MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Φοίβος Δεληβοριάς: Η σάτιρα είναι η μορφή επιθετικότητας που προτιμώ

Ο Φοίβος Δεληβοριάς είχε απογοητευτεί πολύ όταν στα 18 του χρόνια κόπηκε στις εξετάσεις της δραματικής σχολής του Εθνικού. Τελικά, μπήκε στο θέατρο από το παράθυρο.

Στέλλα Χαραμή | 04.06.2021 Φωτογραφίες: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

Μια κυρία με καρότσι λαϊκής σηκώνει το χέρι και τον χαιρετάει. Ακολουθεί ένας σύντομος μα εγκάρδιος διάλογος. Ο Φοίβος Δεληβοριάς αγαπάει πολύ τη γειτονιά του και τους ανθρώπους της· από καιρό ονειρευόταν να ζήσει στο Παγκράτι.

Ονειρευόταν βέβαια κι άλλα πράγματα. Όπως, ας πούμε, να γίνει ηθοποιός – εκεί κάπου στην καμπή της μετ-εφηβείας. Σήμερα μπορεί να δηλώνει πως είναι «λίγο ηθοποιός» και να συμφωνείς άνετα μαζί του. Έχει, άλλωστε, φέρει στο προσκήνιο το είδος του variette με την «Ταράτσα» του – που επιστρέφει για πέμπτο καλοκαίρι – και αναμένεται να κάνει κάτι ανάλογο με την επιθεώρηση. Καρδιοχτυπάει για την πρεμιέρα της «1821 η Επιθεώρηση» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, απόψε στο Βεάκειο Πειραιά.

Αισθάνεσαι πως αυτή είναι μια στιγμή στο χρόνο για τον Φοίβο Δεληβοριά που έχουν φωτιστεί πολλά από τα καλλιτεχνικά ιδιώματα, που έχει αποκαλύψει τις καινούργιες καταφυγές του, που ξαναβρίσκει τις παλιές του αγάπες και τις εκσυγχρονίζει και που φέρνει στο στούντιο τα καλύτερα τραγούδια του. Γιατί αυτό ομολογεί: Πως τα δέκα νέα κομμάτια που τώρα μιξάρει και θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει.

Τραγουδοποιός με αριστοφανική καταγωγή, ηθοποιός από το παράθυρο, καλλιτέχνης με πολιτική άποψη, αθηναιολάτρης, ποπ, ποιητικός και μαζί λαϊκός, ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν είναι απλώς ένας multi tasker δημιουργός. Είναι ο τύπος της διπλανής πόρτας που μπορεί ν’ αναγνωρίσει την τέχνη και στο ποδήλατο που διασχίσει το δρόμο.

Δύο απανωτές πρεμιέρες για τον Φοίβο Δεληβοριά: Tο “1821, η Επιθεώρηση” στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά και η νέα εκδοχή της “Ταράτσας” στο Άλσος.

Έχεις τη δυναμική του ποπ καλλιτέχνη και τον ενωτικό λόγο μιας μουσικής προσωπικότητας. Πώς το σχολιάζεις;

Κρατώ σε απόσταση την αυτοαναφορικότητα και το άγχος γύρω από τον εαυτό μου. Μου αρέσει να είμαι σκυμμένος σε κάτι που φτιάχνω, να συνεργάζομαι με ανθρώπους. Οι αγωνίες μου είναι άλλου τύπου: Για παράδειγμα, πριν από έξι χρόνια ήθελα να φτιάξω ένα καλλιτεχνικό αναψυκτήριο. Τώρα ηχογραφώ πολύ σχολαστικά τα 10 νέα μου τραγούδια γιατί θέλω ο επόμενος δίσκος μου να μου αρέσει ακόμη περισσότερο από τον προηγούμενο. Με κατατρέχει αυτού του τύπου ο ναρκισσισμός. Κι όλο αυτό γίνεται μια αφορμή για να συναντήσω πολύ διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικά ζώα, διαφορετικές ψυχές από τη δική μου και μαζί να φτιάξουμε κάτι. ‘Αρα το τελευταίο που με απασχολεί είναι το αποτύπωμα μου. Αν κάτι έχω να σχολιάσω πάνω στις διαπιστώσεις σου είναι ότι διευκολύνουν όλα τα παραπάνω. Ένα καλό trademark διευκολύνει όσα διεκδικώ.

Έρχονται, πλέον, εύκολα τα πράγματα;

Σε πρακτικό επίπεδο. Μπορώ πολύ πιο εύκολα να βρω χρηματοδότηση, να βρω ευήκοα ώτα στις προτάσεις μου. Επίσης, μου γίνονται πολύ περισσότερες ενδιαφέρουσες προτάσεις – όπως αυτή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Από εκεί και πέρα, η δυσκολία του να φτιάξεις κάτι που ν’ αγαπάς πραγματικά είναι πάντα μεγάλη και απαιτεί πολλή δουλειά.

