MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
23
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΕΠΙΚΑΙΡΑ

Ο δεύτερος θάνατος του Σάμη Γαβριηλίδη

Σε μια μέρα που από πολλές πολιτιστικές σελίδες υμνήθηκε η ευθύνη και η δημιουργικότητα του ιδιωτικού τομέα, μια είδηση από τα ψιλά του πολιτιστικού ρεπορτάζ ήρθε να φωτίσει από μια διαφορετική γωνία αυτή την εικόνα του τολμηρού αλλά και ευαίσθητου στα κελεύσματα των καιρών ιδιώτη.

Photo: Dustin Tramel/unsplash
author-image Σπύρος Κακουριώτης

Το απόθεμα των βιβλίων των Εκδόσεων Γαβριηλίδης, όσα βρέθηκαν στις αποθήκες, κατασχέθηκαν και πολτοποιήθηκαν από τις πιστώτριες τράπεζες του εκδοτικού οίκου, χωρίς καμία προειδοποίηση προς όποιον από τους συγγραφείς θα ήθελε να διασώσει μερικά αντίτυπα, έστω και επί πληρωμή.

Μετά τον θάνατο του Σάμη Γαβριηλίδη το 2020, σε ηλικία 66 ετών, οι τράπεζες κατάσχεσαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που άφησε πίσω του, ακίνητα, μηχανήματα κ.ά., προκειμένου να εκπλειστηριαστούν, μαζί και το απόθεμα των βιβλίων που είχε εκδώσει.

Απ’ ό,τι φαίνεται, τα golden boys των τραπεζών έκριναν πως η πολτοποίηση του χαρτιού θα ήταν, λογιστικά, περισσότερο επικερδής από τον εκπλειστηριασμό των βιβλίων σε κάποιον χονδρέμπορο ή την δωρεάν διανομή τους σε βιβλιοθήκες ανά την Ελλάδα.

Η πρακτική της πολτοποίησης, βέβαια, δεν είναι άγνωστη στους έλληνες εκδότες. Για λόγους οικονομικούς ή φορολογικούς καταφεύγουν κατά καιρούς σε αυτήν, ποτέ όμως με «οριζόντιο» τρόπο και διατηρώντας πάντοτε τη δυνατότητα επανέκδοσης.

Στην περίπτωση των Εκδόσεων Γαβριηλίδης, μια από τις πληρέστερες σειρές σύγχρονης ελληνικής ποίησης, εξαιρετικές μελέτες και μαρτυρίες για την ιστορία του ελληνικού εβραϊσμού, αλλά και τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, παραδόθηκαν στην «πυρά», στο όνομα της λογιστικής τακτοποίησης των ισολογισμών των τραπεζών.

Ήταν πολλοί οι σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα που θυμήθηκαν την πραγματική πυρά στην οποία είχαν παραδοθεί βιβλία, το 1933, στη ναζιστική Γερμανία (όπως η συγγραφέας Έλενα Χουζούρη, από την οποία δανείζεται τον τίτλο το παρόν σχόλιο). Όμως, αν θέλουμε να βρούμε ιστορικές αναλογίες, δεν είναι εκεί που πρέπει να τις αναζητήσουμε αλλά στην «κοινοτοπία του κακού» για την οποία έκανε λόγο η Χάννα Άρεντ μιλώντας για τη δίκη του Άιχμαν.

Για την Άρεντ, ο Άιχμαν, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος που υπήρξε από τους ενορχηστρωτές του Ολοκαυτώματος, δεν συνειδητοποίησε ποτέ τι πραγματικά έκανε –από αδιαφορία και απερισκεψία, όχι από έλλειψη νοημοσύνης. Δεν στοχάστηκε ποτέ τις επιπτώσεις των πράξεών του στους άλλους ανθρώπους, δεν συναισθάνθηκε την οδύνη τους. Ήταν ένας απρόσωπος γραφειοκράτης και ως τέτοιος έδρασε.

Με ανάλογη ανεμελιά και απερισκεψία λειτούργησαν και τα καθ’ ημάς golden boys, βέβαια ότι θα αυξήσουν τα πριμ με τα οποία τους ανταμείβουν οι τράπεζες, την ανακεφαλαιοποίηση των οποίων πληρώσαμε εμείς, οι φορολογούμενοι, δυο και τρεις φορές μέχρι τώρα. Το μόνο που σκέφτονται είναι αυτό που με τόση διεισδυτικότητα είχε γράψει το 1930 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στη «Μπαλάντα του έμπορα» και είχε τραγουδήσει ο Σάκης Μπουλάς, στη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου:

«Τι είναι στ’ αλήθεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα;
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα»

Περισσότερα από Βιβλία