Ακούγοντας τον τίτλο που επέλεξε να δώσει ο Χρήστος Μποκόρος στην καινούργια του δουλειά, «1821, η γιορτή», δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τον αυθόρμητο συσχετισμό με το εορταστικό πνεύμα που προσπαθεί να διαμορφώσει η Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και αποτυπώθηκε (μάλλον με τον πλέον άνοστο τρόπο) στο βίντεο που εικονογραφούσε το σαββοπουλικό «Ας κρατήσουν οι χοροί».
Ο επισκέπτης καταλαβαίνει πριν καν μπει στην αίθουσα ότι η «γιορτή» που στήνει ο Μποκόρος στο Μουσείο Μπενάκη δεν έχει καμία σχέση με το «success story» που κατασκευάζουν αναδρομικά για τα 200 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους ορισμένοι από τους περί την Γιάννα Αγγελοπούλου διανοούμενους.
«Έντεκα ξύλα από γεφύρια»Για τον Μποκόρο το εθνικό αφήγημα είναι γεμάτο ρηγματώσεις. Η τεράστια επιτοίχια ελληνική σημαία που υποδέχεται τον επισκέπτη πριν κάνει την είσοδό του στην έκθεση είναι φτιαγμένη με ξύλα από παλιά γεφύρια, «χρωματισμένα» με επικολλημένα υφάσματα. Τούτα τα μαδέρια δεν εφάπτονται κι ανάμεσα στα κενά τους το γαλάζιο ρηγματώνεται από χρώματα στο φάσμα του κόκκινου, αλλά και πράσινα και άλλα…
«Έντεκα ξύλα από γεφύρια των βουνών, οριζόντια, ντυμένα με πανιά, μεγάλη γαλανόλευκη σημαία, διαρρηγμένη από κόκκινα φωτεινά χρυσά. Αίμα; Μια αυλή παλιά είχα στον νου μου μ’ ασβέστη και λουλάκι φροντισμένη, άνοιξη ηλιόλουστη κι όλα ανθισμένα, χαρά Θεού», γράφει ο ίδιος. Αν τούτη η σημαία σηματοδοτεί ένα «εμείς», αυτό το εμείς ο καλλιτέχνης το θέλει ευρύχωρο και κάθε άλλο παρά αποκλειστικό…
Περνώντας την είσοδο του εκθεσιακού χώρου, που εδώ είναι σκοτεινός σαν μικρό ξωκλήσι κάπου στα βουνά αφιερωμένο σε στρατιωτικό άγιο, φως και σκοτάδι υποδέχονται τον επισκέπτη. Από τούτο το υλικό είναι φτιαγμένες οι επαναστάσεις, από το ίδιο κι εκείνη πριν 200 χρόνια που έφτιαξε το δικό μας «εμείς». Γιατί κι οι δυο πίνακες που τον υποδέχονται, ο χρυσοστιλβωμένος «φωτεινός» κι ο πιο θολός «σκοτεινός», είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, στενά δεμένο με τη βιωμένη μνήμη του: «και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», έτσι προχωρά η γιορτή που φτιάχνει ο καλλιτέχνης.
