Συν & Πλην: «1821 – H Επιθεώρηση» στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά
Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για την παράσταση «1821 – Η επιθεώρηση» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά που παρουσιάζεται στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά.
Η ελληνική επιθεώρηση είναι πιθανότατα το μοναδικό θεατρικό είδος που παρακολούθησε τόσο στενά την εγχώρια ιστορία – μέσα πάντα από το διεσταλμένο πρίσμα της σάτιρας και της μεγαλοπρεπούς ανάδειξης των στερεοτύπων. Αρκεί να επισημάνουμε – όπως καταγράφουν οι ερευνητές – το ρόλο της επιθεώρησης κατά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπου ο επιθεωρησιακός πλούτος στρέφεται κατά του εξευτελισμού του εχθρού εξ Ιταλίας. Η’ να σταθούμε στην ενθουσιώδη άνθιση της μεταπολεμικά οπότε και διασκέδασε τα δεινά των Ελλήνων και κορυφώθηκε φέροντας υπογραφές σπουδαίων συγγραφέων (Γιαλαμάς, Τσιφόρος, Γιαννακόπουλος, Πρετεντέρης) και ιδιοφυών συνθετών (Χατζηδάκις, Θεοδωράκης).
Υπό αυτήν την έννοια, το έργο «1821 – Η επιθεώρηση» κινείται με συνέπεια σε αυτές τις ράγες, βάζοντας φυσικά στο καλειδοσκόπιο το εθνικό δρομολόγιο δύο αιώνων – δηλαδή πάρα, μα πάρα πολύ υλικό.
Οι αντιφάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, από τον εθνικό ηρωϊσμό έως τον ηθικό καταποντισμό, είναι δημοφιλείς διαδρομές που έχουν επαναληφθεί σε διάφορες χρονικές στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας. Κι αυτό από μόνο του δημιουργεί έναν συνεκτικό κρίκο πάνω στο χαοτικό υλικό.
‘Ισως, μάλιστα, να φέρνει και πιο κοντά συγγραφείς διαφορετικών καταγωγών και υφών – Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννη Αστερή, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστα Μανιάτη, Κώστα Κωστάκο, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβο Δεληβοριά – βοηθώντας τους να καβαλήσουν από κοινού το άρμα της ελληνικής ιστορίας που ξεβράζεται πανηγυρικά στο σήμερα. Και την ίδια ώρα, να κρατήσουν τις, μεταξύ τους, ασφαλείς αποστάσεις (τι ειρωνεία, Θεέ μου) για να είναι διακριτή η συγγραφική ταυτότητα του καθενός.
Σε κάθε περίπτωση, η δραματουργία του «1821» αποτυπώνει το ιστορικό πανδαιμόνιο των 200 ετών του ελληνικού κράτους – αλλά όπως έχει πει ο σοφός Βασίλης Παπαβασιλείου «τα πρώτα 200 χρόνια ήταν τα δύσκολα». Από την διχαστική παράδοση των Ελλήνων – ακόμα και σε συνθήκες εξέγερσης – την ψευδαίσθηση της ελληνικής μοναδικότητας, την συντήρηση της μυθολογίας των ηρώων εις βάρος των επόμενων γενεών των Ελλήνων, έως τη δημιουργία νέων μυθολογιών (βλέπε Ολυμπιακούς Αγώνες) και τις διαδοχικές ματαιώσεις της «κληρονομικής δημοκρατίας» και των μνημονίων.
Η νέα αυτή δραματουργία δεν είναι μόνο μια ιστορική ρετροσπεκτίβα σε επεισόδια αλλά κοιτάζει και στα νέα, τρέχοντα αδιέξοδα (π.χ. εγκλεισμός, πανδημία, metoo, εξουσιοποίηση), ως απόληξη των 200 ετών. Ειδικά, αυτό το παρόν φιλτράρεται έντονα μέσα από το βλέμμα της τέχνης, του καλλιτέχνη, του ηθοποιού («είμαι ένας ηθοποιός που δεν του έχει μείνει φως»), δηλαδή των πλέον προσβεβλημένων πληθυσμών της ελληνικής κοινωνίας.
