Θέατρα κλειστά, θέατρα υπό κατάληψη, θέατρα υπό συζήτηση ή εκτός συζήτησης – κυρίως αυτό. Με αυτά τα δεδομένα ως αποτέλεσμα της διαχείρισης της πανδημίας και μετά το πρώτο σαρωτικό κύμα αποκαλύψεων για τις διαδομένες πρακτικές εργασιακής βίας που συντάραξε την ελληνική σκηνή, πληθαίνουν οι καλλιτεχνικές συνάξεις σε μια προσπάθεια αναστοχασμού για το μέλλον του θεάτρου και το θέατρο που θέλουμε. Ανάμεσα τους και η χθεσινή ελεύθερη συζήτηση που διοργάνωσε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιάμε τίτλο «Κλειστές αίθουσες – Ανοιχτό Θέατρο».
Μπροστά στην μελαγχολική σκοτεινή πλατεία του Δημοτικού, η θεατρολόγος και διευθύντρια της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου Δηώ Καγγελάρη καλωσόριζε τους Ιλειάνα Δημάδη, Σίμο Κακάλα, Μαριάννα Κάλμπαρη, Ακύλλα Καραζήση, Άρη Λάσκο και Πρόδρομο Τσινικόρη καλώντας τους να διατυπώσουν θέσεις και αιτήματα για το θεατρικό τοπίο της επόμενης ημέρας.
Και πράγματι έγιναν θαρραλέες διαπιστώσεις στο πλαίσιο αυτής καθώς, όπως σημείωνε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης στην εισαγωγή, «το θέατρο είναι κάτι ζωντανό γι’ αυτό και γεννάει πάθη». Κοινή παραδοχή πως η ελληνική σκηνή βρισκόταν ήδη από καιρό σε ένα λειτουργικό και ιδεολογικό τέλμα που η συγκυρία της πανδημίας επιτάχυνε με βίαιο τρόπο.
«Έσπασε η αλυσίδα του θεάτρου που συνέδεε την παραγωγή με την κατανάλωση. Πέρυσι, μέχρι τις 12 Απριλίου οπότε και επιβλήθηκε το lockdown, είχαν ανέβει 1362 παραστάσεις. Αναρωτιέμαι αν θέλουμε να ξαναγυρίσουμε σε αυτό το καθεστώς. Προσωπικά, δεν θα ήθελα να γυρίσω στο συνωστισμό παραστάσεων όπου ενυπάρχει και η συζήτηση για την αναλογία ποσότητας και ποιότητας. Αισθάνομαι πως έχουν μετατοπιστεί οι συνειδήσεις μας. Αλλά, την ίδια ώρα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως υπάρχουν και εκείνοι που έχουν ανάγκη να εργαστούν το θέατρο. Είναι σαφές πως πρέπει να υπάρξει εθνική πολιτιστική πολιτική γιατί το ζήτημα είναι τεράστιο» παρατηρούσε η θεατρολόγος και υπεύθυνη δραματολογίου της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, Ιλειάνα Δημάδη.
Η ρήξη στη σχέση κοινού και θεάτρου ήταν μια κατοχυρωμένη πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια, συμπέρασμα που εκτέθηκε ολοκληρωτικά στη διάρκεια του εγκλεισμού.
«Είναι η αλήθεια, πως πολλές από τις παραστάσεις που κάνουμε δεν αναζητούν τη σχέση με την κοινωνία αλλά αυτό δεν μπορεί να μολύνει το θέατρο ως ιδέα. Γιατί το θέατρο είναι κατ’ εξοχήν λαϊκή τέχνη. Πρέπει, παρόλα αυτά, να δούμε γιατί οι παραστάσεις μας δεν είναι ανοιχτές. Γιατί το θέατρο ιδιωτεύει και ο καθένας κάνει τη δική του παραγωγή παλεύοντας για 30 θεατές. Πιστεύω πως γι’ αυτό το λόγο βρισκόμαστε σε τέτοιο τον αναβρασμό και σκάνε τα πράγματα ταυτόχρονα: Γίνονται καταλήψεις, συλλογικότητες, καταγγελίες, καθαιρούνται καλλιτεχνικοί διευθυντές, προφυλακίζονται. Μοιάζει με κοσμογονία όλο αυτό γιατί το θέατρο είναι μια ανθρώπινη τέχνη και οι άνθρωποι του θεάτρου πρώτοι συνταράσσονται» σημειώνει ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και γενικός γραμματέας του ΣΕΗ, Άρης Λάσκος.