Κρατώ σε απόσταση την αυτοαναφορικότητα και το άγχος γύρω από τον εαυτό μου

Πάντως, η Ταράτσα -για πέμπτη χρονιά – κοντεύει να ξεπουλήσει… Σαν να γίνεται χρυσός ό,τι πιάνεις.

Δεν είναι τόσο προσωπικό. Όλα ξεκίνησαν από μια ιδέα που μου είχε γίνει εμμονή. Μετά την αγωνιώδη δεκαετία της κρίσης σκεφτόμουν διαρκώς πώς οι κάτοικοι της παλαιότερης Αθήνας ζούσαν τα βράδια τους. Οι ίδιες σκέψεις με κατέκλυζαν και όταν έγραφα την «Καλλιθέα»: Πήγαινα στο πατρικό μου κι αναζητούσα την πόλη που έμοιαζε να αναρρώνει από μια μεγάλη περιπέτεια υγείας. Το ίδιο συνέβη και με τη Ταράτσα· αισθανόμουν ότι έπρεπε να γίνει μια αυτονόητη κίνηση. Η φούσκα της ευμάρειας είχε εξαφανίσει πράγματα τα οποία θα ήταν πολύ λογικό να συνεχίσουν να υπάρχουν. Ένα από αυτά, ήταν το θέαμα ποικιλιών. Αυτό που έφτιαξε ο Αττίκ μπασταρδεύοντας το με την γαλλική παράδοση. Στο μεταξύ, το υλικό του ταλέντου που αποτελεί το θέαμα ποικιλιών υπήρχε σε αφθονία γύρω μου όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δηλαδή, υπήρχε το σκαρί μα ήταν άδειο. Σκέφτηκα να γεμίσουμε το καράβι. Νομίζω πως αυτή ήταν η επιτυχία. Γι’ αυτό και η Ταράτσα της δεύτερης και της τρίτης χρονιάς ήταν πολύ καλύτερη από την πρώτη. Πλέον, προκύπτει ως μια οργανωμένη τρέλα.

Είναι κι αυτός ένας λόγος που αυτό το εγχείρημα δεν λέει να τελειώσει;

Πίστευα πως η Ταράτσα ολοκληρώθηκε στην τρίτη χρονιά. Όμως, προέκυψε το lockdown. Και μετά από τον πρώτο μήνα καραντίνας – αφού ξεθύμανε η χαρά της ξεκούρασης κι άρχισαν οι φόβοι – βρεθήκαμε για μια βόλτα με τα παιδιά της Ταράτσας. Τότε, όλοι συμφωνήσαμε πως θέλαμε να μεταφράσουμε τι μας συνέβη, θέλαμε να γελάσουμε με πράγματα που βρίσκονταν δίπλα στο τραγικό αλλά δεν τολμούσαμε. Η επιστροφή της Ταράτσας ήταν μονόδρομος. Ήταν κάτι που έμοιαζε με διακοπές.

“Η επιστροφή της Ταράτσας ήταν μονόδρομος. Ήταν κάτι που έμοιαζε με διακοπές” παρατηρεί.

Και συνάμα μια χειρονομία μεγάλης κλίμακας…

Ναι αν και ασυνείδητα. Όταν πρωτοσκέφτηκα την Ταράτσα, το μυαλό μου πήγε σε κάτι πολύ προστατευμένο, σε κάποιο μικρό θερινό σινεμά. Αναζητώντας τις παραμέτρους της υλοποίησης, προέκυπταν πολλά εμπόδια και μέσα από διάφορες περιπέτειες βρέθηκα στην Ταράτσα του Μαροσούλη. Ενός ανθρώπου που είχε έρθει στην Αθήνα του ‘57 από ένα χωριό των Τρικάλων κι έπιασε δουλειά ως ηλεκτρολόγος σε αναψυκτήρια. Τρελάθηκε με την ιδέα! Σύντομα, μπήκε στο Άλσος όπου δούλευε μικρός για να το ξανακάνει πάλι σπουδαίο. Και κάπως έτσι ανέβηκα στην ταράτσα του Άλσους. Ήταν ο Μαροσούλης, λοιπόν, που επέμενε ώστε η χειρονομία αυτή να γίνει μεγάλης κλίμακας. Εγώ δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Αν και τελικά, αποδείχθηκε πως ήμουν.

Άσε που το μεγαλείο της κρύβεται και στο ανοιχτό της πνεύμα. Στον κόσμο που φιλοξενεί.