Και φέρει ξεκάθαρα τη μελαγχολία, την πικρία, την ειρωνεία της γενιάς αυτής ως κιβωτό που κληροδοτείται στους επόμενους. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η κορύφωση του έργου – μετά από ένα σίκουελ ξεκαρδιστικών σκετς – στην ποιητική εκτόνωση. Εκεί όπου ο Αθανάσιος Διάκος, η Μαντώ Μαυρογένους και ο Λόρδος Μπάιρον εμφανίζονται ως φαντάσματα του παρελθόντος κι ενώνουν τις φωνές τους με αποφθέγματα του Μάνου Χατζιδάκι.
Το «1821 – Η επιθεώρηση» είναι ένα γνήσιο παιδί του είδους και την ίδια ώρα είναι ένα παιδί της εποχής της. Βηματίζει την επιθεώρηση στο ‘μετά’ της, γνωρίζοντας την ιστορία της. Αυτό που, επί της ουσίας, σατιρίζει ως εθνικό μας έλλειμμα.
H παράστασηΚατά σατανική σύμπτωση, κρατώ σημειώσεις για το «1821 – Η επιθεώρηση» σ’ ένα μικρό τετράδιο με το λογότυπο «Τέχνη, αιώνια επανάσταση» (δώρο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής). Μετά από 2,5 ώρες παράστασης, το λογότυπο δικαιώνεται αφενός λόγω περιεχομένου και κυρίως λόγω αποτελέσματος: Η επανάσταση μπορεί κάλλιστα να γίνει υλικό τέχνης. Και η τέχνη (από την στιγμή που είναι ελεύθερη να υπάρξει) είναι εν δυνάμει επαναστατική.
Για όλους όσοι επιλέξουν την επιστροφή τους στις θεατρικές πλατείες με την παράσταση των Καραντζά – Δεληβοριά και του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, το βίωμα θα είναι ένα ‘τσακ’ πιο απελευθερωτικό – παρά τη μάσκα που θα κρύβει το γέλιο τους. Γιατί η παράσταση έχει όλα τα χαρακτηριστικά που μας έχουν λείψει στην κανονική ζωή: Γέλιο (ενίοτε υστερικό) συνάθροιση (μαζική), σατιρική αναίδεια (από σκηνής και μικροφώνου), χειροκρότημα (ζωντανό, όχι σε streaming) και μια καλλιτεχνική γενναιότητα να μας ‘μαστιγώσει’ αλύπητα με τα πατρογονικά κλισέ.
Η επιθεωρησιακή δομή δεν ανατρέπεται για χάριν πειραματισμού – όχι. ‘Ετσι κι αλλιώς, ο Δημήτρης Καραντζάς πειραματίζεται από την στιγμή που σκηνοθετεί μια επιθεώρηση. Τα 15, περίπου, νούμερα στοιχίζονται με μικρά διαλείμματα από βιτριολικά τραγούδια. Η αισθητική της παράστασης παρακολουθεί απόλυτα την φαντεζί επιθεωρησιακή παράδοση της (σκηνικά: Μαρία Πανουργιά – Μυρτώ Λάμπρου, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη). Ο ρυθμός εναλλαγής είναι, γενικά, γρήγορος – παρά την φλυαρία κάποιων σκετς. Οι ηθοποιοί (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονταν πάντα στον σατιρικό γαλαξία. Αν κάτι στην παράσταση έχει έναν ανανεωτικό αέρα είναι τα πνευματώδη, κάποιες φορές, εγκεφαλικά αστεία, που ωστόσο συναντούν την ψυχή της επιθεώρησης στο μεγαλείο της υπερβολής. Και φυσικά, στη χαρά της.
