόλο δασκάλου. Κι έτσι προκύπτουν δεκάδες επιχειρησούλες από τις οποίες βγαίνουν εκατοντάδες απόφοιτοι κάθε χρόνο. Πώς όμως, θα απορροφηθούν αυτοί οι απόφοιτοι που έχουν όνειρα και έχουν καταβάλει χρήματα και πολύ κόπο από την αγορά εργασίας που είναι στα χειρότερα της; Πόσες παραστάσεις ν’ ανέβουν και πόσες σειρές να γυριστούν για να τους απασχολήσουν; Πρέπει να υπάρξει ένα όριο σε όλα» εισηγείται η Έμιλυ Κεφαλά, που βρίσκεται ένα βήμα πριν την αγορά εργασίας ως τεταρτοετής φοιτήτρια του Ωδείου Αθηνών. Συνάμα βάζει και μια ακόμα παράμετρο στη συζήτηση: Την καταλληλότητα των εκπαιδευτών.
Εκπαιδευτική ανεπάρκειαΥπάρχει κι εκείνη η ύπουλη κακοποίηση που δεν έχει ποινικές συνέπειες αλλά δεν μπορείς να την κατατάξεις. Έχει να κάνει με τον τρόπο που ο καθηγητής φέρει την εξουσία του.
Η συντριπτική πλειονότητα των διδασκόντων στις δραματικές σχολές είναι εμπειρικοί δάσκαλοι. Ασφαλώς και η επαρκής (ή όχι) κατάρτιση δεν παραπέμπει σε κακοποιητικές ή σεξιστικές συμπεριφορές. Πάντως, σχεδόν όλοι όσοι έχουν σπουδάσει σε δραματικές σχολές έχουν να αφηγηθούν από περιστατικά εκπαιδευτικής αδυναμίας μέχρι και βιτριολικές επισημάνσεις που μπορεί και ασυνείδητα να τους στιγματίσουν. «Υπάρχει κι εκείνη η ύπουλη κακοποίηση που δεν έχει ποινικές συνέπειες αλλά δεν μπορείς να την κατατάξεις. Έχει να κάνει με τον τρόπο που ο καθηγητής φέρει την εξουσία του. Κι αν ο καθηγητής είναι εξουσιολαγνικός αυτό, αργά ή γρήγορα, θα καθρεφτιστεί στους μαθητές του και θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος κακοποίησης» συνεχίζει η Έμιλυ.
Η Ν.Π., για παράδειγμα, θυμάται με δυσθυμία την στιγμή που ένας καθηγητής της, την παρότρυνε άκομψα να χάσει κιλά αν θέλει να έχει πιθανότητες να πετύχει στο θέατρο. «Στα μάτια του ήμουν η χοντρή της τάξης. Δεν ήταν φοβερό, ήταν ένα υποτιμητικό σχόλιο αλλά πληγώθηκα, το ομολογώ» εξηγεί.
Ανάγκη για κώδικα δεοντολογίαςΚι ενώ, όπως όλα δείχνουν, η καλλιτεχνική εκπαίδευση έχει πολλές εστίες κρίσης να διαχειριστεί, θα έχει χάσει μια τεράστια ευκαιρία αναθεώρησης της λειτουργίας της αν δεν εκμεταλλευτεί την συγκυρία όπου οι υγιείς μονάδες του θεάτρου ζητούν μια νέα κουλτούρα άσκησης του επαγγέλματος.
Ο κώδικας δεοντολογίας μπορεί να γίνει κι ένας μοχλός της εκπαιδευτικής διαδικασίας προς τα εμπρός, συμφωνούν οι φοιτητές. «Πρέπει να αλλάξει την εκπαίδευση όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα οι σχολές μας προετοίμαζαν για κακοποιητικές συμπεριφορές όταν θα βγούμε στο χώρο εργασίας. Ως πολεμιστές που θα πάνε στη μάχη. Αυτό είναι λάθος σκεπτικό» σημειώνει ο Στράτος Νταλαμάγκος.
Και, όπως συμβαίνει στον χώρο του θεάτρου όπου οι επαγγελματίες ζητούν ο κώδικας να προκύψει από τους ίδιους, έτσι και οι φοιτητές συμμερίζονται την ανάγκη της συνδιαμόρφωσης με τη βοήθεια ειδικών, νομικών και επαγγελματιών ψυχικής υγείας. «Κι εμείς να παραδειγματιστούμε από τον κώδικα δεοντολογίας των επαγγελματικών χώρων και οι επαγγελματικοί χώροι από τα ισχύοντα στην καλλιτεχνική εκπαίδευση. Είμαστε όλοι στην ίδια σελίδα. Κυρίως γιατί έχουμε αποφασίσει να μπούμε σε μια διαδικασία αυτοκάθαρσης. Προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι, πριν ζητήσουμε ν’ αλλάξει ο άλλος. Να είμαστε σωστοί φοιτητές, σωστοί επαγγελματίες και σωστοί άνθρωποι» λένε.