Μα όταν εξηγούσα την ιδέα σε φίλους – στον Άγγελο Τριανταφύλλου, στο Νίκο Καραθάνο, στην Λένα Κιτσοπούλου, στον Άγγελο Παπαδημητρίου και τον Δημήτρη Καραντζά ακόμα και σε λαϊκούς και πιο mainstream συναδέλφους – όλοι το υποδέχονταν με ένα «πάμε». Εκεί οφείλεται η διατήρηση των χαρακτηριστικών της: Στο ότι δεν κινδυνεύει από τον εαυτό της. Καλούμε ένα λαϊκό τραγουδιστή και την επόμενη εβδομάδα κάνουμε αφιέρωμα στο Θάνο Μικρούτσικο. Η Ταράτσα τα εγκολπώνεται όλα με πολλή αγάπη. Μοιάζει με το ζεϊμπέκικο. Τι είναι το ζεϊμπέκικο; 9/8. Θα γράψει ζεϊμπέκικο και ο Χατζιδάκις και ο Ζαμπέτας. ‘Οπως κι ένας που θέλει να γεμίσει το πρόγραμμα του στο «Ποσειδώνιο». Όμως, ο σκελετός του ζεϊμπέκικου σηκώνει τους πάντες από το τραπέζι.

Δεν πιστεύω ότι θα ήμουν καλός ηθοποιός – με την έννοια του καλού ηθοποιού που αναγνωρίζω γύρω μου ή στα παιδιά του «1821»

Η Ταράτσα έφερε στη σκηνή και τον Φοίβο της θεατρικής ενέργειας μαζί με τον μουσικό Φοίβο. Το θέατρο σου είχε μείνει απωθημένο;

Δεν σου κρύβω πως είχα απογοητευτεί πολύ όταν στα 18 μου χρόνια κόπηκα στις εξετάσεις της δραματικής σχολής του Εθνικού. Τελικά, μπήκα στο θέατρο από το παράθυρο.

Πώς προέκυψε αυτή η αγάπη;

Όταν άρχισε να με ενδιαφέρει το θέατρο, έζησα μια πολύ ωραία περίοδο του: Το θέατρο «Εμπρός» του Τάσου Μπαντή, μια πολύ ωραία περίοδο του Βογιατζή, τον Μαρμαρινό και το Αμόρε. Και ταυτοχρόνως μια πολύ έντιμη προσπάθεια στο εμπορικό θέατρο – όπως τα ανεβάσματα του Φασουλή ή οι μετα-επιθεωρήσεις του Λαζόπουλου. Τόσο πολύ γοητεύτηκα από όλα αυτά, ώστε πήγα να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Πάντα υπήρχε μέσα μου το θέατρο. Μα και στα live μου, ήμουν και λίγο stand up, μου άρεσε να εκδηλώνεται ένα συγκρατημένο θεατρικό στοιχείο. Πλέον, έρχεται ως τεράστιο δώρο και πιστεύω πως θα προσθέσει κάτι στα δικά μου πράγματα.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς πιστεύει πως “η δύναμη του έχει να κάνει με τη γλώσσα. Ακόμα κι αν παίξει ως ηθοποιός, προσεγγίζει το θέατρο μέσα από γλωσσικά ιδιώματα. “Είμαι λίγο ηθοποιός – όχι εντελώς” λέει.

Κοιτάζοντας πίσω, λυπάσαι που δεν έγινες ηθοποιός;

Όχι, γιατί δεν πιστεύω ότι θα ήμουν καλός ηθοποιός – με την έννοια του καλού ηθοποιού που αναγνωρίζω γύρω μου ή στα παιδιά του «1821». Αυτοί οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν απολύτως κάτι: Μπορείς να τους ρίξεις τώρα στον κόσμο του ‘Ιψεν και την επόμενη να είναι το ίδιο σπουδαίοι παίζοντας επιθεώρηση. Η δική μου δύναμη έχει να κάνει με τη γλώσσα. Ακόμα κι αν παίξω ως ηθοποιός, προσεγγίζω το θέατρο μέσα από γλωσσικά ιδιώματα. Είμαι λίγο ηθοποιός – όχι εντελώς.

Πάντως, κάτι δικαιώνεται από τα εφηβικά σου όνειρα.

Ναι, μην το συζητάς! Τουλάχιστον, έγινα ένας ηθοποιός του ελαφρού ρεπερτορίου κι ένας δημιουργός επιθεωρήσεων. Αν χαράξεις, κάπως, ένα δικό σου δρόμο, κάτι θα ξαναβρείς από την εφηβεία σου.

Με ερεθίζει πολύ η καλλιτεχνική πολυγαμικότητα

Τι έχει αλλάξει από εκείνο το 17χρονο παιδί που οργάνωνε συναυλίες με ό,τι είχε και δεν είχε;

Πολλά. Αν και η αγωνία θα είναι πάντα η ίδια. Πολλές φορές σκέφτομαι πως τα χρόνια που έχουν περάσει είναι λίγα. Τότε, στην πρώτη μου συναυλία, ήμουν 17 και τώρα είμαι 47· άρα μιλάμε για 30 καλοκαίρια πριν. Εν τω μεταξύ, το pattern είναι το ίδιο, η αγωνία και η λαχτάρα είναι η ίδια, η δουλειά που πέφτει είναι η ίδια. Αν υπάρχει μια διαφορά, είναι πως δεν μπλέκω. Δεν μπλέκω όταν συνειδητοποιώ πως το τραγούδι που γεννιέται δεν είναι αληθινό ή όταν βλέπω μια δουλειά που οδεύει προς τη ματαίωση. Ακόμα κι αν είναι μεγάλο το βιοποριστικό ζήτημα.