Το υψηλό δυναμικό της ελληνικής σκηνής είναι μια κοινή διαπίστωση που επιβεβαιώνεται, χρόνια τώρα σε διάφορες συγκυρίες. Η επιθεώρηση, ωστόσο, είναι ένα γήπεδο εξαιρετικά απαιτητικό που δύναται να εκθέσει ανεπανόρθωτα τον ηθοποιό που δεν θα υπακούσει στις νόρμες της. Γιατί ενώ η διανομή του «1821» συγκεντρώνει μερικά από τα πιο λαμπρά αστέρια κωμικών του θεάτρου (κι άλλους που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζαμε μέχρι σήμερα) είναι άπειροι επιθεωρησιακά – με εξαίρεση τη βετεράνο Μίρκα Παπακωνσταντίνου.
Από την ταλαντούχα ομήγυρη – στο πλαίσιο της οποίας όλοι λειτουργούν με ισοτιμία – ξεχωρίζουν ο Γιάννης Κλίνης (μ’ ένα μαγικό μπρίο ως Γιάννα Αγγελοπούλου), η Ελένη Κοκκίδου (ανεπανάληπτο το υστερικό της ξέσπασμα στο ρόλο της συντηρητικής δασκάλας συνεπαρμένης από τον ανδρισμό των αρματωλών), ο Μιχάλης Οικονόμου (ως Κώστας Πρέκας φέρνει δάκρυα στα μάτια), η Γαλήνη Χατζηπασχάλη (η φυσικότητα με την οποία αντιμετωπίζει απίθανους ρόλους – βλέπε την μάνα ενός γκέι πολεμιστή της Επανάστασης προκαλεί ενθουσιασμό), ο Πάνος Παπαδόπουλος (σκίζει ως ανιστόρητος μαθητής της Κοκκίδου).
Στην ‘κατηγορία’ της κωμικής αποκάλυψης θα βρούμε τον Γιάννη Νιάρρο (αποτυπώνει έξοχα τον Ελληνάρα), τον Ηλία Μουλά (οργιώδης ως Σουλιώτης σε ταινία του Γιάννη Οικονομίδη) αλλά και το Νίκο Καραθάνο: Πάντα φρόντιζε να φλερτάρει με τον σουρεαλισμό και την αριστοφανική τρέλα αλλά η εικόνα του να χορεύει πάνω σε ψηλοτάκουνα τσαρούχια ως gay icon της Επανάστασης μάλλον το τερματίζει.
Οι, λιγότερο, αβανταδόρικοι ρόλοι που δίνονται σε πολύ άξιους ηθοποιούς – όπως ο Γιώργος Γάλλος και η Βάσω Καβαλιεράτου – τους κρατούν πιο πίσω, χωρίς να σημαίνει πως δεν έχουν ενδιαφέρουσες στιγμές. Όσο για τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η εμπειρία της (ειδικά στην επιθεώρηση) κάνει ‘μπαμ’ από μακριά. Έντιμη, τέλος, η προσπάθεια του Γιάννη Κουκουράκη που, ωστόσο, θα χρειαστεί να επιμείνει πολύ στην εκφορά του λόγου.
Πάντως, όλη η ομάδα όχι μόνο στέκεται στο ύψος των περιστάσεων αλλά επανασυστήνει με ποιοτικά χαρακτηριστικά ένα παρεξηγημένο είδος.
