Tallulah Bankhead: Η εκρηκτική προσωπικότητα που ενέπνευσε τον χαρακτήρα της Κρουέλα ντε Βιλ
Καθώς η πολυαναμενόμενη ταινία της Ντίσνεϊ «Κρουέλα» ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει στη χώρα μας, εμείς ανακαλύπτουμε την Tallulah Bankhead, την σταρ που με την εκρηκτική προσωπικότητα της ενέπνευσε την διασημότερη ίσως «κακιά» στην ιστορία των κινουμένων σχεδίων.
Σκληρή και σατανική, αγενέστατη, άπληστη, εγωκεντρική, κυριαρχική και σχεδόν υστερική, αυτή είναι η Κρουέλα ντε Βιλ, η ηρωίδα γύρω από την οποία επικεντρώνεται η νέα live-action ταινία της Ντίσνεϊ, «Κρουέλλα», με πρωταγωνίστρια την βραβευμένη με όσκαρ Έμα Στόουν. Μια ηρωίδα που από την πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, το 1961, στην κλασική, πλέον, ταινία «101 Σκυλιά της Δαλματίας» μετατράπηκε σε συνώνυμο μιας διεστραμμένης λάμψης και μιας σχεδόν κωμικής μοχθηρότητας.
Ο σχεδιαστής της πιο εμβληματικής, ίσως, κακιάς ηρωίδας στην ιστορία των κινουμένων σχεδίων, της ψιλόλιγνης φιγούρας με τη μονόχρωμη γκαρνταρόμπα, τα χαρακτηριστικά ασπρόμαυρα μαλλιά, τη βραχνή φωνή και τις δολοφονικές τάσεις, ίσως είχε αρκετά πρότυπα στο μυαλό του, όταν σχεδίαζε την Κρουέλα, ένα, ωστόσο, υπήρξε το επικρατέστερο: Εκείνος ο θεατρικός μύθος που είχε καταφέρει να μπει στις μαύρες λίστες του Χόλυγουντ εξαιτίας της συμπεριφοράς της με τη φήμη της τολμηρότερης, μοχθηρότερης και πιο ατίθασης γυναίκας στον χώρο της υποκριτικής.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε η Κρουέλα ντε Βιλ, μέσα από την εκρηκτική προσωπικότητα και την λαμπερή παρουσία της σταρ του θεάτρου και του κινηματογράφου Tallulah Bankhead.
Ποια ήταν όμως η πραγματική σταρ που ενέπνευσε τον χαρακτήρα της Κρουέλα ντε Βιλ;Η Tallulah Bankhead γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1902,, κόρη ενός επιφανούς πολιτικού της Αλαμπάμα. Έχοντας χάσει τη μητέρα της από πολύ νωρίς, υπήρξε ένα απείθαρχο, κακομαθημένο και ξεροκέφαλο παιδί που είχε την ικανότητα να τραβάει την προσοχή με μεγάλη ευκολία, να επιδεικνύει το ταλέντο της στη υποκριτική και να εκφοβίζει την αδερφή της και τους συμμαθητές της, οδηγώντας τον πατέρα της στην απόφαση να τη στείλει εσώκλειστη σε σχολεία καλογραιών, ώστε να την «ελέγξει».
Από εκεί, σύμφωνα με τον βιογράφο της David Bret, θα αποβληθεί δύο φορές: Την πρώτη γιατί έριξε μελάνι πάνω στην Ηγουμένη και τη δεύτερη γιατί επέδειξε ερωτικό ενδιαφέρον για μια καλόγρια. Στα 15 της χρόνια, μετά τη νίκη της σε έναν τοπικό διαγωνισμό ομορφιάς, έστειλε τη φωτογραφία της στο κινηματογραφικό περιοδικό «Picture Play» κερδίζοντας μικρούς ρόλους σε διάφορες ταινίες του βωβού και ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη.
Η Νέα Υόρκη και τα πρώτα βήματα προς την επιτυχίαΣύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, αν και σκεπτικός, ο πατέρας της της επέτρεψε να ακολουθήσει καριέρα στην υποκριτική με την προϋπόθεση ότι θα απέχει από το αλκοόλ και τους άντρες. Το 1918 πραγματοποιεί το ντεμπούτο της στο Broadway με την παράσταση «Squab Farm». Αν και της έλλειπε η εκπαίδευση και η πειθαρχία, η λαμπερή παρουσία της και η χαρακτηριστική βραχνή φωνή της, αποτέλεσμα μιας σειράς παιδικών ασθενειών, της χάρισαν δόξα και επιτυχία.
Η περιπετειώδης ζωή της στο ΛονδίνοΣύντομα γνώρισε επιφανείς προσωπικότητες όπως οι John και Ethel Barrymore, Dorothy Parker, και Zelda Fitzgerald, ενώ έγινε γνωστή για την ευφυέστατη ντομπροσύνη της και την ακούραστη ροπή της για διασκέδαση. Το 1923 ταξίδεψε στο Λονδίνο για να ενισχύσει την καριέρα της στο σανίδι. Εκεί η Tallulah Bankhead, μακριά από τον έλεγχο του πατέρα της και αρνούμενη τις «ερωτικές προτάσεις» σημαντικών θεατρανθρώπων καθώς ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο των επιθυμιών της, θα δημιουργήσει μια φήμη γύρω από το όνομά της, την οποία θα εκμεταλλευτεί στο έπακρό.