Προχωρώντας στο σκοτεινά («όπως οι σεφερικοί ήρωες», θυμίζει ο Χρήστος Μποκόρος), ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στο εικονοστάσι των ηρώων του καλλιτέχνη: «πορτραίτο αγγελικό του Σολωμού, δαιμονισμένο, σκοτεινό του Καραϊσκάκη». Ο ποιητής κι ο πολεμιστής, ο καλαμαράς κι ο οπλαρχηγός, ο κόντες κι ο αρματολός. Πρόσωπο ο ένας, φέρει στα διαδοχικά πορτρέτα του στοιχεία από προηγούμενα έργα του Μποκόρου, σκιά ο άλλος, ένα περίγραμμα μονάχα, μια μονοκοντυλιά από κόκκινο του αίματος…
Αν Σολωμός και Καραϊσκάκης, με τον οποίο ο καλλιτέχνης διατηρεί μια μυθολογική καταγωγική συνάφεια, αντιπροσωπεύουν την αντίθεση στρατιωτικών και διανοουμένων, δεν μας διαφεύγει ότι ανήκουν και οι δύο στον κόσμο των ηττημένων: ο δημοκρατικός δημοτικισμός του Σολωμού θα συντριβεί από τη μοναρχική και νεοκλασική Αθήνα, όπως η χθόνια και διονυσιακή ορμή του Καραϊσκάκη θα σβήσει στ’ ακρογιάλι του Φαλήρου…
ΝεκρόδειπνοΠροχωρώντας στην τρίτη ενότητα της εγκατάστασης, βγαίνοντας από το ημίφως του ναού στο ολόφωτο προαύλιο, ο Μποκόρος στήνει το μακρύ τραπέζι της γιορτής. Τραπέζια αταίριαστα, σκεπασμένα με διαφορετικά υφάσματα, λες και προσφέρθηκαν από πολλούς για να συμπληρωθεί το Π που σχηματίζουν, ραίνονται με δαφνόφυλλα, αλλού πυκνότερα αλλού αραιότερα. Πάνω από το δείπνο, ίπταται αν και απόλυτα γήινη, χοϊκή σχεδόν, η Δόξα. Όχι η εξαϋλωμένη «γερμανική» του Παρθένη, αλλά μια νεαρή χαροκαμένη μητέρα, που χωρίς το επίσημο πανωφόρι της, παρά μόνο την πουκαμίσα, ραίνει με δάφνες ένα τραπέζι απόντων.
Νεκρόδειπνος, όχι γιορτή· μνημόσυνο και προσκλητήριο απόντων είναι αυτό που στήνει ο Μποκόρος στο Μουσείο Μπενάκη. Μόνη παρουσία σε τούτη τη μνήμη θανάτου, ένα αρνάκι, ο αμνός, πασχάλιο σύμβολο που αντικρύζει απέναντί του έτοιμο το μαχαίρι, σε μια υπόσχεση εθελούσιας (;) θυσίας. Μια ματοβαμμένη γυναικεία πουκαμίσα κλείνει τούτο το νεκρόδειπνο, θυμίζοντας πως η βία κι ο καταναγκασμός είναι κι αυτά δομικά στοιχεία για να χτιστεί το «εμείς»…
Το «εμείς των ηττημένων»Η εγκατάσταση του Χρήστου Μποκόρου αποτελεί την πιο «προκλητική» από τις έως τώρα εκθέσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με το ιωβηλαίο του 1821. Κι αυτό γιατί, ανατρέποντας την έννοια της γιορτής, ανατρέπει παράλληλα και τις προσδοκίες του θεατή. Δεν αφηγείται μια πορεία «θριάμβων και καταστροφών», αλλά επιχειρεί να συμπυκνώσει με τους δικούς του κώδικες το «εμείς των ηττημένων».
Το αν με τον τρόπο αυτό επιστρέφει στα παλιότερα σχήματα περί «ανολοκλήρωτης επανάστασης», μικρή σημασία έχει. Περισσότερο σημαντικό είναι πως, βγαίνοντας από την αίθουσα, το βλέμμα σου είναι τόσο γεμάτο από τον κόσμο που φτιάχνει και την αλλόκοτη ομορφιά του, που αρνείσαι να δεις κάτι άλλο· σαν τον ερωτευμένο που αρνείται να πλύνει τα χέρια για να διατηρήσει την αγαπημένη οσμή στο δέρμα του…
Χρήστος Μποκόρος, «1821, η γιορτή»
Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού, Κουμπάρη 1, 210.36.71.000, benaki.org
Διάρκεια: 19.5-10.10.2021
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο 10.00-18.00, Πέμπτη: 10.00-24.00, Κυριακή: 10.00-16.00
Είσοδος: €8, μειωμένο: €6