Να καταργηθούν οι παραστάσεις;Είναι ξεκάθαρο πως η, μετά την πανδημία, εποχή (ακόμα κι αν ο ερχομός της πάρει περισσότερο χρόνο από τις αρχικές προβλέψεις) καλεί τους ανθρώπους του θεάτρου και των τεχνών σε ένα ριζικό επαναπροσδιορισμό – όχι μόνο εξαιτίας των νέων υγειονομικών δεδομένων αλλά λόγω των υφιστάμενων αδιεξόδων.
«Η πανδημία απέδειξε ότι το θέατρο το έχουν ανάγκη όσοι δουλεύουν σε αυτό. Ο κόσμος, πλέον, έρχεται στο θέατρο με έναν τρόπο συμβατικό, κομφορμιστικό. Αναρωτιέμαι για την επιδραστικότητα των έργων στο σύγχρονο άνθρωπο. Αντιθέτως, όποιος έρχεται στην πρόβα γλυκαίνεται, είναι ανοιχτός. Ίσως, θα έπρεπε να καταργηθούν οι παραστάσεις, να συμβαίνουν μόνο πρόβες, ανοιχτές στο κοινό όπως είναι ανοιχτή μια εκκλησία. Δεν εισηγούμαι ένα συμμετοχικό θέατρο, αλλά να βρούμε τον τρόπο ώστε ο θεατής να ξαναγίνει οργανικά ζωντανός. Να διευρυνθεί η συνείδηση του» προτείνει με παρρησία ο Ακύλλας Καραζήσης.
Επιστροφή στην τελετουργίαΣε αυτόν τον κύκλο αναθεώρησης της προσέγγισης του θεάτρου από τους ίδιους τους δημιουργούς του, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας παραπέμπει στο παράδειγμα του Γιέρζυ Γκροτόφκσι και του Πίτερ Μπρουκ που έστρεψαν την έρευνα στο αρχετυπικό και «εμβαπτίστηκαν στο δρώμενο και στην τελετή». «Το θέατρο έχει ανάγκη να γυρίσει στις πηγές του για να επαναπροσδιοριστεί. Φαίνεται πως εξακολουθεί να έχει σημασία για εμάς τους λίγους, ενώ για άλλους είναι ένα φρικτό βασανιστήριο. Μοιάζει, ακόμα να έχει ξεπεραστεί τι σημαίνει ο επαγγελματίας θεάτρου μέσα σε αυτό το σύστημα. Ίσως, λοιπόν, το θέατρο ν’ ανήκει σε κάτι παλιό και τώρα να δημιουργείται μια νέα ανάγκη: Ν’ ανοίξει και να φανεί η γύμνια του ξανά» παρατηρεί.
Πόσους μπορεί ν’ απασχολήσει το θέατρο;Αφετηρία για την επανίδρυση του θεάτρου δεν θα μπορούσε παρά να είναι η εν γένει αφετηρία της σπουδής, η καλλιτεχνική εκπαίδευση και οι δραματικές σχολές που εδώ και χρόνια παράγουν ανεξέλεγκτα ανέργους.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη, σκηνοθέτις, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης και διευθύντρια της δραματικής σχολής του παραδέχεται πως ναι μεν «το θέατρο μας κάνει καλύτερους, είναι ωραίο να εκφραζόμαστε και είναι ωραίο να κάνουμε θέατρο, αλλά δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι επαγγελματίες. Πρέπει να περιοριστούν οι επαγγελματίες και οι υπόλοιποι ας εκπαιδεύονται στο θέατρο γιατί ακριβώς αγαπούν την τέχνη. Είναι ανόητη η αντίληψη ότι μπορεί τόσες χιλιάδες άνθρωποι να ζήσουν από αυτή τη δουλειά» επισημαίνει.
Όπως ερμηνεύει ο Άρης Λάσκος η διαρρηγμένη σχέση των εφήβων με την τέχνη δημιουργεί ένα έλλειμμα που αναζητούν να καλύψουν μέσω της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Και στο τέλος αναδεικνύεται σε επαγγελματικό προσανατολισμό. «Ο καπιταλισμός έχει συστηματικά καταστήσει απωθητικά όλα τα άλλα επαγγέλματα ενώ η τέχνη δεν είναι. Ο νέος αναζητεί τον τρόπο να βγάζει κάποια χρήματα με όρους ελευθερίας και δημιουργικότητας και καταφεύγει στην τέχνη» υπερθεματίζει ο Ακύλλας Καραζήσης.
Η υπερπαραγωγή καλλιτεχνών που έχει πιέσει απίστευτα την θεατρική αγορά – σε συνδυασμό με τη μακρά διακοπή των επιχορηγήσεων εν μέσω οικονομικής ύφεσης και την καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων – είναι παράμετροι που ορίζουν εδώ και μια δεκαετία το θεατρικό τοπίο. Και πολύ πιθανόν να εξηγούν, εν μέρει, την άνθιση μαζικών κακοποιητικών συμπεριφορών από πρόσωπα που αδράχνουν την ανάγκη για εργασία.