Υπ’ ατμόν για νέες διαμαρτυρίεςΑν η δέσμευση του υφυπουργού Σύγχρονου Πολιτισμού δεν επαληθευτεί, αν δηλαδή οι σχολές δεν ανοίξουν στις 12 Απριλίου, το περιθώριο για έναν εξορθολογισμό των χαμένων μαθημάτων θα στενέψει κι άλλο. Η συλλογικότητα των φοιτητών έχει θέσει ως απόλυτο όριο αναμονής το διάστημα πριν το Πάσχα, καθώς δηλώνουν έτοιμοι να αξιοποιήσουν την καθιερωμένη παύση των μαθημάτων για να κερδίσουν χρόνο. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι αποφασισμένοι να οργανώσουν νέες δημόσιες δράσεις για να ακουστούν οι φωνές και τα αιτήματα τους.
Κι όταν βγουν στην αρένα, τι;Είναι εντυπωσιακό αλλά συνάμα κι ελπιδοφόρο πως, παρά τις συνθήκες, ακούγονται σαν να μην τους σκιάζει φοβέρα καμιά. Όχι μόνο τώρα που βρίσκονται στο (σχετικά) προστατευμένο περιβάλλον της σχολής αλλά και με την σκέψη ότι θα ριχτούν σε μια εργασιακή αρένα, όπως έχει διαμορφωθεί το θέατρο την τελευταία δεκαετία. «Θυμάμαι την προτροπή ενός καθηγητή να βρούμε την καλλιτεχνική μας οικογένεια. Ναι, το σύστημα λειτουργεί αποθαρρυντικά και για να το αντιπαλέψεις πρέπει να βρεις ανθρώπους αντίστοιχης θέσης και θέλησης. Να διαμορφώσουμε ομάδες και να χτίσουμε συλλογικότητες. Γιατί, πράγματι, η δοθείσα κατάσταση είναι αρένα» παρατηρεί η Δέσποινα Παυλίδη.
«Κανένας χώρος δεν είναι φιλικός προς τον εργαζόμενο» συντάσσεται η Λαμπρινή Μίγγου. «Όμως δεν μπορώ παρά να νιώθω ελπίδα πως τα πράγματα αλλάζουν όταν διαμορφώνεται μια τάση αντίστασης. Το είδαμε και στην περίπτωση μας που συσπειρωθήκαμε τόσοι φοιτητές κι αυτό είναι μια ακόμα ένδειξη πως πρέπει να φτιάξουμε ένα μέλλον που θα στραφεί στις συλλογικότητες».
“Ν’ αλλάξουμε το χώρο”Ο Στράτος εξελίσσει αυτή τη θεώρηση: «Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ να βγαίνω σε μια εργασιακή αρένα. Φαντάζομαι ότι το θέατρο δεν έχει θέση σε αρένες – εκεί ανήκουν πρακτικές που ο πολιτισμός μας έχει απορρίψει, όπως οι μάχες με τα λιοντάρια. Και δεν έχω σκοπό να παλέψω με κανένα λιοντάρι. Όμως, καταλαβαίνω πως η τέχνη μας είναι η διάθεση της ανατροπής του εαυτού μας και του άλλου. Αν κληθούμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά πρέπει να φανταστούμε τον εαυτό μας να αλλάζει το χώρο στον οποίον συμβαίνει» τονίζει.
Η ‘Εμιλυ, ακόμα πιο μαχητική λέει πως «έχουμε ξεκινήσει έναν αγώνα με αισιοδοξία που, προσωπικά, δεν έχω σκοπό να σταματήσω στη ζωή μου. Έχουμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Και μέσα από την τέχνη μας, μέσα από μικρές ομάδες θα αποκτήσουμε φωνή και η φωνή μας θα δυναμώνει. Και μετά δεν θα είμαστε ούτε ένας, ούτε δύο, ούτε δέκα αλλά θα είμαστε 1000. Και οι 1000 θα μπορούν να διεκδικήσουν και καλύτερες συνθήκες εργασίας και πληρωμένες πρόβες. Αρκεί να υπάρχει η θέληση, το στομάχι και το όνειρο. Η φλόγα που μας οδήγησε ν’ ανοίξουμε την πόρτα της δραματικής, δεν σβήνει όσο θα ζούμε».
Κάποιος θυμίζει τη φράση του Καζαντζάκη «ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω». Και συμφωνούν πως αν και οι θεσμοί αναλάβουν τις ευθύνες τους – κοιτάζοντας προς το ΥΠΠΟ – όλα θα πάνε καλύτερα.