Έχεις περάσει μεγάλες αφραγκίες στην ενήλικη ζωή σου;

Φυσικά, τι λέμε τώρα; Από την κρίση και μετά τα πράγματα έγιναν ασφυκτικά. Αποκτήσαμε παιδί με την Βάσω (Καβαλλιεράτου) το 2012, όταν τα οικονομικά ήταν σε πολύ άσχημο σημείο, κι έπρεπε να δουλέψω πάρα πολύ. Ίσως, να είναι αυτός ένας λόγος που ενεπλάκην σε τόσα πράγματα. Θυμάμαι, παλαιότερα, έβγαζα ένα δίσκο κάθε πέντε χρόνια κι έκανα είκοσι live το χρόνο σε Αθήνα και επαρχία. Αυτή τη στιγμή, δουλεύω καθημερινά για κάτι. Επίσης, αν μου γίνουν τέσσερις προτάσεις για να συνθέσω θεατρική μουσική θα τις αναλάβω όλες.

“Διαβάζω στους άλλους καλλιτέχνες ένα είδος ψυχικού αποτυπώματος που μου είναι αγαπητό. Το αναγνωρίζω τόσο στην Γαρμπή, στον Μαργαρίτη όσο και στον Πορτοκάλογλου, στο Μαραβέγια και στον Κραουνάκη – για διαφορετικούς λόγους στον καθένα” ομολογεί.

Τι αποκάλυψε η ανάγκη να παράξεις περισσότερο;

Κατάλαβα πως με ερεθίζει πολύ η καλλιτεχνική πολυγαμικότητα. Μια πρόβα με τον Καρατζά, τον Καραθάνο, την Κοκκίδου και την Καβαλλιεράτου αλληλοτροφοδοτείται με ένα απόγευμα στο στούντιο όπου θα μιξάρω ένα τραγούδι. Βγαίνω από την κολυμπήθρα και τη χαρά της σωματικότητας των άλλων και μπαίνω μόνος στο στούντιο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόση ενέργεια φέρνει το ένα στο άλλο.

Που σημαίνει πως ήσουν ένας μοναχικός δημιουργός.

Μέχρι το 2015 οπότε έκανα την «Καλλιθέα», ήμουν απολύτως loner. Σπανίως δε, προχωρούσα σε συνεργασίες – είχα συναντήσει τη Μάρθα Φριντζήλα, μικρότερος τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Ορφέα Περρίδη. Τώρα όμως – παρότι όταν παρουσιάσω τον καινούργιο μου δίσκο θα είμαι μόνος – μοιάζει το πιο φυσιολογικό πράγμα να βρεθώ με πολλούς ανθρώπους σε μια πρόβα. Και την επόμενη στιγμή ν’ αναλάβω τον δίσκο του Γιώργου Μαργαρίτη ή να κάνω πρόβα στην Ταράτσα με την Καίτη Γαρμπή και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Υπάρχει ένα ακραία μοναχικό σημείο μέσα μου, το οποίο περιέχει όλα αυτά τα πρόσωπα και ξέρει πως να τα αγαπήσει.

Επιδικιώκω, μ’ έναν τρόπο, την αποδοχή από το συνάφι μου

Στο μεταξύ, αυτή η διάθεση συντροφικότητας καταρρίπτει ένα σωρό στερεότυπα για τις διαδρομές μεταξύ ποιοτικής κι εμπορικής σκηνής. Σωστά;

Καταρχάς, υπάρχουν τόσες καλλιτεχνικές καταγωγές. Κι έπειτα υπάρχουν ορισμένα πράγματα που θέλω να πρεσβεύει ο άλλος. Διαβάζω στους άλλους καλλιτέχνες ένα είδος ψυχικού αποτυπώματος που μου είναι αγαπητό. Το αναγνωρίζω τόσο στην Γαρμπή, στον Μαργαρίτη όσο και στον Πορτοκάλογλου, στο Μαραβέγια και στον Κραουνάκη – για διαφορετικούς λόγους στον καθένα. Δεν μιλάω για το καλλιτεχνικό εκτόπισμα, το είδος που υπηρετεί ο καθένας, ούτε για τον χαρακτήρα και την αισθητική του στάση, αλλά για κάτι άλλο, περίεργο το οποίο μας ενώνει σε κάτι πολύ όμορφο.

“Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύεις καλλιτεχνικά, άνθρωποι φιλημένοι από το Θεό που, ωστόσο, στο ανθρώπινο επίπεδο δεν απελευθερώθηκαν” λέει ο Φοίβος παρατηρώντας το χώρο του.

Σε απασχολεί η αποδοχή από το συνάφι σου;

Ναι, την επιδιώκω μ’ έναν τρόπο. Είναι μεγάλη μου χαρά να συναντιέμαι με τους ανθρώπους που εκτιμώ στο χώρο. Είναι μια άλλη οικογένεια που δεν διέπεται από τους, καθαρά παραδοσιακούς, κανόνες λειτουργίας. Για παράδειγμα, έχω κάνει ιδιαίτερα βαρύνουσες συζητήσεις για τη μουσική με την Καίτη Γαρμπή και τον Διονύση Σχοινά αλλά έχω κάνει και… κάφρικες κουβέντες που είχαν κάτι το τρομερά βαρύνον με τον Χάρη Κατσιμίχα. Έχω δει τον Χατζιδάκι να κάνει βραδινή σάχλα για να αποφορτιστεί από το άγχος της μέρας κι έχω ακούσει τον Γιώργο Μαργαρίτη να μου μιλάει για την φιλοσοφία ζωής του ικανή να γεμίσει ένα βιβλίο. Σου περιγράφω μια επικοινωνία που λατρεύω γιατί οι καλλιτέχνες είναι λίγο αποσυνάγωγοι κι έχουν πάρει ενέργεια από την ζωή. Θέλω, λοιπόν, να είμαι αγαπητός στην οικογένεια αυτή· θέλω να με θυμούνται αυτά τα ξαδέρφια.

Υπάρχουν στην πιάτσα καλλιτέχνες που αγαπάς ως δημιουργούς αλλά δεν εκτιμάς ως ανθρώπους;

Ναι, φυσικά, το συναντάς κι αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύεις καλλιτεχνικά, άνθρωποι φιλημένοι από το Θεό που, ωστόσο, στο ανθρώπινο επίπεδο δεν απελευθερώθηκαν. Σε σημείο που τους λυπάσαι και λίγο. Βλέπεις, δηλαδή, ότι η καλλιτεχνική και η ανθρώπινη αυτοσυνειδησία δεν συμπίπτουν πάντα.

Υπάρχουν μεγάλες νίκες απέναντι σε έναν παλιό, δηλητηριασμένο κόσμο υπάρχουν και πολύ δυναμικές επιστροφές του: Από τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία μέχρι τον Κούγια στα κανάλια. Είμαι, λοιπόν, έτοιμος να αντιπαραθέσω το δικό μου φως με όλα αυτά και να πάρω θέση

Αν προσπαθήσω να δω όλα όσα κάνεις – τα παλιότερα και τα τωρινά, τους δίσκους, τους στίχους και τις παραστάσεις, την Ταράτσα και την Επιθεώρηση του ’21 – υπάρχει μια σαφής ποιότητα σατιρικής διάθεσης που τα διατρέχει.

Η σάτιρα είναι η μορφή επιθετικότητας που προτιμώ. Πιστεύω ότι ένα άτομο οφείλει να επιτίθεται στον κοινωνικό μηχανισμό. Είτε ζει σ’ ένα μικρό χωριό όπου οι ντόπιοι μηχανισμοί τον καταπιέζουν, είτε ζει σε μια μεγαλούπολη, είτε ζει σε μια τυραννία είτε σε μια δημοκρατία, οφείλει να βρίσκει τους τρόπους να επαναδιαπραγματεύεσαι την ελευθερία και την ατομικότητα του. Διότι οι μηχανισμοί είναι ανελέητοι, πάντα θέλουν να ελέγξουν τους ανθρώπους κι αυτό δεν σχετίζεται απαραίτητα με την μοντέρνα ζωή, είναι μια αρχαία μηχανιστική. Ο δικός μου τρόπος οργανωμένης επίθεσης έχει να κάνει με το χιούμορ, με μια παράλογη έκφραση που η μηχανή δεν μπορεί να καταλάβει.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν ήμουν φαντάρος μου ανέθεσαν να οργανώσω μια γιορτή του στρατοπέδου. Τότε έγραψα την «Υβρεοπομπή». Κι εκεί που τους έπαιζα διάφορα τραγουδάκια, άρχισα να τραγουδώ μια παρέλαση από βρισιές. Εκείνη τη στιγμή, διέρρηξα το μηχανισμό του στρατοπέδου. Μου αρέσει αυτό γιατί, εξάλλου, ξεκινάει από την προσωπική μου απελπισία.

