Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου ήταν μια φωτισμένη σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Οι παραστάσεις για τις οποίες εργάστηκε κατά την τελευταία 15ετία – κυρίως λόγω της κλίμακας τους – ταυτίστηκαν αμετάκλητα με τους σκηνικούς χώρους και τα κοστούμια της.
Η ματιά της γεννούσε τοπία που, ναι μεν φτιάχτηκαν για να υπάρξουν πάνω σε μια θεατρική σκηνή, μα τις περισσότερες φορές συνιστούσαν μια παράλληλη άγραφη δραματουργία που εκτόξευε το συναίσθημα της παράστασης σε άλλη διάσταση. Ήταν αρκετές οι φορές που η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου έφερνε τις εικονοκλαστικές αρετές στο ελληνικό θέατρο – πάντα με προσωπική ευαισθησία.
Οι εμβληματικές δημιουργίες τηςΠοιος από εκείνους που είχαν δει την «Γκόλφω» σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο δεν θυμούνται τα γιγαντιαία μαξιλάρια που αναπαριστούσαν τα κορφοβούνια της Στύγας; Ποιος δεν θυμάται τα, μεσαιωνικής κλάσης, φορέματα των «Οκτώ Γυναικών» του Φεστιβάλ Αθηνών; Την ποντικότρυπα του Μίκυ Μάους για να φωλιάσουν οι ματαιωμένοι του Τσέχωφ στον «Βυσσινόκηπο» της Στέγης; Ποιος δεν ανακαλεί τα δέντρα της να ριζώνουν στην ιπτάμενη αριστοφανική ουτοπία των «Ορνίθων»;
Αλλά και νωρίτερα, πολύ νωρίτερα, όταν η Έλλη Παπαγεωργίου, ως ψηφίδα του Αμόρε, συντονίζονταν με τον βιομηχανικό μινιμαλισμό των zeros. Ή χάραζε ακόμα πιο έντονα τον αποχαιρετισμό από τη σκηνή της Πριγκιποννήσων με τις «Μεταμορφώσεις» του Θωμά Μοσχόπουλου.
Κι έξω από το θέατροΑν οι παραστάσεις έχουν τη μικρή ζωή μιας πεταλούδας, τα σκηνικά της Παπαγεωργακοπούλου εμφύσησαν λίγη παραπάνω πνοή στη θεατρική μνήμη. Αν τ’ απομεινάρια από τα σκηνικά των παραστάσεων της κάπου ξεκουράζονται, η μνήμη κάπου, σε κάποιες αποθήκες, στέκει ακόμα.
Αυτή ήταν η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου του θεάτρου – αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε και την Έλλη του Λάνθιμου ή των Ολυμπιακών Αγώνων με την ανεξίτηλη εικόνα του φορτωμένου Ντάτσουν να μπουκάρει όλο κέφι στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Αυτή ήταν η σκηνογράφος και η ενδυματολόγος, για την είδηση του αιφνίδιου θανάτου της ενημέρωσαν χθες άπαντες – αγνοώντας οι περισσότεροι, μέχρι τότε, την ύπαρξη της, το πώς είχε ζήσει, πως είχε δημιουργήσει, πόσο είχε αγαπηθεί κι εκτιμηθεί από φίλους, δασκάλους, από συνεργάτες και συναδέλφους. Και γιατί όχι, από θεατρόφιλους που αναγνώριζαν τη δουλειά της.
Οι δημοσιογράφοι που γράφουν για τον θάνατο ενός καλλιτέχνη (έχω υπάρξει δεκάδες φορές στην ίδια θέση, το ομολογώ) αντιμετωπίζουν, πολύ συχνά, την δυσάρεστη πληροφορία ως μιαν ακόμα είδηση. Και την κοινοποίηση της, σχεδόν, ρουτίνα. Δεν θα ξεχάσω τη φωνή μιας καλής συναδέλφου που ‘διαμαρτυρόταν’ όταν το νέο μιας απώλειας έφτανε αφού είχαμε κλείσει τις σελίδες της εφημερίδας που θα κυκλοφορούσε την επόμενη. «Κλείσαμε το γραφείο» έλεγε – και δεν εννοούσε το δημοσιογραφικό.
Ο θάνατος ως συμβάνΟ θάνατος – ακόμα και ο πιο αναπάντεχος – είναι η στιγμή που κανείς θα μιλήσει για το αποτύπωμα ζωής εκείνου ή εκείνης που φεύγει.
Ίσως, αυτή η συνήθεια – συστηματική από πολλούς δημοσιογράφους– ν’ αναφερόμαστε σε όλες τις πληροφορίες και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελείται μια απώλεια, αντηχεί το υπαρξιακό έλλειμμα της διαχείρισης του θανάτου. Της μη αποδοχής του. Ίσως, πάλι, να οφείλεται στην, εδραιωμένη πια, τακτική της ειδησεολαγνείας που όλα τα ισοπεδώνει και δεν σκύβει ούτε μπροστά στο θάνατο. Κι είναι απορίας άξιο, πώς ζώντας σε μια πανδημία όπου 100 συνάνθρωποι μας πεθαίνουν κάθε μέρα, όπου καθημερινά πέφτει δίπλα μας ένα γεμάτο αεροπλάνο, αναζητούμε άλλοθι για να τραγικοποιήσουμε κι άλλο τον θάνατο ως συμβάν. Αναζητούμε τρόπους για να γίνει ένας θάνατος αγοραίος. Με όποιο κόστος.
Κι είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της αίσθησης που επιδιώκεται ν’ αφήσει τελικά η πολιτιστική δημιουργία. Να τραυματιστεί από το αγοραίο. Να ταυτιστεί με την πτώση της. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Όμως, ο θάνατος – ακόμα και ο πιο αναπάντεχος – είναι η στιγμή που κανείς θα μιλήσει για το αποτύπωμα ζωής εκείνου ή εκείνης που φεύγει. Για όσα αφήνει πίσω στο, έτσι κι αλλιώς, σύντομο πέρασμα του. Τουλάχιστον, η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου είχε φροντίσει γι’ αυτό.