Η σκηνοθετική προσέγγισηΚαμιά φορά, τομή μπορεί να σηματοδοτήσει και ο δημιουργικός διάλογος με το άγνωστο (σε εμάς) παρελθόν. Γνωρίζοντας το θέατρο του Δημήτρη Καραντζά που σπανίως υπήρξε αστείο ή απενεχοποιημένο (με μοναδικές εξαιρέσεις την επιδαύρια «Ελένη» και τις «Νεφέλες») είναι πραγματική έκπληξη ότι η παράσταση του «1821» προκύπτει από τα δικά του χέρια. Ασφαλώς, κανείς μπορεί να αναγνωρίσει πολλές από τις δεξιότητες του: Όπως αυτήν να καθοδηγεί με εξαντλητική ακρίβεια τους ηθοποιούς, να δίνει έναν καλό παραστασιακό ρυθμό, να δημιουργεί με υψηλό αισθητικό κριτήριο. Επανάσταση, λοιπόν, και προσωπικού χαρακτήρα για τον σκηνοθέτη που του ανοίγει το δρόμο ώστε να δει την κωμωδία με σοβαρό μάτι.
Τα κείμεναΤο «1821 – Η επιθεώρηση» γίνεται σημείο συνάντησης μιας συγγραφικής πανσπερμίας: Η ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτις Λένα Κιτσοπούλου, ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιάννης Αστερής, η φιλόλογος και ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη, ο δημοσιογράφος Κώστας Μανιάτης, ο αρθογράφος Κώστας Κωστάκος, η ηθοποιός Κέλλυ Παπαδοπούλου και ο μουσικός Φοίβος Δεληβοριάς συνιστούν μια, μάλλον, ετερόκλητη ομάδα· μια συγκυρία που θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει εις βάρος της υφολογικής συνοχής της παράστασης. Τελικά, γίνεται ένας από τους παράγοντες της επιτυχίας της – κρίνοντας τουλάχιστον από τα κείμενα που προκρίθηκαν. Μετωπικό αλλά και υπαινικτικό χιούμορ (που φτάνει στην πλατεία), αριστοφανική κουλτούρα και ποίηση μαζί.
Ακόμα κι αν δεν γνωρίζαμε τις αγάπες του Φοίβου Δεληβοριά είναι ξεκάθαρο ότι είναι θιασώτης του επιθεωρησιακού θεάματος. Κι εδώ μπορεί να συμμετέχει και ο ως κειμενογράφος αλλά σίγουρα διακρίνεται για το συνθετικό του στίγμα: Αντλεί έμπνευση από τα λαϊκά του Χιώτη και φτάνει ως τις τζαζ επιρροές του Χατζηδάκι. Ακούει τσάμικα και παραδοσιακά και παίζει disco και musical. Φεύγοντας, βέβαια, ταυτίζεται με το στιχάκι «Γιάννα μου, το μαντήλι σου θα κάνω εγώ πανάκι, να φτάσω στην Ιθάκη». Η ελληνική Οδύσσεια έχει νέο soundatrack.
Τα Πλην (-) H φλυαρίαΑκόμα και τα σκετς που βασίζονται σε ευρηματικές ιδέες κουράζουν σε περίπτωση που ξεχειλώσουν. Το σκηνοθετικό ψαλίδι κρίνεται απαραίτητο για να αποφευχθεί η ‘κοιλιά’ τόσο στο νούμερο του αγωνιστή Τακούνα όσο και νωρίτερα στο επεισόδιο του «Rebranding Greece».
Τα τεχνικά ζητήματαΗ έντονη κινησιολογία των ηθοποιών ενώ αυτοί φορούν χειλόφωνα καταλήγει συχνά σε ηχητικά προβλήματα. Εν τω μεταξύ, όμως, αλλοιώνεται ή χάνεται το επιθεωρησιακό αστείο – και άρα θυσιάζεται ο, ήδη κατακτημένος, καλός ρυθμός.
Το άθροισμα (=)Αν πρόκειται να ξαναβάλουμε την επιθεώρηση στη συζήτηση της νέας θεατρικής μας πραγματικότητας, ιδού ένας υποδειγματικός τρόπος. Ακόμα κι έξω από αυτό το πλαίσιο να την δει κανείς, η Επιθεώρηση του 1821 είναι μια σούπερ απολαυστική παράσταση.