Σε καθιστά και πιο πολιτικό ως καλλιτέχνη;

Με κάνει πιο πολίτη, πιο active member. Κατά τα άλλα, δεν θα μπορούσα να συμμετέχω ούτε καν στον οργανωτικό ακτιβισμό – κυρίως λόγω χαρακτήρα. Δεν γράφω τραγούδια για να περιγράψω έναν κινηματικό σκοπό. Γράφω τραγούδια με καθαρά καλλιτεχνικό κριτήριο. Αν, όμως, με καλέσουν σε μια συναυλία ενάντια στην καταστολή, για την στήριξη των μεταναστών και του κινήματος του metoo θα πάω, γιατί ως πολίτης θέλω μια κοινωνία που θα προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Πανηγυρίζω κάθε φορά όπου νικιέται κάτι από την πατριαρχία και την αντίληψη εξουσίας που βίωσα μικρός. Και την ίδια ώρα, είμαι έτοιμος για μάχη κάθε φορά που επιστρέφει κάτι τρομακτικό. Αυτό ένιωσα τα 2-3 τελευταία χρόνια: Ενώ υπάρχουν μεγάλες νίκες απέναντι σε έναν παλιό, δηλητηριασμένο κόσμο υπάρχουν και πολύ δυναμικές επιστροφές του: Από τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία μέχρι τον Κούγια στα κανάλια. Είμαι, λοιπόν, έτοιμος να αντιπαραθέσω το δικό μου φως με όλα αυτά και να πάρω θέση. Ως καλλιτέχνης μέχρι εδώ και ως πολίτης από εδώ και πέρα.

Τι τον τρομάζει σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο; “Το πισωγύρισμα είναι άρρωστο και, δυστυχώς, είναι το πρόταγμα του πολιτικού mainstream. Όπως έλεγε και ο Τραμπ, «Let’s make America great again». Φτιάξε το αύριο ρε φίλε για να είναι λίγο καλύτερο από το σημερινό” σχολιάζει.

Μέχρι να λάμψει το δικό σου φως περνάει από το σκοτάδι;

Όλα περνούν από το σκοτάδι. Νομίζω πως οι καλλιτέχνες που έχουν περάσει από εκεί έχουν συλλάβει κάτι πολύ σωστό. Θυμήσου την τεχνική του Φελίνι να κλείνει την ταινία του με τη σκηνή του πανηγυριού, αλλά νωρίτερα να την έχει βυθίσει σε κάτι εντελώς μαύρο. Πιστεύω πως κάθε καλλιτέχνης περνάει από μια πολύ μαύρη φάση πριν κατακτήσει την αυτοσυνειδησία του. Τυπικά λέγεται εφηβεία, αλλά δυστυχώς δεν τελειώνει εκεί. Οι κρίσεις που περνάει κανείς στην δεκαετία των 20 και των 30 είναι ακόμα πιο δύσκολες. Προσωπικά, μετά τα 40 αισθάνθηκα ότι έχω γλιτώσει από τις καταθλιπτικές και τις μαλακισμένες πλευρές μου· από εκείνες που με οδηγούσαν να προκαλέσω κακό.

Τι πυροδοτήθηκε κοινωνικά και πολιτικά τα 2-3 τελευταία χρόνια;

Η επιστροφή στις βεβαιότητες. Η αναβίωση διαφόρων εθνικισμών, η νοσταλγία αποτυχημένων μοντέλων – τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά – είναι μεγάλα λάθη. Ο κόσμος έχει προχωρήσει. Είτε νοσταλγείς την Ελλάδα του ’50, την Ελλάδα του 1821, είτε την Ελλάδα του Χρηματιστηρίου και του lifestyle, στην ουσία σέρνεις τους πάντες πίσω. Ναι, είχαμε Τουρκοκρατία και κάποιοι άνθρωποι, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους και αλληλοσυγκρουόμενοι, επαναστάτησαν, αναζητώντας την επόμενη μέρα. Προερχόμασταν από μια συντηρητική μετα -δικτατορική κοινωνία και στα 90’s, πετάξαμε τα πολλά ρούχα, κάναμε σεξ, λατρέψαμε το χρήμα. Παρόλα αυτά, δεν θα συνεχίσουμε στα ίδια. Η επόμενη μέρα πάντα θα έχει άλλα χαρακτηριστικά. Κι εμείς πρέπει να την διαισθανόμαστε και να την αγκαλιάζουμε με κάθε κύτταρο μας. Το πισωγύρισμα είναι άρρωστο και, δυστυχώς, είναι το πρόταγμα του πολιτικού mainstream. Όπως έλεγε και ο Τραμπ, «Let’s make America great again». Φτιάξε το αύριο ρε φίλε για να είναι λίγο καλύτερο από το σημερινό. Δες τα αιτήματα του σήμερα για το αύριο και άσε τα μεγαλεία.