«Το θέατρο είναι συντηρητικό μέσο γι΄αυτό κι έχει επικρατήσει εντός του η ιεραρχία. Έχει δημιουργηθεί το αντανακλαστικό στους καλλιτέχνες, να λέμε ‘ναι’ στην πιο ισχυρή γνώμη κι έχουμε συμπαρασυρθεί σε μια αντιεκφραστική – εκτός από επικίνδυνη – ατμόσφαιρα. Οι καταγγελίες, οι αντιδράσεις και το κίνημα του metoo είναι εδώ ακριβώς για να αμφισβητήσουν αυτά τα μεγέθη, τα πρόσωπα της ιεραρχίας. Αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι κακοποιητές που αναδείχθηκαν τον τελευταίο καιρό ήταν όλοι λαοφιλέστατοι. Ο κόσμος τους έκανε support, είχαν ορδές πιστών. Και, γι’ αυτό, πρέπει να αποδοθεί ευθύνη στο κοινό» συνεχίζει ο κ. Καραζήσης.
Η δύσκολη αλλαγήΣε μια εκτροχιασμένη κοινωνική συνθήκη, όπως την έχει πυροδοτήσει η πανδημία, οι τέχνες και ειδικότερα το θέατρο φαίνεται να έχει τη δυνατότητα ν΄αναζητήσει έναν καινούργιο, καθαρότερο εαυτό. «Έχουμε την ευκαιρία να τα κάνουμε όλα αλλιώς. Παρότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξεις αυτά που ήξερες – και σε πρακτικό επίπεδο. Γιατί ενώ βρισκόμαστε εδώ και ένα χρόνο σε μια χειμερία νάρκη. Καλούμαστε ως καλλιτέχνες να παίξουμε έναν ακτιβιστικό ρόλο» διαπιστώνει ο σκηνοθέτης και ιδρυτικό μέλος των Support Art Workers Πρόδρομος Τσινικόρης.
Που βρίσκεται όμως η πολιτεία, οι θεσμοί, το υπουργείο Πολιτισμού σε όλο αυτό;Για την ώρα, ο πολιτισμός ως επαγγελματική δραστηριότητα και μόνο απουσιάζει εμφατικά από την εξίσωση της περιβόητης επαναφοράς στην κανονικότητα. Την ώρα που, όλοι συμφωνούν στην επείγουσα αναγκαιότητα χάραξης μιας ουσιαστικής κι όχι επιφανειακής κι επικοινωνιακής πολιτιστικής πολιτικής – όπως αυτή που αναμασούν οι εκάστοτε υπουργοί Πολιτισμού για δεκαετίες.
Παρατηρώντας την πρακτική πλευρά των πραγμάτων που του επιβάλλει η θέση του στο ΣΕΗ, ο Άρης Λάσκος προτείνει, μεταξύ άλλων,
«Αλλιώς θα πέσουμε στα ίδια λάθη» προειδοποιεί. Όπως επισήμανε και ο καθηγητής του ΑΠΘ, Σάββας Πατσαλίδης, κατά την παρέμβαση του στη συζήτηση, «το ελληνικό θέατρο βρίσκεται μπροστά σε ένα καινούργιο ξεκίνημα, όχι σε μια ουτοπία από ευχολόγια, αλλά για να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι σ’ έναν τόπο οραμάτων δημιουργικότητας, εξωστρέφειας, αξιοκρατίας. Σε μια μορφή απελευθέρωσης. Αυτό για να συμβεί προϋποθέτει ειλικρινή, βαθιά δοκιμασία. Τα ευχολόγια δεν αρκούν σε οριακές στιγμές, απαιτούνται κάθετες ρήξεις για να φύγουν τα καρκινώματα από το σώμα του πολλαπλώς τραυματισμένου θεάτρου… Το κράτος οφείλει να στηρίξει την προσπάθεια με γενναιοδωρία και οι καλλιτέχνες να αναλογιστούν τις δικές τους ευθύνες. Έχουμε σπουδαίους καλλιτέχνες που θα βοηθήσουν να γυρίσει η σελίδα» τονίζει.
Και κατά την χθεσινοβραδινή συζήτηση του Δημοτικού θεάτρου – που έγινε με την (αθόρυβη) παρουσία του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του Λευτέρη Γιοβανίδη – κατέστη σαφές πως οι καλλιτέχνες του θεάτρου διεκδικούν επιτακτικά έναν ενεργό και καθοριστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων που θα κρίνει το μέλλον της ζωής και της δουλειάς τους.