Μια μεθοδική και «εξοργιστική» για κάποιους δημόσια συμπεριφορά, αμέτρητες ερωτικές περιπέτειες με άντρες και γυναίκες, η συνήθεια της να φοράει αραχνούφαντα εσώρουχα επί σκηνής, ανεξάρτητα αν το απαιτούσε το έργο ή όχι, να χρησιμοποιεί τη γυμνότητα «ως πάγια τακτική για να σοκάρει» στην επαγγελματική και προσωπική της ζωή την κατέστησαν ως ένα queer icon της εποχής, χαρίζοντας της αμέτρητους θαυμαστές, ειδικά ανάμεσα στη λεσβιακή κοινότητα του Λονδίνου, ενώ σε κάθε παράσταση της μια ομάδα φανατικών θαυμαστριών, «The Gallerie Girls», δεν έχανε την ευκαιρία να εκφράσει τη λατρεία της προς την ίδια.
Ύστερα από μερικά μέτρια, για το ταλέντο της, «σεξουαλικά δράματα», η Tallulah Bankhead κατάφερε να αφήσει άφωνους τους επικριτές της με την εκπληκτική ερμηνεία της στην παράσταση «The Knew What They Wanted» του Sidney Howard. Το 1931 η ασθένεια του πατέρα της την αναγκάζει να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες και να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες όπως το «Make me a Star» και το «Devil and the Deep».
Tα στούντιο, όπως η Paramount και το MGM, προσπαθούσαν να τη μετατρέψουν σε μια δεύτερη Μαρλέν Ντίτριχ. Ωστόσο, τα «τολμηρά» για την εποχή σχόλια της, όπως για παράδειγμα ότι μπορεί να «κοιτάξει απλώς έναν άντρα και μέσα στην επόμενη ώρα να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί του», της κέρδισαν μια θέση στη «μαύρη λίστα» του Will Hays και των μεγάλων παραγωγών με ηθοποιούς που θεωρούνται ακατάλληλοι για το κοινό.
Ο Θρίαμβος στη σκηνή και ένας καταστροφικός γάμοςΕγκαταλείποντας το Χόλυγουντ η Tallulah Bankhead επιστρέφει στο Broadway όπου πραγματοποιεί τον ένα σκηνικό θρίαμβο μετά τον άλλον, παίρνοντας μέρος σε παραστάσεις όπως «The Little Foxes» (1939) και «The Skin of Our Teeth» (1942), κερδίζοντας τον πολυπόθητο New York Drama Critics Circle Award.
Παράλληλα, το 1937 εκπληρώνει την επιθυμία του πατέρα της και παντρεύεται τον John Emery, σε έναν γάμο που έμοιαζε από την αρχή καταδικασμένος. Η ίδια περιγράφει: «Μετά από είκοσι χρόνια ασυγκράτητης ελευθερίας, δρώντας μόνο από καπρίτσιο, δεν μπορούσα να πειθαρχήσω τον εαυτό μου στον βαθμό που θα μου επέτρεπε να εξασφαλίσω μια ικανοποιητική ένωση». Ο γάμος τους κατέρρευσε γρήγορα, γεγονός που ωστόσο το κράτησε κρυφό από τον πατέρα της έως τον θάνατό του.
To 1944 έχει μια δεύτερη ευκαιρία στο Χόλυγουντ με την ταινία «Στον ίσκιο του θανάτου» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, όμως η εμπορική επιτυχία και η αναγνώριση από τους κριτικούς δεν στάθηκε δυνατή να την αλλάξει.
Στο απόγειο της δόξας της το 1950 οι γιατροί την προειδοποίησαν ότι το lifestyle της, και συγκεκριμένα η μαζική ποσότητα αλκόολ και τσιγάρων που κατανάλωνε σε καθημερινή βάση, αλλά και η εξάρτησή της από την κοκαΐνη, θα της στοίχιζαν τη ζωή. Η καριέρα της στο θέατρο άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα, με τους κριτικούς να αναφέρονται στην ίδια ως «μια καρικατούρα του εαυτού της».
Καθώς η υγεία της επιδεινώθηκε, ένας ένας οι εμβληματικοί ρόλοι, που γράφτηκαν για εκείνη, όπως της Μπλανς ΝτιΜπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος» και της Μάργκο Τσάνινγκ στο «Όλα για την Εύα», ξέφυγαν από τα χέρια της. Ο τελευταίος είχε ερμηνευθεί από την ίδια την Tallulah Bankhead στη σκηνή αποτελώντας την έμπνευση του Marc Davis για τον χαρακτήρα της Κρουέλα: Πικρόχολη, εχθρική, επιθετική, επίμονη, αποκρουστική, εμμονική με τη δημοσιότητα και επιθυμώντας να είναι πάντα το επίκεντρο της προσοχής.
Αν η Bankhead μισούσε αυτή την περιγραφή σίγουρα δεν το εξέφρασε δημοσίως, κάποιοι λένε ότι κρυφά λάτρευε να «είναι» μια Κρουέλα. Όπως η ίδια σχολίαζε: «Δεν με ενδιαφέρει τι θα λένε για εμένα μετά τον θάνατό μου, αρκεί να λένε κάτι». Πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου του 1968.
Πηγή: Vanity Fair, Britannica, Tatler