Προσωπικά, μετά τα 40 αισθάνθηκα ότι έχω γλιτώσει από τις καταθλιπτικές και τις μαλακισμένες πλευρές μου

Ποια είναι τα αιτήματα του σήμερα;

Να μην καταπιέζονται οι άνθρωποι – όποιοι κι αν είναι αυτοί: Η σεξουαλικότητα των γυναικών ή των ομοφυλοφίλων, η ζωή των αναπήρων και των προσφύγων. Ο πολίτης πρέπει να διεκδικεί πιεστικά την επόμενη μέρα βάζοντας μέσα την επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων. Συνάμα, πρέπει να βρεθεί μια δημιουργική διέξοδος στο νέο τεχνολογικό τοπίο που αναδύεται. Να βρούμε, ως άνθρωποι, μια θέση ύπαρξης στο έργο ή αλλιώς να το πολεμήσουμε. Αυτά πρέπει να βλέπει κανείς όταν κοιτάζει μπροστά· δεν βλέπει ούτε την έννοια του Έθνους, ούτε του ισχυρού πατέρα.

Ποια νομίζεις ότι πρέπει να είναι η μέρα για τον πολύπαθο κόσμο της τέχνης; Πως πρέπει να την δει η καλλιτεχνική κοινότητα αλλά και πως πρέπει να την δει η Πολιτεία;

Η Πολιτεία δεν αντιμετωπίζει τον πολιτισμό με ικανοποιητικό τρόπο. Ασφαλώς και δεν προτείνω να δημιουργήσει στρατιές κρατικοδίαιτων καλλιτεχνών. Αλλά εφόσον κάποια επαγγέλματα (σε ορίζοντα τριετίας) συρρικνώνονται ή ακυρώνονται, έχοντας πολύτιμους εργαζόμενους εντός τους, πρέπει να τα προστατεύσει. Έτσι ώστε την επόμενη μέρα να λειτουργήσουν θεραπευτικά για την κοινωνία. Τώρα τι θα κάνουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες; Οι πραγματικοί καλλιτέχνες ως κύτταρα είναι πανίσχυρα. Έχω μεγάλη πίστη ότι θα τα καταφέρουν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να ανεχτεί πιο βάρβαρες συνθήκες διαβίωσης από αυτές που ήδη έχει.

Αράζοντας στο πάρκο του ‘Αλσους λέει: “Η Αθήνα τη νύχτα και η Ελλάδα το καλοκαίρι – οι ανοιχτές πλευρές αυτού του τόπου – έχουν κάτι το αναρχικό που μου αρέσει πολύ. Είναι κάτι που δεν εμπιστεύεται ούτε τη μηχανή, ούτε τον κανόνα κι όμως φτιάχνει κάτι καινούργιο”.

Τι αγαπάς σ’ αυτήν την Ελλάδα που περιγράφεις;

Τα ανοργάνωτα και τα άναρχα της. Η Αθήνα τη νύχτα και η Ελλάδα το καλοκαίρι – οι ανοιχτές πλευρές αυτού του τόπου – έχουν κάτι το αναρχικό που μου αρέσει πολύ. Είναι κάτι που δεν εμπιστεύεται ούτε τη μηχανή, ούτε τον κανόνα κι όμως φτιάχνει κάτι καινούργιο. Την ίδια ώρα, αυτή είναι και η καταστροφή της, αφού βάζει τρικλοποδιές στην δημιουργία μιας συνέχειας. Παρόλα αυτά, δεν θα ήθελα ν’ αλλάξει η μεσογειακή της ραθυμία.

Αν μπορούσες, προς τα που θα έκανες μια χρονική μετακίνηση;

Η αγαπημένη μου περίοδος στην παγκόσμια ιστορία -την οποία θα ζούσα με πολλή ένταση και χαρά – είναι η εικοσαετία 1955- 1975. Ήταν τόσο καθοριστική στην τέχνη, στην κοινωνική και σεξουαλική απελευθέρωση, στην πολιτική συνειδητοποίηση του ανθρώπου – από το rock and roll μέχρι την nouvelle vague, από τα παιδιά των Λουλουδιών μέχρι το Μάη του ’68. Η ώριμη απομυθοποίηση των πραγμάτων που ακολούθησε έφερε κάτι τρομερά πολυοργασμικό και θα ήθελα πολύ να το ζήσω.

Δούλεψα πολύ για να κάνω κάποιες ελεύθερες επιλογές. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας κεντρικός παράγοντας ευτυχίας για τον σύγχρονο άνθρωπο

Ακούγοντας σε, σκέφτομαι πως όλα όσα συζητάμε συνδέονται. Πως δεν είναι τυχαία ούτε η αναβίωση του αναψυκτήριου ούτε η επιθεώρηση. Είναι υλικά αυτής της εποχής που περιγράφεις. Νιώθεις, ας πούμε, πως η επιθεώρηση σε βάζει σε μια συνομιλία με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη;

Απόλυτα. Αν και αυτοί οι δυο άνθρωποι ήταν το αντίστοιχο του rock and roll στην Ελλάδα. Έκαναν μια πραγματική επανάσταση. Από εκεί που η ελληνική μουσική σκηνή ήταν μια αναπαραγωγή ελαφρών μοτίβων του εξωτερικού βρέθηκε ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, πήραν το άγριο υλικό των ανθρώπων – όπως πήρε ο Ελβις τη μουσική των μαύρων – και το ένωσαν με τα υπόγεια των ποιητών. Μπορεί αυτό να μοιάζει δεδομένο στα μάτια ενός σημερινού ανθρώπου αλλά στην εποχή του δημιουργούσε πυρετό στην Αθήνα. Σκέψου να είσαι 20χρονος το ’62 και να βλέπεις τις αδερφές Τατά στην «Οδό ονείρων» και τον Πειναλέοντα στην «Όμορφη πόλη». Και το ίδιο καλοκαίρι ο Κουν να ανεβάζει Τένεσι Γουίλιαμς με τη Μελίνα και ο Ζαμπέτας και ο Καλδάρας να γράφουν αριστουργήματα. Όλα αυτά συνιστούσαν κάτι το επαναστατικό και το mainstream την ίδια στιγμή. Περίπου ότι έκαναν οι Beatles, o Γκοντάρ, ο Τρυφώ και ο Μπέργκμαν.

Βλέπεις τον εαυτό σου ως συνέχεια αυτού του αφηγήματος;

Σίγουρα. Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν ξεκάθαρο ένα εθνικό αφήγημα βάζοντας στο κέντρο τον παράγοντα άνθρωπο. Δεν είδαν τόσο εξιδανικευτικά την έννοια του λαού, όσο την έβλεπε ο Παλαμάς, λόγου χάρη. Έβαλαν μέσα τον Ζαμπέτα και τον Τσιτσάνη αλλά συνέχισαν στο δρόμο του. Αυτό είναι ένα μέγιστο μάθημα, το οποίο συνεχίζω με τις δικές μου μικρές δυνάμεις.

Για τον Φοίβο Δεληβοριά, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης “ήταν το αντίστοιχο του rock and roll στην Ελλάδα. Έκαναν μια πραγματική επανάσταση”.

Θα ήθελες να είσαι ανάμεσα σ’ εκείνους που θα επηρεάσουν την επόμενη γενιά δημιουργών;

Με ενδιαφέρει να εμπνέω τους ανθρώπους. Θα είμαι ευτυχής, αν ο,τιδήποτε έχω κάνει, ενέπνευσε έναν τύπο να ερωτευτεί κι έναν άλλο να γράψει ένα τραγούδι. Δεν έχω άλλη φιλοδοξία.

Η προσωπική σου ιστορία είναι ωραία γραμμένη;

Έχει, αν μη τι άλλο, μια κατακτημένη ελευθερία. Δούλεψα πολύ για να κάνω κάποιες ελεύθερες επιλογές. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας κεντρικός παράγοντας ευτυχίας για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Αλίμονο αν πίστευα πως έχω γράψει τα καλύτερα τραγούδια μου

Τα καλύτερα τραγούδια σου τα έχεις γράψει;

Αλίμονο μου αν το πίστευα. Το αντίθετο. Τώρα που μιξάρω τα δέκα τελευταία τραγούδια μου σκέφτομαι «καλά αυτά είναι τα καλύτερα, περιμένετε ν’ ακούσετε». Πάντα νιώθω ότι έρχεται ένα επόμενο κεφάλαιο πιο ενδιαφέρον από τα προηγούμενα. Ίσως, πάλι, αν κουραστώ σωματικά και γεράσω να πάψω να σκέφτομαι έτσι.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Φοίβος Δεληβοριάς υπογράφει τη μουσική και μέρος των κειμένων στην παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά “1821, η επιθεώρηση” που κάνει απόψε πρεμιέρα στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά. 

Σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς. Πρωταγωνιστούν οι  Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Eλένη Κοκκίδου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Νιάρρος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κουκουράκης, Γιάννης Κλίνης, Βάσω Καβαλιεράτου, Πάνος Παπαδόπουλος, Ηλίας Μουλάς, Ιωάννα Πιατά

Guests: Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Καβογιάννη, Μάρθα Φριντζήλα, Χρήστος Λούλης

Επίσης, την επόμενη Πέμπτη 10 Ιουνίου ανοίγει και πάλι η “Ταράτσα του Φοίβου” στο ‘Αλσος σε σκηνοθεσία ‘Αγγελου Τριανταφύλλου. Μαζί με το Φοίβο Δεληβοριά επί σκηνής οι  Θανάσης Αλευράς, Νεφέλη Φασούλη, Βύρων Θεοδωρόπουλος, Idra Kayne, Φοίβος Ριμένας

Περισσότερα από Art & Culture